ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΣΧΕΤΟ ΓΙΑ ΕΝΑ ΘΕΜΑ ΓΙΑ ΣΧΕΤΙΚΟΥΣ

Πως μπορεί ένα άσχετος να μιλήσει για την παγκόσμια οικονομική κρίση; Πως να τολμήσει να σκεφτεί, πόσο περισσότερο να εκφράσει σκέψεις, για το πως και το γιατί προέκυψε η κρίση, για το πόσο θα κρατήσει, για το ποιες επιπτώσεις τελικά θα έχει και που, για το τι σημαίνει για την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων, για το ποια θα είναι η εικόνα του κόσμου και της παγκόσμιας οικονομίας λίγο χρόνο μετά;

Πως μπορεί ένα άσχετος να μιλήσει για την παγκόσμια οικονομική κρίση; Πως να τολμήσει να σκεφτεί, πόσο περισσότερο να εκφράσει σκέψεις, για το πως και το γιατί προέκυψε η κρίση, για το πόσο θα κρατήσει, για το ποιες επιπτώσεις τελικά θα έχει και που, για το τι σημαίνει για την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων, για το ποια θα είναι η εικόνα του κόσμου και της παγκόσμιας οικονομίας λίγο χρόνο μετά; Πολλά χρόνια τώρα για την μακροοικονομία, όπως αν δεν απατώμαι τη λένε, μιλούν οι ειδικοί. Λιγότερα χρόνια τώρα, για την κρίση μιλούν οι ειδικοί. Επιστήμονες, τραπεζίτες, λομπίστες, μεγαλοεπιχειρηματίες, ενίοτε και διανοούμενοι και πολιτικοί. Και τι να πεις, όταν αισθάνεσαι ο τελευταίος ακροδέκτης, ένα ασήμαντο δοντάκι σε ένα από τα δισεκατομμύρια γρανάζια ή γραναζάκια της παγκόσμιας παραγωγικής διαδικασίας;


Αλλά και γιατί να μην πεις; Γιατί να μην μιλήσεις; Όταν ο ίδιος ο παντοκράτορας Άλαν Γκρίσπμαν που κάποτε εάν ξυπνούσε με πονοκέφαλο το πρωί, είχε αναγούλες όλη η χρηματαγορά για μια βδομάδα, δηλώνει σήμερα ότι αποδείχθηκε ότι τίποτα από όλα όσα πίστευε και όλα όσα έλεγε τελικά δεν ίσχυε; Σε αυτήν την κατάσταση προφανώς οι νόμοι, τα δόγματα, τα θέσφατα και η πεπερασμένη γνώση ελαχιστοποιούνται ως όπλα των ειδικών που οι άσχετοι δεν τα κατέχουν. Άρα ας μιλήσουμε


Και ας ξεκινήσουμε με μια ιδεολογική, πολιτική και οικονομική παραδοχή. Η αντίληψη του περασμένου αιώνα ότι η ελεύθερη οικονομία αυτορρυθμίζεται, αυτοπεριορίζεται, αυτοελέγχεται και διαμορφώνει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού με αποτέλεσμα την πρόοδο των επιχειρήσεων, την κερδοφορία τους, την διανομή περισσότερου παραγόμενου πλούτου στους εταίρους αλλά και τους εργαζόμενους μέσω του μισθού τους, που με τη σειρά του ο διανεμόμενος αυτός πλούτος θα τονώνει την κατανάλωση και θα δημιουργεί νέες ανάγκες για νέα προϊόντα και άρα νέες επενδύσεις και ούτω καθ’ εξής, αποδείχθηκε πολύ ωραία για να είναι αληθινή. Αποδείχθηκε ακόμη πιο απατηλή από την ιδεοληψία της κομμουνιστικής κολεκτίβας.


 

  Μέχρις ενός σημείου το παγκόσμιο οικονομικό οικοδόμημα έδειχνε ότι βασίστηκε σε κάποιες σταθερές. Από το σημείο όμως και μετά που η γιγάντωση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας έδωσε την ευχέρεια στους έχοντες τους κωδικούς πρόσβασης σε αυτό, να τζογάρουν, παράγοντας “υπηρεσίες” και “προϊόντα”, οικειοποιούμενοι τον πλούτο που οι μοχθούντες παρήγαγαν, αυτές, οι όποιες, σταθερές εκμηδενίστηκαν.

