… για να γνωρίσουν όλοι τον Παύλο τον Μελά»
Στις 29 Μαρτίου 1870 γεννήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας ένα Ελληνόπουλο. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Μιχαήλ Μελά από τον Παρακάλαμο Ιωαννίνων και της Ελένης Βουτσινά από την Κεφαλονιά, που ξενιτεύτηκαν για να σωθούν από τη σκλαβιά που υπήρχε ακόμα στην Ήπειρο. Το Ελληνόπουλο αυτό κουβαλά επάνω του «σημάδια της μοίρας» που τον οδηγεί σε ρόλο ξεχωριστό και πολύ σπουδαίο:
-Γεννιέται την ίδια χρονιά με τον Μακεδονικό Αγώνα, το 1870.
-Νεογέννητο, τον κρατά στα χέρια του ο γιατρός και τον αποκαλεί «ωραίο αξιωματικό» κι έγινε αυτό ακριβώς!
– «Το όνομά μας είναι οιωνός» έλεγαν οι Ρωμαίοι και για τον Μελά ήταν, αφού είχε το όνομα θείου του πατέρα του, που, φοιτητής στην Ιταλία, άφησε τις σπουδές του και σκοτώθηκε πολεμώντας με τον Μ. Μπότσαρη στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Ο Παύλος ήθελε να του μοιάσει, μα τον ξεπέρασε!
-«Η οικογένειά μας είναι η μοίρα μας» λέει πάντα ο Καθηγητής Φιλοσοφίας Κ. Δεληκωσταντής από την Ίμβρο και, πράγματι, ο Παύλος μεγάλωσε σε οικογένεια που καιγόταν από πατριωτικά αισθήματα, που μετέτρεπε σε πράξεις πατριωτισμού κι αλληλεγγύης προς τους σκλαβωμένους Ηπειρώτες και Μακεδόνες.
Με όλες αυτές τις προδιαγραφές, ο Παύλος ήταν επόμενο να γίνει ΗΡΩΑΣ.
Όταν ήταν 4 χρονών εγκαθίσταται η οικογένεια στην Αθήνα, για να μάθουν τα παιδιά της (7 συνολικά, 5 αγόρια και 2 κορίτσια) τα ελληνικά γράμματα. Τελειώνοντας το γυμνάσιο ο Παύλος ξέρει πως θέλει να αγωνιστεί για τη λευτεριά της Μακεδονίας. Γυμναζόμενος στους στύλους του Ολυμπίου Διός, σπάει το πόδι του κι αποφασίζει πως, για να πετύχει τον σκοπό του, πρέπει να φοιτήσει πρώτα στη Σχολή Ευελπίδων. Εκεί, στα κατοπινά χρόνια των σπουδών του, «πατέρα τους» τον αποκαλούν οι νεότεροι φοιτητές, αυτόν που ξέρει να είναι και αυστηρός μαζί τους-υπήρξε πάντα αυστηρός πρώτα με τον εαυτό του-και να προσφέρει λύσεις στα προβλήματά τους.
Στα 22 του χρόνια νυμφεύεται τη Ναταλία, κόρη του Στεφάνου Δραγούμη, μετέπειτα πρωθυπουργού της Ελλάδας, με καταγωγή από το Βογατσικό Καστοριάς. Με τη Ναταλία ταιριάζουν πολύ, καθώς είναι κι αυτή παιδί οικογένειας με 11 παιδιά και, προπαντός έχει μεγαλώσει μέσα σε πολύ πατριωτική οικογένεια. Μετά τον γάμο τους, μεγάλη επίδραση στην ψυχή του Παύλου ασκεί ο αδερφός της Ναταλίας Ίων Δραγούμης.
Αποκτούν τα δυο παιδιά τους, τον Μίκη (Μιχαήλ) και τη Ζέζα (Ζωή) και ζουν ευτυχισμένα στην Κηφισιά. Το σπίτι τους, που πολλοί Έλληνες θέλουν να γίνει μουσείο, ανακαινίζεται με έξοδα του Μακεδόνα εφοπλιστή κ. Άρη Θεοδωρίδη από τη Δράμα και σήμερα φροντίζει για τη λειτουργία του ως Μουσείο η Σχολή Ευελπίδων.
