Άλωση της Κωνσταντινούπολης 29 Μαΐου 1453
του Dr. phil. Κωνσταντίνου Ι. Ζωγραφόπουλου, εκπαιδευτικού ΠΕ02-Φιλόλογου, Ιστορικού, Βυζαντινολόγου
570 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την επέτειο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους. Πρόκειται για ένα κορυφαίο ιστορικό γεγονός, το οποίο παραμένει επίκαιρο και διαχρονικό μέχρι τις μέρες μας. Αποτελεί μία πένθιμη μέρα για το ελληνικό έθνος και για τον Ελληνισμό ευρύτερα, η οποία θα μπορούσε να συγκριθεί κάλλιστα με τη «Μεγάλη Παρασκευή». Από την αντίπερα όχθη αποτελεί στη γειτονική Τουρκία τα τελευταία χρόνια αντικείμενο εορταστικών εκδηλώσεων ενός νικηφόρου θριάμβου, περιλαμβάνεται σε πολιτικές ομιλίες, ωσάν μία εργαλειοποίηση, με ατάκες, που απευθύνονται στο θυμικό των ανθρώπων.
Όμως αυτό το κορυφαίο ιστορικό γεγονός υπερβαίνει τέτοιου είδους εκδηλώσεις, διότι άλλαξε ουσιαστικά το «ρου» της Ιστορίας της Ευρώπης, διαμορφώνοντας τις μετέπειτα ιστορικές και πολιτιστικές της εξελίξεις, όπως χαρακτηρίζονται στη συνέχεια με το κίνημα της Αναγέννησης, του Ανθρωπισμού, με τον «Οικουμενικό Άνθρωπο» και τα γνωρίσματά του, όπου η συμβολή των βυζαντινών λογίων ήταν καθοριστική στη Δύση, που βρέθηκαν ως πρόσφυγες.
Η Κωνσταντινούπολη ή η Κωνσταντίνου Πόλις ή η Βασιλίδα των Πόλεων ή η Βασιλεύουσα ή η Πόλις της Θεοτόκου ή η «Θεοφύλακτος» Πόλις (τόσα πολλά είναι τα προσωνύμιά της) άφησε τα ίχνη της στην ιστοριογραφία, στη λογοτεχνία, στην εικονογραφία και στον κινηματογράφο. Οι γραπτές πηγές σε διαφορετικές γλώσσες μας δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τις τελευταίες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ημέρα προς ημέρα και ώρα προς ώρα.
Τον 15ο αι. η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε σκιά του παλιού της ένδοξου παρελθόντος, περιλαμβάνοντας γεωγραφικά την ίδια, τα περίχωρά της και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου με επίκεντρο το Μυστρά. Όλες οι υπόλοιπες περιοχές βρίσκονταν υπό την οθωμανική κυριαρχία. Σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο η κατάσταση ήταν οικτρή. Την κεντρική εξουσία ασκούσαν οι Δυνατοί, δηλαδή οι μεγαλογαιοκτήμονες, οι οποίοι κατόρθωσαν να απορροφήσουν τη μικρή ελεύθερη ιδιοκτησία. Επιπλέον η διαφθορά και η σήψη είχε δηλητηριάσει τη βυζαντινή κοινωνία και ιδίως τις ανώτερες τάξεις, οι οποίες επιδίδονταν σε πράξεις ακολασίας και σπατάλης. Η μεσαία τάξη, που είχε ως κύρια απασχόληση τη βιοτεχνία και το εμπόριο, δεν μπόρεσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο λόγω της επικράτησης των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών (Βενετία, Γένουα, Πίζα) στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο. Τέλος, τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, οι φτωχοί, φυτοζωούσαν και δεν κατόρθωσαν να αποβούν αναγεννητικό στοιχείο στην κοινωνική και οικονομική ζωή της αυτοκρατορίας, η οποία κατέρρεε. Η αγροτική τάξη βουτηγμένη στη φτώχια, στη δυστυχία και στα χρέη έγινε εύκολη λεία της μεγάλης ιδιοκτησίας, Στο θρησκευτικό τομέα επικρατούσε διχασμός ανάμεσα σε ενωτικούς και ανθενωτικούς με κύριο διακύβευμα την Ένωση των δύο Εκκλησιών, Δυτικής και Ανατολικής.
Έτσι αν και η άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία έπνεε τα «λοίσθια», εντούτοις κατάφερε να αντέξει μέχρι το 1453. Η πτώση της σύμφωνα με τους ιστορικούς ήταν προδιαγεγραμμένη και θα είχε συμβεί νωρίτερα κάπου στο 1402, αν ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄ δεν έχανε τη μάχης της Άγκυρας από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου. Χάρη σε αυτό το γεγονός πήρε η Κωνσταντινούπολη παράταση ζωής μισού ακόμη αιώνα. Αν και βρισκόταν σε παρακμή, συνέχιζε να παραμένει ο «ομφάλιος λώρος» της πολιτισμένης Ευρώπης, διότι τον 15ο αι. παρατηρείται η τελευταία της αναλαμπή με την «Παλαιολόγεια Αναγέννηση».
