Παρότι υπάρχουν σημεία οίκησης ήδη από το 1660-1100 αιώνα π.Χ, οι ιστορικές αναφορές για το Καστελλόριζο αρχίζουν από τον 4ο αιώνα π.Χ, όπου καταγράφεται με το όνομα Μεγίστη ή Μεγίστα, όνομα το οποίο προέκυψε από ότι είναι το μεγαλύτερο νησί από τη συστάδα των δεκατεσσάρων (ανάμεσά τους και η Ρω εκεί όπου η Δέσποινα Αχλαδιώτη, επί 40 χρόνια από το 1943 ως το θάνατό της το 1982, ύψωνε την ελληνική σημαία) ή σύμφωνα με το μύθο, στον Μεγιστέα, τον πρώτο οικιστή. Μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Ιωαννίτες ιππότες τον 14ο αιώνα, υπάρχουν ονομασίες όπως Castel Roux, Castellorizo, Castello Rozzo, Castello Rugio, ενώ μία πηγή αναφέρει ότι το Καστελλόριζο προέκυψε από το Castello Rosso, λόγω του κόκκινου χρώματος του βράχου από τον οποίο χτίστηκε το κάστρο από τους Ιωαννίτες.
Το νησί, όπως δείχνουν και τα ναυάγια στην περιοχή, δείχνουν ότι αποτέλεσε εμπορικό κόμβο για πολλά χρόνια. Στην κλασσική εποχή, η Μεγίστη κατακτήθηκε από τη Ρόδο και στη συνέχεια την ακολούθησε , όταν αποσπάστηκε από την Αθηναϊκή Συμμαχία και εξελίχθηκε στη συνέχεια σε σημαντική εμπορική και ναυτική δύναμη. Στην ελληνιστική περίοδο το Καστελλόριζο ήταν υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων και των διαδόχων του Πτολεμαίων και στη ρωμαϊκή εποχή, όταν η Ρόδος συμμάχησε με τη Ρώμη, ακολούθησε και η Μεγίστη εξελισσόμενη σε ορμητήριο των Ρωμαίων.
Στους βυζαντινούς χρόνους εντάχθηκε στο Θέμα των Κιββύρων της Παμφηλίας που περιελάμβανε τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία και τον 14ο αιώνα όπως αναφέραμε κατακτήθηκε από τους Ιωαννίτες. Στη συνέχεια πέρασαν πολλοί κατακτητές και συγκεκριμένα Αιγύπτιοι, Καταλανοί, Οθωμανοί, Λατίνοι, Ισπανοί, Γάλλοι, Ενετοί. Τον 17ο αιώνα το νησί κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, ενώ ο Λάμπρος Κατσώνης πολιόρκησε και γκρέμισε το οχυρό το 1788 και το 1797 επανέρχονται οι Οθωμανοί μέχρι την κατάληψη του νησιού από τον ρωσικό στόλο. Στη συνέχεια επικρατεί ξανά η Οθωμανική διοίκηση, ενώ στην Επανάσταση το νησί είχε 14.000 κατοίκους, οι οποίοι μάλιστα συμμετείχαν ενεργά στον απελευθερωτικό αγώνα με τα εξοπλισμένα πλοία τους.
Παρά τη συμμετοχή των κατοίκων στην Επανάσταση, το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) δεν συμπεριέλαβε τα Δωδεκάνησα στο νέο ελληνικό κράτος. Τότε πολλοί Καστελοριζιοί καταφεύγουν για την σε νησιά των Κυκλάδων, στην Κάρπαθο και την Κάσο με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί ο πληθυσμός δραματικά.
Το 1911 με τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο, τα Δωδεκάνησα καταλαμβάνονται από τους Ιταλούς. Παρά το γεγονός ότι Τούρκοι και Ιταλοί υπέγραψαν συνθήκη για την αποχώρηση των τελευταίων από το νησί, οι Ιταλοί εκμεταλλευόμενοι την αναταραχή που είχε προκαλέσει το ξέσπασμα του Α’ Βαλκανικού Πολέμου δεν το εγκατέλειψαν και αυτό οδήγησε σε αντίδραση της Τουρκίας και αποκλεισμό του νησιού. Το γεγονός έπληξε σημαντικά το Καστελλόριζο, καθώς διέκοψε κάθε οικονομική δραστηριότητα.
Την 1η Μαρτίου του 1913, οι κάτοικοι του Καστελόριζου με την αρωγή Κρητών, κατέλυσαν τις οθωμανικές αρχές και κήρυξαν την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Το κίνημα ωστόσο δεν έγινε αποδεκτό από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο που επιθυμούσε να αποφευχθεί μείζον διεθνές επεισόδιο.
