ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΑΝΘΗ ΜΑΣ: ΟΧΙ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΥ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΥΗΣ ΣΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΥΓΕΙΑΣ Ν.ΞΑΝΘΗΣ
Εδώ και 1,5 χρόνο όλοι ανεξαιρέτως οι υγειονομικοί εργαζόμενοι του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και ιδίως αυτοί του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ανεξάρτητα από την σημερινή κατάσταση εμβολιασμού τους έναντι της λοίμωξης COVID, έδωσαν και δίνουν ακόμα καθημερινά την μάχη έναντι της επιδημίας, βρισκόμενοι στην 1η γραμμή, για να βοηθήσουν το κοινωνικό σύνολο, να νικήσουν την νόσο και να προασπίσουν με θυσιαστικό πνεύμα το αγαθό της δημόσιας υγείας. Η μάχη αυτή ήταν μέχρι στιγμής συνειδησιακή, σωματική και ηθική. Οι άνθρωποι αυτοί πάλεψαν με τις αγωνίες τους και με την σωματική τους κόπωση ακόμα και με τον ίδιο τον θάνατο. Δεν λιγοψύχησαν, δεν λιποτάκτησαν, δεν βγήκαν σε αναστολή, δεν πήραν αναρρωτικές άδειες μένοντας δίπλα στους πάσχοντες συμπολίτες μας και τήρησαν από την πλευρά τους όλα τα ατομικά μέτρα προστασίας χωρίς να διαπιστωθεί ότι έθεσαν με οποιονδήποτε τρόπο σε κίνδυνο τον ευπαθή συνάνθρωπο μας .
Από την 1η Σεπτεμβρίου 2021, τμήμα του ιατρικού, νοσηλευτικού και υπόλοιπου παραϊατρικού και διοικητικού προσωπικού του Γενικού Νοσοκομείου Ξάνθης, των Κέντρων Υγείας του Νομού Ξάνθης, του ΕΚΑΒ καθώς και του εργατικού δυναμικού Δημοτικών Δομών όπως του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας του Δήμου Ξάνθης τέθηκε σε αναστολή εργασίας με βάση το άρθρο 206 του Ν.4820/2021 λόγω μη συμμόρφωσης τους στο μέτρο του «υποχρεωτικού» εμβολιασμού κατά του κορωνοιού COVID-19 γεγονός που θα έχει σαν αποτέλεσμα την διακοπή καταβολής των αποδοχών τους. Παράλληλα, και με βάση πάντα τον ίδιο νόμο, σε αναστολή εργασίας τέθηκε κάθε φυσικό πρόσωπο (δηλαδή ιατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό και υποστηρικτικό προσωπικό) ,που εργάζεται σε ιδιωτικές δομές υγείας όπως διαγνωστικά κέντρα, κλινικές, κέντρα αποκατάστασης, δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και που δεν είχε ολοκληρώσει τον εμβολιασμό του έως την 1η Σεπτεμβρίου 2021. Στους δε εργοδότες που απασχολούν προσωπικό θεσμοθετήθηκε να τους επιβληθούν εξαντλητικά και απάνθρωπα πρόστιμα το ύψος των οποίων μπορεί να φθάσει από 10.000 έως 200.000 ευρώ.