Η σπουδαιότητά της φαίνεται από το γεγονός ότι ο Μωάμεθ Β΄ θεωρούσε την κατάκτησή της ως από τα πιο σπουδαία και μέγιστα ανδραγαθήματα που θα τον καθιέρωναν στο «πάνθεο» των μεγάλων στρατηλατών της Ιστορίας. Ο ιστορικός της Άλωσης Μιχαήλ Δούκας κάνει λόγο για την εμμονή αυτή του νεαρού Σουλτάνου, ο οποίος«νύκτα και ημέρα, πηγαίνοντας στο κρεβάτι του ή ξυπνώντας, μέσα στο παλάτι και έξω απ’ αυτό, δούλευε στη σκέψη του και τη στρατιωτική δράση και τα μέσα με τα οποία θα μπορούσε να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη». Ολόκληρες νύχτες έμεινε ξάγρυπνος, χαράσσοντας στο χαρτί το σχέδιο της πόλης και τα οχυρά της και σημειώνοντας τα σημεία που θα μπορούσαν να χτυπηθούν ευκολότερα.
Από την άλλη πλευρά οι Ευρωπαίοι έδιναν μεγάλη σημασία στον πολιτισμό του Βυζαντίου και στην ελληνική παιδεία. Αν και η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε σε αυτό το νέο κόσμο του 15ουαι. μία μικρή πόλη-κράτος, εντούτοις ενέπνεε στους ηγεμόνες της Δύσης, στην Παπική Εκκλησία μεγάλο και ακτινοβόλο δέος. Αλλιώς δεν εξηγείται η εμμονή της τελευταίας, προκειμένου να ενώσει τη Χριστιανική Δύση εναντίον των βαρβάρων, όπως έλεγε, δηλαδή των Οθωμανών Τούρκων, προβάλλοντας ως ύστατη «προϋπόθεση» την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στη Δυτική (και ιδίως την εφαρμογή των αποφάσεων της Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), η οποία αποφάσισε περί της Ενώσεως των δύο Εκκλησιών).
Ως προς τα διαδραματισθέντα ιστορικά συμβάντα της Άλωσης είναι αντάξια του κορυφαίου αυτού ιστορικού γεγονότος. Χρησιμοποιήθηκαν τα τελειότερα όπλα της εποχής εκείνης. Ο Μωάμεθ Β΄ είχε υπό τη εποπτεία του οργανωμένο πυροβολικό, το οποίο αναβαθμίστηκε από τον Ουρβανό (ουγγρικής ή σαξονικής καταγωγής), ο οποίος κατασκεύασε το μεγαλύτερο πυροβόλο, που είχε μήκος οχτώ μέτρα και εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 κιλών. Συνολικά το οθωμανικό πυροβολικό είχε 70 πυροβόλα, από τα οποία τα 11 εκτόξευαν βλήματα 250 κιλών και πάνω από 50 χρησιμοποιούσαν βλήματα 100 κιλών. Με αυτά ο Μωάμεθ Β΄ σχημάτισε 14 πυροβολαρχίες, 9 από τις οποίες περιλάμβαναν μικρότερου διαμετρήματος πυροβόλα και 5 που περιλάμβαναν τα μεγαλύτερα πυροβόλα. Ο ιστορικός της Άλωσης Κριτόβουλος ο Ίμβριος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Οθωμανοί Τούρκοι κάτω από τα τείχη αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί, καθώς τα κανόνια έδωσαν τη λύση στο θέμα. Ακόμη και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ορατά σε πολλά σημεία της πόλης τα τεράστια βλήματα που βρίσκονταν στην ίδια θέση που είχαν πέσει το 1453.Επίσης κορυφαίο ιστορικό γεγονός αποτέλεσε η ιδιοφυής κίνηση του Μωάμεθ Β΄ να διασπάσει την Αλυσίδα που αποτελούσε εμπόδιο στη δίοδο του οθωμανικού στόλου στον Κεράτιο Κόλπο και να πετύχει την είσοδό του εκεί μεταφέροντας τα πλοία του διά της ξηράς από το Βόσπορο (22 Απριλίου 1453).
