Η ΣΦΙΓΞ

«Τόσα χρόνια πέρασα

κάνοντας υπομονή

μελετηρός, εργατικός

γράφοντας στίχους

στην σιωπή την πιο απόλυτη

στην μήτρα του σκοταδιού»

 

«Σφίγξ, η περιβόητος μυθολογική, θήλυ τέρας,

το οποίον προέβαλλεν εις τους Θηβαίους αίνιγμα προς λύσιν

και κατεσπάρασσε τους μη ευρίσκοντας αυτήν,

μέχρις ου ο Οιδίπους εύρε την λύσιν του αινίγματος και η Σφίγξ ηυτοκτόνησεν» αναφέρει στο λεξικό του ο Ιωάννης Σταματάκος.

Νάτος και πάλι ο αγαπημένος μου Κωνσταντίνος,

«Τόσα χρόνια πέρασα

κάνοντας υπομονή

μελετηρός, εργατικός

γράφοντας στίχους

στην σιωπή την πιο απόλυτη

στην μήτρα του σκοταδιού»

 

«Σφίγξ, η περιβόητος μυθολογική, θήλυ τέρας,

το οποίον προέβαλλεν εις τους Θηβαίους αίνιγμα προς λύσιν

και κατεσπάρασσε τους μη ευρίσκοντας αυτήν,

μέχρις ου ο Οιδίπους εύρε την λύσιν του αινίγματος και η Σφίγξ ηυτοκτόνησεν» αναφέρει στο λεξικό του ο Ιωάννης Σταματάκος.

Νάτος και πάλι ο αγαπημένος μου Κωνσταντίνος,

 εδώ κοντά μαζί μας,

δεκαεννέα χρόνια μετά την έκδοση της πρώτης ποιητικής του συλλογής «Επτά Σπόνδυλοι του Έρωτος»,

επανέρχεται στην ερμηνεία των γύρων του πραγμάτων,

σαν αναγκαίος άγγελος της Πόλης.

Συνέχεια οπότε και ρήξη

με τον καταπιεστικό καθωσπρεπισμό και το θλιβερό κέρδος.

Γράφει ο ποιητής «Η Σφίγξ λοιπόν, όχι γιατί το παρών βιβλίο έχει καμία σχέση με την σφίγγα, όχι γιατί μιλάω αινιγματικά και με κρυφά νοήματα, πέρασε καιρός που δεν το κάνω αυτό πια, αλλά λόγω της ακατανόητης εμμονής μου με το ιαματικό γράμμα ξι. Το ξι της πόλεώς μου Ξάνθης και το ξι του επωνύμου της μητέρας μου Ξανθάκη. Κανονικά το βιβλίο αυτό θα έπρεπε να λέγεται  ή σφήκα, ή ακόμη καλύτερα ένα σμήνος από σφήκες….. Σε μια χώρα πλευματικά ξοφλημένη εδώ και χρόνια, σε πνευματική αφασία, εγκλωβισμένη στην αυταρέσκεια, στον εγωκεντρισμό και την ιδιώτευση που απορεί και αμήχανα ψάχνει τους λόγους της οικονομικής της χρεοκοπίας, ξεχνώντας ότι πούλησε στον διάολο την ψυχή της για να πάρει σε αντάλλαγμα δανεικά λεφτά, η μόνη λύση είναι ο απινιδωτής  και το ηλεκτροσόκ»

Σημάδια παρακμής παντού στην πόρτα μιας εντατικής,

όπου το αδιανόητο είναι δεμένο με την Πόλη:

«Του ψυχαγγέλου οι χρησμοί

 βέλη ακονισμένα

σημάδεψα και σκότωσα

θηρία αγριεμένα»

Χωρίς άλλοθι,

Γοητευμένος από το εσωτερικό τρίξιμο των σκέψεων

και των αισθημάτων του,

αποκλείοντας την δυνατότητα μιας υπεκφυγής,

καθαγιάζεται στο βλέμμα μιας βεβαιότητας:

«Τα σκυλιά ψάχνουν να κρυφτούν.

Με ομπρέλες και αδιάβροχα

η ζωή προστατεύεται

 από την μπόρα»

Στην καρδιά όμως της ιδεατής πολιτείας του,

συλλογίζεται απόλυτα εξομολογητικός.

Αντιστεκόμενος στην ανασφάλεια της έρπουσας απελπισίας,

προσπαθεί συνειδητά να απλώσει την γιορτή του:

«Εγώ θα είμαι εδώ όσο το θέλεις

 να δίνω και μόνο να δίνω

για να τα κυνηγήσεις όσο μπορείς.

Να κάνεις το ωραίο ταξίδι

του μικρού αγοριού που γίνεται άντρας»

 

Με εκτίμηση

Μιχάλης Σπανίδης

Σχετικά Άρθρα

Back to top button