 

            Σε αυτή τη χαοτική κατάσταση υπήρχε όμως “ρυθμός”. Ο “ρυθμός” αυτός έδινε σε όλους την αίσθηση της εξέλιξης, της προόδου, της μυθοποίησης των μάγων της οικονομίας, που προβλέπουν τα πάντα και έχουν τις λύσεις για κάθε τι. Προφανώς ο “ρυθμός” αυτός ανακόπηκε από την παύση που προκάλεσε το σοκ της Lehman Brothers και της Merrill Lynch. Και τότε όλοι ανακάλυψαν πόσο αβέβαιη είναι κατάσταση, πόσο εφήμερα είναι τα κέρδη, πόσο “λίγοι” είναι τα golden boys, πόσο καρικατούρες έμοιζαν οι χουντίνι της οικονομίας και πολλά πολλά άλλα.

 

            Μετά το πρώτο αυτό σοκ της αρρυθμίας, προφανώς η σκέψη ήταν ότι υπάρχει πρόβλημα επιβίωσης αλλά κανείς δεν ξέρει αν και πόσο θα ζήσει η οικονομία με τη μορφή που την ξέρουμε, καθώς επίσης και το επίπεδο διαβίωσής της. Όπως όμως συμβαίνει πάντα, οι άνθρωποι σκέφτηκαν ότι μέχρι να έχουν διάγνωση και να αποφανθούν περί της πιθανής ή μη πιθανής θεραπείας, καλό θα ήταν να ρυθμίσουν την αρρυθμία, τοποθετώντας  βηματοδότη. Όπου βηματοδότης η κρατική παρέμβαση που είχε εξoβελιστεί, ακόμη και ως κατά μόνας ανήθικη σκέψη, στο μυαλό του οποιουδήποτε. Κάτι σαν τους συνεπείς μαρξιστές που λίγο πριν πεθάνουν επικαλούνται τον Θεό. Εν πάσει περιπτώσει σε συνθήκες κρίσεις όλα επιτρέπονται.

 

            Σε αυτές τις συνθήκες δύο μόνο πράγματα με βεβαιότητα συνέβησαν. Πρώτον κοινωνικοποιήθηκαν οι ζημίες των τοξικά ενεργούντων επιχειρήσεων και δεύτερον και κυριότερο γυρίσαμε σε εργασιακό μεσαίωνα χωρίς σχεδόν να ανοίξει μύτη. Απολύσεις, κατάργηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, εργασία όχι απλώς ελαστική αλλά εργασία του “δουλεύεις όσο γουστάρει το αφεντικό, παίρνεις όσα γουστάρει το αφεντικό και πριν να φύγεις να λες και ευχαριστώ το αφεντικό” .

 

            Τι θα γίνει όμως ; πως θα εξελιχθούν τα πράγματα;

 

            Προφανώς οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει στην πάθηση και ούτε πρόκειται να καταλήξουν. Γατί πλέον δεν υπάρχουν παγκόσμιες σταθερές με τις οποίες μπορούν να αγγειογραφήσουν το σύστημα. Έτσι αρκούνται στην έστω με αρρυθμία παλλόμενη οικονομία και ελπίζουν. Ελπίζουν είτε ότι μια κρίση ήταν και θα περάσει και ότι δεν υπάρχει υπόβαθρο βαριάς ανεπάρκειας ή ακόμη χειρότερα ακαριαίας ανακοπής. Γιατί τα αποτελέσματα και στις δύο περιπτώσεις δεν επιθυμεί να τα αναλογιστεί κανείς μας. Ενδεχόμενα να ήταν μια ιστορική στιγμή για την ανθρωπότητα αλλά καλύτερα να το αποφύγουμε.

 

            Τι θα πρέπει όμως να κάνουμε; Πως πρέπει να κινηθούμε; Τι ελπίδες έχουμε;

 

            Σε κάτι τέτοιες στιγμές που κανείς νιώθει πραγματικά αδύναμος μπροστά στο μέγεθος του προβλήματος η καλύτερη λύση είναι η επιστροφή στις αρχές και στις ρίζες.

 

            Προφανώς δεν θα πρέπει να δαιμονοποιήσουμε ό,τι μέχρι τώρα ως παγκόσμια κοινότητα θεωρήσαμε ως γνώση και εμπειρία. Ούτε κατέρρευσε δια παντός η ελεύθερη αγορά αλλά και ούτε επανέρχεται ως κυρίαρχη αντίληψη το κράτος που βρίσκεται παντού. Ας κρατήσουμε ως πρώτο κέρδος αυτής της κρίσης την εμπειρία ότι η ελεύθερη αγορά δεν απαντά στα πάντα. Χρειάζεται ισχυρή παρουσία του Κράτους για να διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον, να επιτυγχάνεται μια όσον το δυνατόν δικαιώτερη κατανομή του πλούτου, μέσω του φορολογικού συστήματος, των δημοσίων επενδύσεων και του κοινωνικού κράτους, ώστε να δημιουργείται αίσθηση δικαίου που θα εξασφαλίζει την  ασφάλεια και την κοινωνική συνοχή.

