Πολιτισμός

Στέφανος Τσιτσόπουλος – Ο πρωτοπόρος ξανθιώτης δημιουργός και «Η Ανθούλα Σταθοπούλου στην Εγνατία με νεύρα», 2024

Του Θανάση Μουσόπουλου

Ξάνθη, 14 Φεβρουαρίου 2025

  Παρουσιάζουμε,  στο σπίτι που έκανε τα πρώτα του βήματα ο Μάνος Χατζιδάκις, την πρόσφατη δουλειά του Στέφανου Τσιτσόπουλου «Η Ανθούλα Σταθοπούλου στην Εγνατία με νεύρα» εκδ. Αρμός. Με το κείμενό μου αυτό νιώθω την ανάγκη  να εντάξω  τον Στέφανο Τσιτσόπουλο στη μεγάλη σειρά των λογοτεχνών της Θράκης, και ιδιαίτερα της Ξάνθης, αναφερόμενος στην πορεία και το ως τώρα έργο του.

Γεννημένος το 1964 στην Αλεξανδρούπολη, έζησε  τα εφηβικά του χρόνια στην Ξάνθη, μετακινήθηκε στη Θεσσαλονίκη για πανεπιστημιακές σπουδές, όπου παρέμεινε ως το 2018. Στη συνέχεια μετέφερε τις  πλούσιες δράσεις του στην  καθέδρα της Ελληνικής επικράτειας, μετά επανέκαμψε στην καθέδρα του βορρά. Παρά τις μετακινήσεις  του,  όταν τον ρωτούν από πού είναι, απαντά «από την Ξάνθη».

Θα ξεκινήσω με στοιχεία από το εργοβιογραφικό  σημείωμα που δημοσιεύεται στα βιβλία του:

«Βιοπορίζεται από τις λέξεις. Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός. Εκτός από τη Θράκη θεωρεί πατρίδα του και τη Θεσσαλονίκη, αφού η πόλη του έδωσε την ευκαιρία να κάνει πράξη όλες τις  μιντιακές του φαντασιώσεις. Από το 1996 ως και το 2018, συνεργάστηκε με τα περιοδικά KLIK, Μen, Close Up, Επιλογές της εφημερίδας Μακεδονία και COOL, όπως και με τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες 88μισό, ΕΤ-3, Antenna 97.5, Mega Channel, Republic 100.3, Imagine 89.7 και Fly 102.4. Από το 2003 ως και σήμερα έκανε τη σοφότερη επιλογή προσωπικού και επαγγελματικού βίου: ακολούθησε τη Φωνή της Αθήνας. Free press, free choice, Athens Voice.

Το ντεμπούτο του στα γράμματα έγινε το 2010 με το βιβλίο Flâneur, που εκδόθηκε από τον Ιανό. Το Ροκ Σταρ, το πρώτο του μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε το 2019 από το Μεταίχμιο και παρά τρίχα θα το ξεχνούσε: το περιοδικό SOUL είναι το ωραιότερο ελληνικό περιοδικό ποπ κουλτούρας από τα άπειρα που συνεργάστηκε στη δημοσιογραφική του καριέρα.

Σπούδασε Νομικά και Επικοινωνία, υπήρξε μέλος του Δ.Σ. του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης και έπαιξε μουσική, πάνω από χίλιες νύχτες, στα πικάπ διάσημων μπαρ, με έφεση σε όλα τα είδη πλην κλαψέ έντεχνων και ακατάληπτων trap. «Η ζωή ξέρει και εγώ την εμπιστεύομαι»: του πήρε πολλά χρόνια για να βρει motto, αλλά από τη νύχτα που είδε την ταινία Φτηνά Τσιγάρα του Θρακιώτη συντοπίτη και φίλου του, Ρένου Χαραλαμπίδη, είπε «αυτό ας είναι»!