Το 1915, εν μέσω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το νησί καταλαμβάνεται από τους Γάλλους και οι Γερμανοί, σύμμαχοι της Τουρκίας θα βομβαρδίσουν το Καστελλόριζο, καταστρέφοντας πάνω από χίλια σπίτια, γεγονός που ωθεί ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων εκ νέου σε αναγκαστική μετανάστευση, η οποία σταδιακά ερημώνει το νησί. Μετανάστευση η οποία συνεχίζεται και τα επόμενα χρόνια δημιουργώντας τις μεγάλες κοινότητες στο εξωτερικό κυρίως στην Αυστραλία, αλλά και στις ΗΠΑ , την Αίγυπτο και στην Ελλάδα στη Ρόδο, στην Αθήνα, στον Πειραιά.
Με τη συνθήκη των Σεβρών το 1920, τα Δωδεκάνησα παραχωρούνται στην Ιταλία και ξεκινά μία σκληρή περίοδος κατοχής με απαγόρευση κάθε τι ελληνικού. Από την Ορθοδοξία, μέχρι την οικονομία και την παιδεία.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το Καστελλόριζο βομβαρδίζεται εκ νέου, καταλαμβάνεται από τους Άγγλους, οι οποίοι λεηλάτησαν το νησί και στη συνέχεια το έκαψαν, για να μην αφήσουν πίσω τα ίχνη τους….
Το Καστελλόριζο και όλα Δωδεκάνησα παρέμειναν υπό συμμαχική κυριαρχία μέχρι τη Συνθήκη Ειρήνης (Παρίσι 1946) η οποία αποφάσισε την παραχώρηση τους στην Ελλάδα το 1948, όταν την 7η Μαρτίου έγινε η επίσημη Ένωση με την Ελλάδα.
Σήμερα το Καστελλόριζο το οποίο κατοικείται από μερικές εκατοντάδες ηρωικούς για πολλούς λόγους κατοίκους, αμφισβητείται από τους γνωστούς παλιούς κατακτητές και εισβολείς, αφού η κατοχική Τουρκία δεν αποδέχεται την αδιατάρακτη ενότητα των ελληνικών θαλασσίων συνόρων, από τον Έβρο μέχρι και το Καστελλόριζο, με το αιτιολογικό ότι το νησί των Δωδεκανήσων δεν ανήκει στο Αιγαίο, αλλά στη Μεσόγειο και πιο συγκεκριμένα στη Θάλασσα της Λεβαντίνης…
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου με το «Στρατηγικό Βάθος» και ο Ερντογάν με τη «Γαλάζια Πατρίδα», δηλαδή με τις αντιγραφές της θεωρίας του «Ζωτικού χώρου» της Ναζιστικής Γερμανίας, περιγράφουν τη διαχρονική επιδίωξη της Τουρκίας να «σβήσει» από την ελληνική επικράτεια το Καστελλόριζο. Το νησί αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα της Τουρκίας και το οποίο προσπαθεί ν’αποκτήσει για να ανοίξει τα ενεργειακά κοιτάσματα της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Η κατοχική – αναθεωρητική Τουρκία γνωρίζει τη μοναδική γεωπολιτική και γεωοικονομική αξία του Καστελλόριζου, αφού με αυτό η Ελλάδα έχει κοινή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) με την Κύπρο. Έτσι προσπαθεί να πείσει (εαυτόν και αλλήλους) ότι η Ελλάδα δεν έχει καμία απολύτως κυριαρχία, αμφισβητώντας δύο σημαντικές διεθνείς συνθήκες:
- Τη Συνθήκη της Λωζάνης (24.7.1923) με την οποία Τουρκία παραχώρησε στην Ιταλία (άρθρο 15) δεκατέσσερα νησιά (Αστυπάλαια, Ρόδος, Χάλκη, Κάρπαθος, Κάσος, Τήλος, Νίσυρος, Κάλυμνος, Λερός, Πάτμος, Λειψοί, Σύμη Κώς, Καστελλόριζο) με τις παρακείμενες νησίδες τους.
- Τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1947) μεταξύ των Συμμάχων και της Ιταλίας, με την οποία Συνθήκη Ελλάδα πήρε τα προαναφερθέντα νησιά από την Ιταλία (άρθρο 14).
Επιπλέον ο Νόμος 518/1948 «Περί προσαρτήσεως της Δωδεκανήσου εις την Ελλάδα» (ΦΕΚ 7Α/9-1-1948) αποτελεί ένα διαχρονικό κείμενο και σημαντικό επιχείρημα για την διεθνή ενημέρωση γύρω από τα «Δωδεκάνησα» και φυσικά και για το Καστελλόριζο.
