Τρίτο Μάτι
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΣΚΥΛΟΥ
Παγκόσμια ημέρα σκύλου η σημερινή ( 26/8 ).
Για όσους αρέσκονται στις ιστορίες με τον πιό πιστό σύντροφο του ανθρώπου, πάμε να δούμε κάποια Ομηρική περιγραφή.
Για τον ΑΡΓΟ, το σκύλο του ΟΔΥΣΣΕΑ και την αντίδρασή του, μετά από 20 χρόνια χωρισμού.
Η σκηνή της αναγνώρισης του ήρωα από τον υπέργηρο πια σκύλο του είναι από τις πιο δυνατές που συναντάμε στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ.
Ραψωδία ρ και στίχοι 290 έως και 327.
Σε μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη:
Σε μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη:
290 Κι ενώ εκείνοι συναλλάσσοντας τα λόγια τους μιλούσαν,
ένα σκυλί που ζάρωνε, σήκωσε ξαφνικά τ’ αυτιά και το κεφάλι του –
ο Άργος του καρτερικού Οδυσσέα! Τον είχε ο ίδιος
μεγαλώσει, όμως δεν πρόλαβε να τον χαρεί· πρωτύτερα αναχώρησε να πάει στην άγια Τροία.
Τα πρώτα χρόνια οι νιούτσικοι τον έβγαζαν κυνήγι,
295 και κυνηγούσε αγριοκάτσικα, ζαρκάδια και λαγούς.
Μετά τον παραμέλησαν, αφότου ο κύρης του ταξίδεψε μακριά,
και σέρνονταν στην κοπριά, χυμένη σε σωρούς από τις μούλες
και τα βόδια στην αυλόθυρα μπροστά, απ’ όπου
του Οδυσσέα οι δούλοι σήκωναν κάθε τόσο να κοπρίσουν το μέγα τέμενός του.
ένα σκυλί που ζάρωνε, σήκωσε ξαφνικά τ’ αυτιά και το κεφάλι του –
ο Άργος του καρτερικού Οδυσσέα! Τον είχε ο ίδιος
μεγαλώσει, όμως δεν πρόλαβε να τον χαρεί· πρωτύτερα αναχώρησε να πάει στην άγια Τροία.
Τα πρώτα χρόνια οι νιούτσικοι τον έβγαζαν κυνήγι,
295 και κυνηγούσε αγριοκάτσικα, ζαρκάδια και λαγούς.
Μετά τον παραμέλησαν, αφότου ο κύρης του ταξίδεψε μακριά,
και σέρνονταν στην κοπριά, χυμένη σε σωρούς από τις μούλες
και τα βόδια στην αυλόθυρα μπροστά, απ’ όπου
του Οδυσσέα οι δούλοι σήκωναν κάθε τόσο να κοπρίσουν το μέγα τέμενός του.
300 Εκεί τώρα σερνόταν το σκυλί, μ’ αμέτρητα τσιμπούρια ο Άργος.
Κι όμως, αναγνωρίζοντας τον τον Οδυσσέα στο πλάι του,
σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ’ αυτιά του,
όμως τη δύναμη δεν βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του.
Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του, σκούπισε ένα δάκρυ
305 – από τον Εύμαιο κρυφά, για να τον ξεγελάσει. Ύστερα μίλησε ρωτώντας :
«Εύμαιε, τι παράξενο· τέτοιο σκυλί μες στις κοπριές να σέρνεται,
φαίνεται η καλή του ράτσα. Δεν ξέρω ωστόσο και γι’ αυτό
ρωτώ· εξόν από την ομορφιά, ήταν και γρήγορο στο τρέξιμο;
ή μήπως έτσι, σαν τους άλλους σκύλους που τριγυρίζουν
310 στα τραπέζια των αντρών, και τους κρατούν οι άρχοντες μόνο για το καμάρι τους;»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκες :
«Ω ναι, ετούτο το σκυλί σ’ αυτόν ανήκει που αφανίστηκε πέρα στα ξένα.