Μα ο Παύλος έχει άλλη μια μεγάλη αγάπη, πέρα από την οικογένειά του, τη Μακεδονία. Πληροφορείται τα βάσανα των σκλαβωμένων στους Τούρκους για πάνω από 500 χρόνια Μακεδόνων, που πριν ακόμη από το 1900 υφίστανται τη σκληρή και ανελέητη προπαγάνδα των Βουλγάρων (και των Ρουμάνων επίσης), που θέλουν, όταν φύγουν οι Τούρκοι από τα μέρη μας να κάνουν τη Μακεδονία βουλγαρική και επιθυμεί δυνατά να έρθει εδώ και να αγωνιστεί για τα βασανιζόμενα αδέρφια του. Κι ενώ δε λαβαίνει καμία τέτοια διαταγή από το Ελληνικό κράτος, που μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 και την ήττα του από τους Τούρκους διστάζει να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, αυτός επιμένει να έρθει στα μέρη μας και το πετυχαίνει στις αρχές του 1904. Ο Παύλος ήρθε στη Μακεδονία 3 φορές μες στο 1904:
1)Τον Μάρτιο του 1904 (8-23 Μαρτίου), οπότε περνά με ενθουσιασμό τα τότε σύνορα και φτάνει στη Μακεδονία, όπου αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες με τα παλληκάρια του, καθώς:
-νηστικό παλληκάρι δεν πολεμάει κι ο Παύλος έχει ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα της τροφοδοσίας. Πληρώνει τους Μακεδόνες χωρικούς με τα χρήματα που τους εξασφαλίζει η Ναταλία από εράνους στην Αθήνα.
-είναι υποχρεωμένοι να βαδίζουν, όχι από κεντρικούς δρόμους της εποχής εκείνης, μη γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους, αλλά από μονοπάτια, και, καθώς δεν τα γνωρίζουν, βασίζονται σε τοπικούς άντρες που ξέρουν μεν, δεν είναι πρόθυμοι όμως πάντοτε να βοηθήσουν.
-οι συνεχείς βροχές που πέφτουν το φθινόπωρο του 1904 στα μέρη μας-σε κάποιο από τα τελευταία του γράμματα στη γυναίκα του γράφει πως έβρεχε αδιάκοπα επί 23 ημέρες-κάνουν τη χαρακτηριστική χοντρή φορεσιά τους ακόμα πιο βαριά και, προπαντός, τα τσαρούχια τους ασήκωτα. Τα πόδια τους είναι μονίμως βρεγμένα και δεν τα βγάζουν από τα πόδια τους, γιατί δε θα τους χωρούσαν μετά! Όταν η Ναταλία ρωτάει τις γυναίκες του χωριού Μελάς, που τον φρόντισαν πριν από την ταφή του, πώς ήταν ο Παύλος της, για τα παραμορφωμένα και μελανιασμένα του πόδια τής μιλούν αυτές κι αυτό σημαίνει πολλά για τους κόπους του ήρωα στη Μακεδονία!
Όπου πηγαίνει ο Ήρωας, αναγνωρίζεται από Μακεδόνες που αγωνίζονται ήδη από το 1870 για την πολυπόθητη λευτεριά τους-όχι πως δε συμμετείχαν και στην Επανάσταση του 1821 (ας θυμηθούμε τις θυσίες του Σερραίου μεγάλου ήρωα Εμμανουήλ Παππά, αλλά και τους Καστοριανούς αδελφούς Ιωάννη και Παναγιώτη Εμμανουήλ, που πέθαναν μαζί με τον Ρήγα Φεραίο στον πύργο Νεμπόισα στον Δούναβη)… Τον αναγνωρίζουν, λοιπόν, από φωτογραφίες του που έχουν κυκλοφορήσει ήδη εδώ στη Μακεδονία κι εκτυλίσσονται πολύ συγκινητικές σκηνές! Άλλωστε, σαν ελευθερωτή και σωτήρα τους τον περιμένουν, και ΑΥΤΟ έγινε μετά τον πρόωρο θάνατό του.
2)Καθώς μαθεύτηκε ο ερχομός του, που προκαλεί αναστάτωση, τον ανακαλούν στην Αθήνα, όπου φεύγει καταστενοχωρημένος, για να επανέλθει τον Ιούλιο του 1904, οπότε και μένει στην Κοζάνη για λίγο (18/7-26/7).