*

Ο Στέφανος ήταν ως έφηβος μαθητής μου αγαπητός. Ο γραπτός λόγος του ήταν,  το θυμάμαι! , ζωντανός  και  γάργαρος.  Επιπλέον, ήταν παιδί της δράσης, αθλητικής, πολιτιστικής, ραδιοφωνικής  Έχω στο μυαλό μου το Ράδιο Ξάνθη της ΦΕΞ και στη συνέχεια τη γέννηση του δημοτικού ραδιοφώνου, της Όμορφης Πόλης. Αν θα ήθελα να περιγράψω την «ουσία»  του Στέφανου,  θα έλεγα ότι  «δεν κάθεται σε χλωρό κλαδί»… Είναι κανονικός  «Flâneur» (δλδ περιπατητής).

Το πρώτο βιβλίο του Στέφανου χρωστά τον τίτλο του στον « Flâneur» του Μπωντλέρ. Ο «περιπατητής», κατά τον μεγάλο Γάλλο ποιητή και στοχαστή, διασχίζει την πόλη με απώτερο στόχο να τη βιώσει, να την καταλάβει, να τη διερευνήσει και να την εξηγήσει.

Το 2014 είχα τη χαρά στο βιβλίο που επιμελήθηκα «Ανάσες και Σκιές της Παλιάς Ξάνθης» (έκδοση του Κέντρου Πολιτισμού του Δήμου Ξάνθης) να περιλάβω ένα εξαιρετικό κείμενο του Στέφανου  με συνολικό τίτλο «Αγία Νοσταλγία» (σελ.  56 – 64). Μια ερωτική εξομολόγηση της αγάπης του για την Ξάνθη. Από το κείμενό του αυτό θα παραθέσω μικρά αποσπάσματα, χαρακτηριστικά, που δείχνουν και ερμηνεύουν την εξέλιξη και πορεία του Στέφανου Τσιτσόπουλου.

«Η δημοτική βιβλιοθήκη μου έμοιαζε με διαστημόπλοιο και ο διευθυντής της, κύριος Στέφανος Ιωαννίδης, ήταν φτυστός ο Κάπτεν Κερκ, τα βιβλία που μου συνιστούσε να διαβάσω ήταν εισιτήρια για τους πλανήτες, Ιούλιος Βερν, Ροβινσών Κρούσος, Βίκτωρ Ουγκώ, ένιωθα εκεί μέσα σαν δεύτερο σπίτι μου. Ακόμα και σήμερα, όταν λένε για την Παλιά Πόλη, αυτές τις εικόνες βλέπω: εκείνο το κτήριο, εκείνον τον κύριο, εκείνα τα ταξίδια. Μετά άρχισα να μεγαλώνω με φόρα, Α’ Γυμνάσιο στην Ανδρέου Δημητρίου, χειμώνες, αποκριές, άνοιξη, καλοκαίρια, Θεέ! Μιλάμε για τον περασμένο αιώνα, πιο γρήγορα κι από τον Γιουσέιν Μπολτ τρέχει ο χρόνος! Και στην Παλιά Πόλη άρχισα να ανηφορίζω ολοένα και πιο τακτικά κι όχι μόνο για να επισκεφθώ τον «πνευματικό μου» κύριο Ιωαννίδη. Ψηλά στην Πυγμαλίωνος Χρηστίδη κατοικούσε ο Δημήτρης Παναγιωτίδης, πήγαινε στο τμήμα 4, εγώ στο 5, αλλά τακιμιάσαμε. Αγαπούσαμε με το ροκ εν ρολ, μας ένωσε με ατσάλινη φιλία το πανκ-ροκ, οι Rolling Stones και οι Clash, το καλοκαίρι του ’79 οι άλλοι συμμαθητές μας μας έδειχναν με το δάχτυλο: οι δυο τρελοί που μιλούν μόνο για μουσική».