Η γραμμή των θαλάσσιων ελληνοτουρκικών συνόρων στα νησιά, ορίστηκε ότι είναι αυτή που διέρχεται από 51 καθορισμένα σημεία, η γεωγραφική θέση των οποίων προσδιορίζεται και αναφέρεται στους βρετανικούς υδρογραφικούς χάρτες No 236, 872, 1546, όπου διαπιστώνεται ότι το Καστελλόριζο ανήκει στην ελληνική επικράτεια.
Η Τουρκία, μετά την τελική διαμόρφωση των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της θάλασσας (1982), για να διεκδικεί στο Αιγαίο και μην έχοντας επικυρώσει τη Σύμβαση (εντελώς παράδοξο και οξύμωρο), κατά καιρούς κατασκευάζει διάφορες θεωρίες, όπως αυτή της μειωμένης επήρειας.
Η θεωρία υπάρχει στη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά αφορά τον καθορισμό των Ζωνών του Δικαίου της Θάλασσας για νησιά που βρίσκονται μακριά από το σώμα του κυρίαρχου κράτους, χωρίς οποιαδήποτε γεωγραφική συνάφεια με αυτό.
Σύμφωνα με τη «Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας» (άρθρα 55 – 75), με την οποία και θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά η ΑΟΖ, αυτή περιλαμβάνει τον θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφος του, που εκτείνεται πέραν των χωρικών υδάτων μέχρι, δυνητικά, την απόσταση των 200 ναυτικών μιλιών.
Στην ΑΟΖ, το κράτος δεν ασκεί πλήρη κυριαρχία (όλες τις αρμοδιότητες του κράτους), αλλά ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα (έρευνα, εκμετάλλευση φυσικών πόρων κ.ά.) που καλύπτουν όλους τους φυσικούς πόρους, ζωντανούς και μη. ΑΟΖ έχουν τα νησιά, οι νησίδες και οι βραχονησίδες, μόνον εφόσον μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή.
Για ακατοίκητες νησίδες και βραχονησίδες δημιουργούνται ερωτήματα για το κατά πόσο μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να έχουν ή όχι ΑΟΖ. Για τα νησιά που κατοικούνται, όπως το Καστελλόριζο, δεν γεννάται καμία αμφιβολία, συνεπώς διαθέτει δική του ΑΟΖ και αποτελεί σημείο οριοθέτησης της ελληνικής ΑΟΖ με αυτήν της Αιγύπτου και της Κύπρου.
Η θέση του Καστελλόριζου έχει πανικοβάλει την Τουρκία, καθώς χάνει τα θαλάσσια σύνορά της με την Αίγυπτο και της περιορίζει την ΑΟΖ. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η Τουρκία δείχνει να εγκαταλείπει την αιτία πολέμου («casus belli») για τα 12 ναυτικά μίλια, με αντάλλαγμα τη συναίνεση της Ελλάδας στη «διάσπαση» του εθνικού της χώρου, διαχωρίζοντας το Καστελλόριζο από το Αιγαίο και οριοθετώντας το στη Μεσόγειο ή στη Θάλασσα της Λεβαντίνης.
Έτσι η λεγόμενη «συνδιαχείριση του Αιγαίου» και η απομόνωση, το «σβήσιμο από τον χάρτη» του Καστελλόριζου, είναι στόχοι που η κατοχική Τουρκία ουδέποτε εγκατέλειψε ή άλλαξε την πολιτική της. Στην πολιτική αυτή ο Ελληνισμός οφείλει να αντισταθεί, να δείξει ότι μπορεί να υπερασπίσει κάθε μίλι στη θάλασσα, κάθε εκατοστό της γης του Καστελλόριζου.
Σήμερα το Καστελλόριζο είναι η εικόνα, η ματιά, το βλέμμα του Ελληνισμού, εκεί όπου η Ελληνικότητα παραφράζοντας τον Παλαμά, δεν μετριέται με το στρέμμα. Συμπυκνώνει την ελληνική ιστορία, την επώδυνη διαδρομή, την πορεία μέσα από κατακτήσεις, είναι ο Ελληνισμός ο οποίος όπως γράφει ο Σεφέρης είναι «ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα».
Ήρθα στο Καστελλόριζο την 28η Οκτωβρίου, ως ταξίδι ζωής από την μία άκρη της Ελλάδας, τον Έβρο, για να νιώσω και να μεταφέρω τη συνέχεια της πατρίδας μας. Αδιάρρηκτη, χωρίς μειωμένη επήρεια, αλλά με πλήρη κυριαρχία. Εκτός του συμβολισμού, η παρουσία του Ελληνισμού, η ουσιαστική στήριξη του μοναδικού αυτού νησιού της πατρίδας μας, είναι χρέος και καθήκον μας. Η Ελληνικότητα, το μέλλον, η επιβίωσή μας ως έθνους, η Γη και το Ύδωρ του έθνους μας, κρίνεται εδώ, στο Καστελλόριζο !