 

            Πέρα όμως από τα παραπάνω προφανώς θα πρέπει να επανατοποθετηθούμε στα βασικά ζητούμενα της ανθρώπινης ζωής. Να υπάρξει μια κουβέντα για την αναζήτηση του τι πραγματικά έχει νόημα, πότε πραγματικά είμαστε ευτυχισμένοι, πως θέλουμε να ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας όσο προλαβαίνουμε, πως θέλουμε να ζήσουν τα παιδιά μας.  Ο άνθρωπος οργανώθηκε κοινωνικά για να εκπληρώσει με μεγαλύτερη ευκολία τη βασική του, ενστικτώδη, προτεραιότητα. Τη διαιώνιση του είδους του, την αναγκαία προς τούτο διατροφή και επιβίωσή του με τους καλύτερους δυνατούς όρους γι’ αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι η βασική μας προτεραιότητα πλέον θα πρέπει να είναι όχι η εφήμερη παραγωγή πλούτου αλλά η διαχείριση των πόρων με τέτοιον τρόπο ώστε να ζήσουμε αφενός καλά αλλά κυρίως να παραδώσουμε τον πλανήτη στους επόμενους, εξίσου φιλόξενο για τον άνθρωπο, τουλάχιστον όπως εμείς τον παραλάβαμε, αν όχι να θεραπεύσουμε και τα εγκλήματα των προπατόρων μας. Γιατί τι να τους κάνουμε τους απογόνους, όταν θα τους έχουμε καταδικάσει σε ζωή ανυπόφορη;  Αυτή πλέον ενδεχομένως να είναι μια θεμελιώδης ανθρωπιστική αντίληψη, που συμβαδίζει άλλωστε με την ανθρώπινη φύση. Δεύτερον θα πρέπει να δώσουμε βαρύτητα στα παραγόμενα είδη διατροφής. Γιατί είτε μας αρέσει είτε όχι, είμαστε ό, τι καταναλώνουμε. Η παραγωγή υψηλής ποιότητας και ελέγχου διατροφικών ειδών θα αποτελέσει την προτεραιότητα όποιων μπορούν να τα αγοράσουν και θα είναι και πάλι η κύρια πηγή κερδών της επιχειρηματικότητας, όπως και στο παρελθόν. Όλη αυτή η παθογένεια που προκάλεσε η παρεμβατικότητα του ανθρώπου στη φύση είτε γιατί θα προνοήσουμε είτε γιατί θα αναγκαστούμε, θα σταματήσει. Πραγματικά προνομιούχοι θα είναι αυτοί που θα τρώνε πραγματικό ψωμί και όχι κάτι σαν ψωμί που οι επιπτώσεις από την κατανάλωσή του θα φανούν στην επόμενη γενιά. Ακόμη οι παροχές που εξασφαλίζουν την ασφάλεια και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων (όπως υπηρεσίες ιατρικές, αποτοξίνωσης και ξεκούρασης, άθλησης, ασφάλειας από κινδύνους, πολιτιστικής ανάτασης, ψυχολογικής και κοινωνικής υποστήριξης) είτε ως ιδιωτικές επιχειρήσεις, είτε ως παρεχόμενο από το κράτος αγαθό, θα αποτελέσουν τομείς καίριους για τη νέα οικονομία. Η δημιουργία και η κατασκευή τεχνολογικών προϊόντων που υπηρετούν την ανάγκη του ανθρώπου για καλύτερης ποιότητας υπηρεσίες ροής των πληροφοριών και επικοινωνίας είναι απαραίτητο εργαλείο για την πορεία προς το μέλλον. Η κουλτούρα όμως χρησιμοποίησής τους αποτελεί υποχρέωση της κοινωνίας προς τα μέλη της.

 

            Οι εικόνες από το μέλλον που αναπαραγάγουν οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας του αμερικάνικου κινηματογράφου δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνουν πραγματικότητα. Μπορεί πράγματι στο μέλλον να κάνουμε πολλά “cyber” πράγματα αλλά παράλληλα δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ούτε το πως είναι η γεύση του πραγματικού ψωμιού ούτε ότι μέσα μας έχουμε καρδιά, ψυχή και νου που δεν πρέπει να πεθάνουν πριν καν γεννηθεί το σώμα μας.

 

                                                                                        Σωκράτης Ξυνίδης

 

                                                                                                Δικηγόρος         

 

Σχετικά Άρθρα

Back to top button