«Σινέ «Ολύμπια», οδός Ορφέως, χειμερινό και θερινό, ιδιοκτήτης, μηχανικός ήχου, κυλικειάρχης απ’ όλα ήταν ο κύριος Ρωμύλος, ο διαπλάστης των παίδων, ο άνθρωπος που έφερε το Χόλιγουντ στην πόλη. Που συνέδεσε την Ξάνθη των αρχών του ’80 με την Αμερική του Σέρτζιο Λεόνε και το Παρίσι του Μπενέξ. Μετά τις ταινίες πηγαίναμε στον «Κύκνο» του Τάσου, για Ρόσο Αντίκο και συζήτηση, για περισσότερα όνειρα φευγιού. Μπαρ εξαίσιο, τριζάτο, στεγαζόταν σε οίκημα μοναδικού αρχιτεκτονικού ρυθμού, λες και δραπέτευσε αυτούσιο από παρισινό βουλεβάρτο. […] Στον «Κύκνο» ο Τάσος, που ο θρύλος τον ήθελε να έχει πολεμήσει στις τάξεις της Λεγεώνας των Ξένων, μας διηγιόταν ιστορίες από το Μαρόκο και την Ταγγέρη. Τον άκουγα προσηλωμένος σαν παπαδάκι στον όρθρο στη Μητρόπολη. Άλλο εξαίσιο οίκημα, άλλο ένα επιβλητικό μέρος, σημείο αναφοράς».

«Στην Παλιά Ξάνθη των τελών του ’70 και των αρχών του ’80 διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας μου, αυτό το αμάλγαμα ερώτων, βιβλίων, μουσικών, ποτών και συζητήσεων, περιπάτων και ανήσυχων νυχτών και ημερών, καθόρισε όχι μόνο την εφηβική μου αλλά και τη μετέπειτα, έως και σήμερα, ζωή μου […] Έφυγα από την Ξάνθη για τη Θεσσαλονίκη λόγω σπουδών το ’82 […] Έγινα flâneur, όπως περιέγραψε τον χαρακτήρα όλων αυτών που εκστασιάζονται με την αστική φαντασμαγορία ο Μποντλέρ. Εκείνων που περιπολούν τις πόλεις με σκοπό να τις βιώσουν».

 

Το προηγούμενο βιβλίο του Στέφανου «Τα χλωμά σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη» (2021),  με μια λέξη,  με «καταγοήτευσαν». Το θεωρώ ως συνέχεια και  ολοκλήρωση του προηγούμενου έργου του, κατάκτηση σε όλους τους τομείς εννοώ. Παρόλο που διακρίνεται από  ένα οικουμενικό λεξιλόγιο και μια προσέγγιση της παγκοσμιοποιημένης τέχνης, η γοητεία  του προκαλεί αυτόματη  απόλαυση του κειμένου.

Ο χρόνος, η χαρά, η μελαγχολία, η μετάνοια, το ταξίδι, η ποίηση, η απώλεια της αγάπης, το δικαίωμα-προσμονή στην ευτυχία αλλά και η συνειδητή επιλογή της μοναξιάς ως μόνιμη κατάσταση πένθους, διασχίζουν το βιβλίο ορμητικά σαν τον χείμαρρο που λένε πως κυλά ακόμα κάτω από το Άγαλμα του Σκύλου και τα σιντριβάνια της Φωκίωνος».

Αν το βιβλίο αυτό είναι παιάνας της Αθήνας, έναν  παιάνα στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου έχουμε με το επόμενο, το σήμερα παρουσιαζόμενο μυθιστόρημα του Στέφανου Τσιτσόπουλου «Η Ανθούλα Σταθοπούλου στην Εγνατία με νεύρα».