3)Επανέρχεται στην Καστοριά τέλος Αυγούστου 1904 (28/8 μπαίνει για 3η φορά στη Μακεδονία). Περνά την τελευταία νύχτα στο σπίτι του στην Κηφισιά καθισμένος ανάμεσα στα κρεβατάκια των δυο πολυαγαπημένων του παιδιών, κρατώντας τα χεράκια τους και το πρωί φεύγει χωρίς να τα φιλήσει, από φόβο μη λυγίσει η τρυφερή πατρική του καρδιά και δε φύγει. Στο μεταξύ, έχει υποσχεθεί στη Ναταλία πως φεύγει για τελευταία φορά και πράγματι ήταν η τελευταία φορά, μόνο που ποτέ δε γύρισε κοντά τους. Στη διαμονή του εδώ αποκαλύπτει την ευγενική πλευρά του εαυτού του, καθώς προσπαθεί με την καλοσύνη και την αγάπη να κερδίσει έναν σκληρό πόλεμο!
Στις 13 Οκτωβρίου 1904, επιμένει-παρά τις αντιρρήσεις συμπολεμιστών του- να διανυκτερεύσουν στο χωριό Στάτιστα ή Στάτιτσα Καστοριάς (σήμ. Μελάς) για να ξεκουραστούν και να ζεσταθούν οι άντρες του. Εκεί, στην αυλή του σπιτιού όπου έμεινε ο ίδιος, το σπίτι του Καντζάκη, σκοτώνεται από τουρκικό βόλι, καθώς έχει προδοθεί από τον κομιτατζή Μητροβλάχο.
Από κει κι ύστερα, εν συντομία:
-14 Οκτ. 1904: θάβεται πίσω από το σπίτι όπου σκοτώθηκε (1η ταφή).
-17 Οκτ. 1904: με εντολή του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη πάει ο Ντίνας να ξεθάψει τον νεκρό και να τον φέρει στην Καστοριά. Με την εμφάνιση τουρκικού στρατού, κόβει το κεφάλι του και ξαναθάβει το σώμα του στον ίδιο τάφο. Ο συνεργάτης του Μελά παπα-Σταύρος Τσάμης από το Πισοδέρι θάβει το κεφάλι του στην Αγία Παρασκευή Πισοδερίου τα μεσάνυχτα της 18ης Οκτ. 1904 (2η ταφή).
-Στο μεταξύ οι Τούρκοι, που έχουν μάθει τον θάνατό του από αθηναϊκή εφημερίδα και ψάχνουν επίμονα να τον βρουν, εντοπίζουν το ακέφαλο σώμα του και το φέρνουν στην Καστοριά, να τον θάψουν οι Βούλγαροι, αλλά μετά τις διαμαρτυρίες των καθοδηγούμενων από τον Μητροπολίτη Καστοριανών, δίνουν το σώμα του Ήρωα και το θάβουν οι Έλληνες στον περίβολο του Ναού του Ταξιάρχη, κοντά στη Μητρόπολη Καστοριάς (3η ταφή).
-Το 1907 κι ενώ ο Μακεδονικός Αγώνας συνεχίζεται, η χήρα Ναταλία ζητά από τον Καραβαγγέλη να ενωθεί το κεφάλι με το σώμα. Με περιπέτειες του Καστοριανού Μακεδονομάχου συνεργάτη του Μητροπολίτη Παναγιώτη Ζησιάδη έρχεται το κεφάλι στην Καστοριά και θάβεται με το σώμα κάτω από την Αγία Τράπεζα του Μητροπολιτικού Ναού της πόλης, παρουσία της Ναταλίας Μελά.
-Το 1950 μεταφέρονται τα οστά του στον Ναό-μνημείο του Ταξιάρχη.
-Το 1975, 3 χρόνια μετά τον θάνατο της Ναταλίας Μελά, μεταφέρονται, σύμφωνα με την επιθυμία της, τα οστά της από την Αθήνα και τοποθετούνται μαζί με του αγαπημένου της συζύγου στον Ναό του Ταξιάρχη, κάτω από μαρμάρινη πλάκα όπου καίει ακοίμητο το καντήλι.
Ο Παύλος Μελάς αναπαύτηκε για πάντα στην ιερή γη της Καστοριάς. Είναι, ακόμη και σήμερα, η μεγάλη αγάπη των Μακεδόνων, μαζί με τον Μ. Αλέξανδρο. Τόσο που τον αγαπούν ώστε όλοι θέλουν να έχει περάσει κι από το δικό τους χωριό, θέλουν να έχει φιλοξενηθεί από κάποιον πρόγονό τους. Έχουν φτιαχτεί για τον μεγάλο αυτόν Ήρωα πάνω από 50 δημοτικά τραγούδια, ένα από τα οποία, δυνατό (κι αγαπημένο μου) σαν επίγραμμα, το παρακάτω:
Γεφύρι θε να γίνω σ’ όλα τα ρέματα
για να περάσει ο Ζέζας με τα στρατεύματα.