Αν είχε ακόμη το σκαρί, αν είχε και την αντοχή,
όπως ο Οδυσσέας το άφησε, μισεύοντας στην Τροία,
315 βλέποντας θα το θαύμαζες και για τη γρηγοράδα και για την αλκή του·
που, κυνηγώντας, δεν του ξέφευγε
κανένα αγρίμι, βαθιά χωμένο στο δάσος το βαθύ – ξεχώριζε πατώντας πάνω στα πατήματά του.
Τώρα το πλάκωσε η μιζέρια, αφότου χάθηκε το αφεντικό του
μακριά από την πατρίδα του, κι αδιάφορες οι δούλες αφρόντιστο το αφήνουν.
320 Ξέρεις, οι δούλοι, σαν τους λείψει το κουμάντο των αρχόντων,
δεν θέλουν πια να κάνουν τη στρωτή δουλειά τους.
Γιατί κι ο Δίας, που το μάτο του βλέπει παντού, κόβει του ανθρώπου
τη μισή αρετή, απ΄τη στιγμή που θα τον βρει η μέρα της σκλαβιάς.»
Μιλώντας πια, προχώρησε στα ωραία δώματα,
325 και πέρασε στην αίθουσα με τους περήφανους μνηστήρες.
Κι αυτοστιγμεί τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα του θανάτου,
αφού τα μάτια του είδαν ξανά, είκοσι χρόνια περασμένα, τον Οδυσσέα.
σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ’ αυτιά του,
όμως τη δύναμη δεν βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του.
Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του, σκούπισε ένα δάκρυ
305 – από τον Εύμαιο κρυφά, για να τον ξεγελάσει. Ύστερα μίλησε ρωτώντας :
«Εύμαιε, τι παράξενο· τέτοιο σκυλί μες στις κοπριές να σέρνεται,
φαίνεται η καλή του ράτσα. Δεν ξέρω ωστόσο και γι’ αυτό
ρωτώ· εξόν από την ομορφιά, ήταν και γρήγορο στο τρέξιμο;
ή μήπως έτσι, σαν τους άλλους σκύλους που τριγυρίζουν
310 στα τραπέζια των αντρών, και τους κρατούν οι άρχοντες μόνο για το καμάρι τους;»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες ξανά τον λόγο κι αποκρίθηκες :
«Ω ναι, ετούτο το σκυλί σ’ αυτόν ανήκει που αφανίστηκε πέρα στα ξένα.
Αν είχε ακόμη το σκαρί, αν είχε και την αντοχή,
όπως ο Οδυσσέας το άφησε, μισεύοντας στην Τροία,
315 βλέποντας θα το θαύμαζες και για τη γρηγοράδα και για την αλκή του·
που, κυνηγώντας, δεν του ξέφευγε
κανένα αγρίμι, βαθιά χωμένο στο δάσος το βαθύ – ξεχώριζε πατώντας πάνω στα πατήματά του.
Τώρα το πλάκωσε η μιζέρια, αφότου χάθηκε το αφεντικό του
μακριά από την πατρίδα του, κι αδιάφορες οι δούλες αφρόντιστο το αφήνουν.
320 Ξέρεις, οι δούλοι, σαν τους λείψει το κουμάντο των αρχόντων,
δεν θέλουν πια να κάνουν τη στρωτή δουλειά τους.
Γιατί κι ο Δίας, που το μάτο του βλέπει παντού, κόβει του ανθρώπου
τη μισή αρετή, απ΄τη στιγμή που θα τον βρει η μέρα της σκλαβιάς.»
Μιλώντας πια, προχώρησε στα ωραία δώματα,
325 και πέρασε στην αίθουσα με τους περήφανους μνηστήρες.
Κι αυτοστιγμεί τον Άργο σκέπασε η μαύρη μοίρα του θανάτου,
αφού τα μάτια του είδαν ξανά, είκοσι χρόνια περασμένα, τον Οδυσσέα.
Στέλιος Αρσενίου