Σήμερα κάποιοι από αυτούς τους ήρωες πετιούνται στην κυριολεξία στον δρόμο. Η θέσπιση του «υποχρεωτικού» εμβολιασμού αποτελεί μια μορφή εξαναγκασμού, εκβιασμού και ψυχολογικής βίας , που θίγει την αξία και την υπόληψη αυτών των ανθρώπων. Έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ψήφισμα 2361/2021 του Συμβουλίου της Ευρώπης το οποίο αναφέρει ότι τα ευρωπαϊκά κράτη πρέπει να διασφαλίσουν κατ’αρχήν ότι οι πολίτες ενημερώνονται ότι ο εμβολιασμός ΔΕΝ είναι υποχρεωτικός και ότι κανείς δεν θα υποστεί πίεση με πολιτικά, κοινωνικά ή άλλα μέσα για να εμβολιαστεί, εάν δεν το επιθυμεί καθώς επίσης και ότι κανείς δεν θα υποστεί διακρίσεις για το ότι δεν έχει εμβολιαστεί ή για το γεγονός ότι δεν θέλει να εμβολιαστεί. Σε νέο ψήφισμα το Συμβούλιο της Ευρώπης χαρακτηριστικά αναφέρει «Εάν οι συνέπειες της άρνησης εμβολιασμού – συμπεριλαμβανομένων των συνεχιζόμενων περιορισμών στην απόλαυση των ελευθεριών και του στιγματισμού – είναι τόσο σοβαρές ώστε να αφαιρεθεί το στοιχείο επιλογής για απόφαση, ο εμβολιασμός ουσιαστικά καθίσταται υποχρεωτικός. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε παραβίαση προστατευόμενων δικαιωμάτων ή / και να εισάγει διακρίσεις». Επιπλέον μέσα σ’ ένα περιβάλλον πολιτικής πίεσης ,που οδηγεί σε στέρηση του δικαιώματος της εργασίας και των αποδοχών από αυτήν, αναιρείται αυτόματα η εξασφάλιση της ελεύθερης συναίνεσης του πολίτη στο να υποβληθεί σε πράξεις ιατρικής και βιολογίας ,η οποία είναι απαραίτητη και επιβεβλημένη συμφώνα με τον «Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας» και της Σύμβασης του Οβιέδο για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο νόμος περί «υποχρεωτικού» εμβολιασμού πιθανώς έρχεται σε αντίθεση με συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών, οι οποίοι δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν. Θα δημιουργηθούν κοινωνικά προβλήματα με αυτήν την τιμωρητική στάση σε όσους τεθούν εκτός υπηρεσίας. Οι εργαζόμενοι που πλήττονται με την εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου , θ’ απολέσουν το δικαίωμα της εργασίας και του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Είναι γνωστό ότι τα εισοδήματα που απορρέουν από αυτήν είναι απαραίτητα για την επιβίωση τους. Επίσης, σύμφωνα πάντα με βάση ορισμένα τελευταία επιστημονικά δεδομένα που αναδεικνύονται, οι εμβολιασθέντες νοσούν, έχουν ιϊκό φορτίο και δυνητικά μπορούν να μεταδίδουν τον ιό. Επομένως δεν υπάρχει αιτιολογία αποκλεισμού από το εργασιακό περιβάλλον εκείνων των εργαζομένων που δεν έχουν εμβολιαστεί και δε νοσούν διότι αυτό αντικρούει στην συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Τέλος, άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι αγνοήθηκαν οι εισηγήσεις της Επιτροπής Βιοηθικής η οποία τάχθηκε, στην βάση της αρχής της αναλογικότητας, υπέρ μιας προσέγγισης κλιμακούμενης πρωτοβουλίας, όπως η διενέργεια τακτικών ελέγχων με εργαστηριακές μεθόδους, η χρήση διπλής μάσκας και εξοπλισμού ατομικής προστασίας, πριν εφαρμοσθεί το έσχατο μέτρο της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού.
Η αναστολή εργασίας των εργαζομένων σε όλα τα νοσοκομεία και Κέντρα Υγείας της χώρας μας, συμπεριλαμβανομένων του Γενικού Νοσοκομείου Ξάνθης και των Κέντρων Υγείας του Νομού μας, θα δημιουργήσει ανυπέρβλητες δυσκολίες στη λειτουργία τους με απρόβλεπτες συνέπειες για τους ασθενείς. Στο ήδη υποστελεχωμένο ΕΣΥ θα προστεθεί και η απώλεια ενός σημαντικού σε αριθμό εξειδικευμένου ιατρονοσηλευτικού προσωπικού η αναπλήρωση του οποίου πιθανότατα δεν θα είναι εφικτή. Επιπλέον κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι θα δημιουργηθούν λειτουργικά προβλήματα στο υγειονομικό προσωπικό που θα παραμείνει και θα κληθεί να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας και μάλιστα χωρίς άδειες. Συνεπώς, η ασφάλεια της δημόσιας υγείας , η οποία ήταν και η αιτιολογική βάση της θέσπισης του νόμου περί υποχρεωτικού εμβολιασμού, πιθανώς τίθενται σε κίνδυνο ακόμα περισσότερο με την εφαρμογή του. Τέλος, η διάταξη του συγκεκριμένου νόμου πλήττει βάναυσα και με προκλητικό, διωκτικό τρόπο την ιδιωτική υγεία καθώς και όλα τα φυσικά πρόσωπα των ιδιωτικών δομών υγείας που δεν έχουν εμβολιαστεί ( ιατροί, οδοντίατροι, φυσικοθεραπευτές, νοσηλευτές κτλ) αφού το δυσθεώρητο και παράλογο ύψος των προστίμων με τα οποία απειλούνται να τους υποβληθούν δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο άσκησης εργασίας του φυσικού τους αντικειμένου και του επιστημονικού τους πεδίου εντός του ελλαδικού χώρου παρά μόνο εφόσον αναγκασθούν εκβιαστικά να εμβολιαστούν.