Προσωπικά, είναι ο πολυαγαπημένος μου Μακεδονομάχος, για τον οποίο δεν κουράζομαι ποτέ να μιλώ και να γράφω, πεζά κείμενα, αλλά μερικές φορές και ποιήματα, μολονότι δεν είμαι ποιήτρια. «Ποιήματα» όπως το παρακάτω, που δημοσιεύτηκε στη φετινή επέτειο θανάτου του στην καστοριανή εφημερίδα ΟΔΟΣ:
Είναι κάποιες μέρες σαν αυτή…
Είναι κάποιες μέρες θανατερές
θανατερές και μαύρες
όπως η 13η Οκτωβρίου 1904
που τρυπήθηκε το σώμα σου απ’ το βόλι
κι όταν μαθεύτηκε
ήταν σαν αυτό το βόλι του θανάτου
να διαπέρασε τα σώματα όλων των Ελλήνων
και να ‘μεινε εκεί.
Ιερέ αμνέ του γένους
κι ευλογημένε Απόστολε του Θεού,
που άφησες την οικογενειακή σου ευτυχία
και τη γαλήνη την οποία αναστάτωνε πάντα
η σκέψη που τριβέλιζε διαρκώς τον νου σου,
η σκλαβωμένη Μακεδονία
και τα μαρτύρια των πολύπαθων αδελφών σου
που δεν είχες γνωρίσει ακόμη, μα σε πονούσαν.
Αυτή η σκέψη τάραζε και τον ύπνο σου,
δε σ’ άφηνε να κοιμηθείς ήσυχος,
γιατί ένιωθες ως καθήκον σου,
όχι μονάχα αυτό που σε πρόσταζε η Πατρίδα
-είχες μάθει να την αγαπάς τόσο
μεγαλώνοντας μες στο σπίτι όπου μεγάλωσες,
βλέπεις, η αγάπη στην Πατρίδα διδάσκεται,
δε φυτρώνει μες στις καρδιές τυχαία-,
μα θεωρούσες ως χρέος σου
το πολύ παραπάνω απ’ αυτό που οι ανώτεροί σου ζητούσαν,
αυτό που σου ζητούσε η ανώτερη όλων,
η συνείδησή σου.
Κι έφτασες εδώ, στην πονεμένη Μακεδονία,
σαν ένας ακόμη άγιος,
με μόνα σου όπλα τη μεγάλη σου αγάπη,
την έμφυτή σου ευγένεια, τη βαθιά Πίστη,
την Καλοσύνη.
Έκλαιγες όταν έπρεπε να πάρεις την απόφαση
οπωσδήποτε να σκοτώσεις.
Χωρίς ίχνος υπερβολής αυτός ήσουν!
Κι αυτός έχεις μείνει μες στις καρδιές των Ελλήνων
περισσότερα από εκατό χρόνια μετά.
Γιατί για μας είσαι εδώ πάντα,
ορθός μες στις καρδιές μας,
φάρος φωτεινός που μας φωτίζει
να βρίσκουμε τον δρόμο μας
μέσ’ από μπλεγμένα μονοπάτια
που μας υποδεικνύονται σαν τρόπος ζωής.
Είσαι εδώ για να μας φέγγεις μη χαθούμε,
να μην ξεχνούμε την Πατρίδα,
που βρίσκεται πάνω απ’ όλα
τιμιότερη και σεμνότερη κι αγιότερη.
«Πείτε τους πως έκανα το καθήκον μου»
ήταν τα τελευταία σου λόγια
και το παράδειγμα που σ’ όλους μας έχεις αφήσει.
«Κάντε το», μας λες με τον μοναδικό σου τρόπο,
«αλλιώς η Πατρίδα προκοπή δεν έχει.
Κι εσείς είναι αδύνατον να ευτυχήσετε
-πράγμα που διακαώς επιθυμείτε-
όταν η Πατρίδα κατρακυλάει και βουλιάζει
όπως δεν της αξίζει κι όπως δεν της ταιριάζει»…
*Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου, μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου «Φίλοι Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Ν. Καστοριάς» και υπεύθυνη των εκπαιδευτικών δράσεων του Μουσείου
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του ΙΗΑ εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς – μέλη του ΙΗΑ. Η ιστοσελίδα του ΙΗΑ δεν λογοκρίνει, ούτε επεμβαίνει σε άρθρα – κείμενα των μελών του ΙΗΑ