Ο Γεώργιος Σφραντζής – αυτόπτης μάρτυρας των ιστορικών αυτών γεγονότων και ιστορικός της Άλωσης – απαριθμεί ότι οι υπερασπιστές της Πόλης ανέρχονταν σε 4.937 άντρες χωρίς να υπολογίζονται οι ξένοι, που ήταν μόλις 2.000. Απέναντί τους είχαν 258.000 στρατιώτες πεζικού και 420 πλοία (καταγραφή στις 10 Απριλίου 1453). Οι Οθωμανοί Τούρκοι περικύκλωσαν τη Βασιλεύουσα από ξηρά και θάλασσα, δηλαδή τα 29 περίπου χιλιόμετρα της περιμέτρου της. Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι ο οθωμανικός στρατός ανερχόταν σε 100.000 περίπου στρατιώτες, άρτια εκπαιδευμένους. Σε αυτόν τον αριθμό βρισκόταν το επίλεκτο σώμα του οθωμανικού στρατού: οι Γενίτσαροι περί των 12.000. Ο στόλος ανερχόταν στα 150 περίπου πλοία. Κοινός τόπος και στις δύο περιπτώσεις ήταν η απόλυτη δυσαναλογία δυνάμεων ανάμεσα στους υπερασπιστές της Πόλης και στους πολιορκητές της.
Υπό αυτές τις συνθήκες ξεκίνησε η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης την Παρασκευή 6 Απριλίου 1453, μετά το Πάσχα. Οι Οθωμανοί Τούρκοι σφυροκοπούσαν ανελέητα μέρα νύχτα την Πόλη πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να την καταλάβουν εύκολα και να φοβίσουν τους λιγοστούς υπερασπιστές της. Μάταια, όμως, διότι η αντίσταση των Βυζαντινών ήταν τόσο σθεναρή, και λόγω της καταπληκτικής τειχοποιίας της Βασιλεύουσας η πολιορκία διήρκησε σχεδόν δύο μήνες!!!
Η τελευταία μέρα της πολιορκίας (29 Μαΐου 1453) ήταν η πιο δραματική και η πιο περίεργη. Διαβάζοντας κανείς τις πηγές απορεί κάποιος πώς έπεσε η Πόλη. Οι πολεμικές σκηνές που αναφέρονται στις ιστορικές πηγές κάνουν λόγο για τρία κύματα επιθέσεων, από τα οποία τα δύο πρώτα αποκρούστηκαν με επιτυχία από τους Βυζαντινούς, ενώ το τρίτο ήταν το μοιραίο. Επίσης οι ιστορικές πηγές δείχνουν ότι η μάχη έγερνε υπέρ των υπερασπιστών της Πόλης και ότι τα τείχη άντεχαν και αυτήν την πολιορκία. Στη συνέχεια οι πηγές γίνονται συγκεχυμένες: μία ολιγωρία μεταξύ της Πύλης του Αγίου Ρωμανού και της Πύλης του Χαρισίου, όπου την υπερασπίζονταν ο Γενουάτης Ιουστινιάνης και ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου) κι ένας επιπόλαιος τραυματισμός του Ιουστινιάνη έκριναν το αποτέλεσμα υπέρ των Οθωμανών Τούρκων. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να λησμονείται η αντάρα της μάχης, δηλαδή ότι σε αυτές τις κρίσιμες ώρες τα τείχη δέχονταν ένα συνεχές σφυροκόπημα από τα κανόνια, τα οποία δημιουργούσαν συνεχώς ρήγματα, ενώ οι βαλλίστρες, οι πολιορκητικές μηχανές, τα βέλη από τα τόξα προσπαθούσαν να εκπορθήσουν την Πόλη. Η ιαχή «ἡ Πόλις ἑάλω» πανικόβαλε τους γενναίους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας τη στιγμή όπου σε άλλα σημεία των τειχών και στα τείχη που έβλεπαν τη θάλασσα οι υπερασπιστές της υπερτερούσαν έναντι των πολιορκητών.
Συνοψίζοντας, οι ένδοξοι υπερασπιστές της Βασιλεύουσας, πιστοί στα ιδανικά τους, στην ορθόδοξη πίστη, στις παραδόσεις τους έδωσαν και την τελευταία ρανίδα του αίματός τους. Ακολούθησαν πιστά τη ρήση του Αυτοκράτορά τους Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν», δηλαδή «Το να σου παραδώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της· διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δε θα υπολογίσομε τη ζωή μας». Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ως άλλος Λεωνίδας των Θερμοπυλών, ως άλλος Διγενής Ακρίτας έπεσε γενναία κι ένδοξα στο πεδίο της μάχης.
Βιβλιογραφία
Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2012.
Της ιδίας,Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2010.
Α. Α. Βασίλιεφ,Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Τόμοι Α΄ & Β΄, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 1995.
NicolM.Donald,Οι τελευταίοι Αιώνες του Βυζαντίου 1261-1453. Εκδόσεις Παπαδήμας, Αθήνα 2012.
Κωνσταντίνος Ι. Ζωγραφόπουλος,Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και οι απόψεις του για τους Οθωμανούς Τούρκους, Εκδόσεις Σπανίδης, Ξάνθη 2002.
Ιωάννης Καραγιαννόπουλος,Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996.
StevenRunciman,Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453, Εκδόσεις Παπαδήμα. Αθήνα 2005.