Κατανοούμε την ελεύθερη επιλογή των πολιτών μετά από συναίνεση και επαρκή ιατρική ενημέρωση να υποβληθούν ή μη στην ιατρική πράξη του εμβολιασμού ιδίως όταν αυτή η επιλογή τεκμηριώνεται πάνω σε καθαρά επιστημονικούς λόγους. Στην πρώτη περίπτωση οι κυριότεροι λόγοι είναι ο υπαρκτός κίνδυνος, οι συνέπειες και ο θάνατος που προκαλεί η λοίμωξη covid, η post-covid νόσος, η αποτελεσματικότητα των εμβολίων στην πρόληψη κυρίως της βαριάς νόσου και στην δεύτερη περίπτωση περιλαμβάνονται οι αναπάντητοι προβληματισμοί έως σήμερα για το εάν θα υπάρξουν μακροχρόνιες παρενέργειες στο ανθρώπινο σώμα από την χρήση των συγκεκριμένων σκευασμάτων, η μη ανάληψη ευθύνης από τον οποιονδήποτε στην ενδεχόμενη πιθανότητα πρόκλησης σωματικής βλάβης από τον εμβολιασμό και το ερωτήμα για το ποιος θα είναι ο περαιτέρω χειρισμός της επιδημίας μετά την λήξη της ανοσίας που επιτυγχάνεται με τον εμβολιασμό και ποιες θα είναι οι συνέπειες από την προσέγγιση που θα αποφασιστεί ν’ ακολουθηθεί . Εμπιστευόμαστε την ιατρική επιστήμη ότι μέσα από την διαδικασία συνεχούς έρευνας θα λύσει όλα τα παραπάνω ζητήματα. Όμως η επιβολή της υποχρεωτικότητας είναι ακραίο μέτρο, θα προκαλέσει αντιδράσεις και πιστεύουμε ότι θα αποτελέσει τροχοπέδη στην περαιτέρω εφαρμογή του εμβολιαστικού προγράμματος στον ευρύ πληθυσμό αυξάνοντας τις αμφιβολίες και τις αμφισβητήσεις για θέματα που αφορούν τον εμβολιασμό έναντι της νόσου COVID.
Τέλος ,επισημαίνουμε τους κινδύνους για τις κοινωνικές συνέπειες με την εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου τόσο στους συμπολίτες μας του υγειονομικού τομέα όσο και στις υπόλοιπες εργασιακές ομάδες εάν τελικά ο νόμος επεκταθεί και σε αυτές στο μέλλον. Η υποχρεωτικότητα που οδηγεί στην οικονομική εξαθλίωση και στον κοινωνικό αποκλεισμό ενδεχομένως να οδηγήσει σε ανούσιο διχασμό και πόλωση εντός της ελληνικής κοινωνίας, γεγονός που θα πρέπει πάση θυσία ν’ αποφευχθεί καθώς θα επιφέρει δυσάρεστα αποτελέσματα στην κοινωνική συνοχή. Όλοι εμείς, εμβολιασμένοι και μη εμβολιασμένοι πολίτες, θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε μαζί, να μοιραζόμαστε τα ίδια αγαθά, να έχουμε κοινές ανησυχίες μέσα σε πνεύμα αλληλεγγύης, αλληλοσεβασμού και αλληλοκατανόησης. Η πολιτική των διακρίσεων και του κοινωνικού στιγματισμού είναι απορριπτέα και δεν συνάδει με τις αρχές , τα ήθη, την ιστορία και τον πολιτισμό της πατρίδας μας. Επιβάλλεται να γίνει άμεσα η απόσυρση του νόμου περί υποχρεωτικού εμβολιασμού, η επιστροφή όλων των εργαζομένων υγείας στις θέσεις εργασίας τους και να σχεδιαστεί μια ορθολογική στρατηγική αντιμετώπισης της επιδημίας χωρίς κοινωνικές και εργασιακές διακρίσεις.
Οι Δημοτικοί Σύμβουλοι
Γεωργιάδης Δημοσθένης
Σπανίδης Μιχαήλ
Διαφωνίδης Χάρης
Τσακιρίδης Αφεντούλης