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

«Ήταν ένα εξαίσιο μείγμα αγγελικότητας και δαιμονισμού, μια φύση πλασμένη από Παράδεισο και Κόλαση μαζί».
Θεσσαλονίκη, μέσα της δεκαετίας του ’90. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος διασχίζει ακμαίος την Τσιμισκή και η γόβα του Καρύδα περιστρέφεται λαμπερή στην Εγνατία. Η Φλωρεντία Τσακίρη, παλαιοπώλισσα στο Μπιτ Ποζάρ, ο πρώην εραστής της Άλκης Περραιβός, ιδιοκτήτης μπαρ στη Στοά Κολόμβου, και η δημοσιογράφος Τίνα Ντουκάς αποφασίζουν να εξιχνιάσουν τον περιπετειώδη βίο και την πολιτεία της ποιήτριας Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου. Λίγες γυναίκες στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’30 τολμούσαν να της παραβγούν σε πνεύμα και ομορφιά. Έσβησε στα είκοσι επτά της χρόνια από φυματίωση στο σανατόριο του Ασβεστοχωρίου. Ή μήπως όχι;

Καθώς η Φλωρεντία, ο Άλκης και η Τίνα ψάχνουν τη ζωή της Ανθούλας, σκοντάφτουν σε καλά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα. Ο Τζιμ Μόρισον, ο Βασίλης Τσιτσάνης και οι δώδεκαώροφες πολυκατοικίες της Λαγκαδά, ο Κερτ Κομπέιν των Nirvana και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, το πανκ ξενυχτάδικο Berlin, η άγρια Προξένου Κορομηλά των 80s και ο Μύλος του Στεφανίδη αλληλοδιαπλέκονται με τα έδρανα της Φιλοσοφικής, τα Μωρά στη Φωτιά, την Τζάνις Τζόπλιν και τον θρύλο του Ηρακλή, Γεώργιο Ιβάνοφ.

Ακροβατώντας ανάμεσα σε γοτθική νουβέλα, cyberpunk φωτομυθιστόρημα, μεσοπολεμική ελεγεία και υβριδική βιογραφία, το βιβλίο είναι ένας φόρος τιμής στη μελαγχολική Θεσσαλονικιά ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου. Ίσως ήρθε η ώρα τα σπαρακτικά ποιήματα και η ζωή της να γίνουν γνωστά και η Ανθούλα να αναδυθεί από την αφάνεια για να τιμηθεί όπως της αξίζει».

Προτού αναφερθούμε στο βιβλίο, λίγα λόγια για την Ανθούλα Σταθοπούλου Βαφοπούλου, μια ποιήτρια του Μεσοπολέμου, η οποία δεν αναφέρεται καν στις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

Μόνο στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (εκδ. Πατάκη)  ο Αλέξης Ζήρας  και στο βιβλίο «Η Λογοτεχνική Δημιουργία της Βόρειας Ελλάδας 1875 – 2007» οι Γ. Τζανής και Π. Μπέσπαρης αναφέρονται στη ζωή και  στο έργο μας.

Τα τελευταία χρόνια συναντούμε δημοσιεύματα για την Ανθούλα. Η Άννα Αφεντουλίδου σε σχετικό άρθρο της γράφει:

«Η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, μία ποιήτρια του μεσοπολέμου, η οποία γεννήθηκε − μάλλον − στη Θεσσαλονίκη το 1909, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια μας ολιγόχρονης ζωής μας, έχει πολλά κοινά με την Μαρία Πολυδούρη, αλλά «δεν είχε την τύχη» να γίνει τόσο γνωστή όσο εκείνη. Ήταν, μας την περιγράφουν, ανήσυχη και γοητευτική προσωπικότητα. Έζησε μια σύντομη αλλά ταραχώδη ζωή, δοκίμασε και δοκιμάστηκε στην ποίηση, το διήγημα και το θέατρο και πέθανε από φυματίωση στα 26 μας χρόνια. Έρχεται ξανά στο προσκήνιο, 100 περίπου χρόνια μετά τη γέννησή μας, από την Έλενα Χουζούρη, που ανθολογεί 39 ποιήματά μας, τα οποία προλογίζει με μια συγκινημένη και άλλο τόσο κατατοπιστική εισαγωγική παρουσίαση για τη ζωή και το έργο μας.  Τα ποιήματα που ανθολογούνται προέρχονται από τη συλλογή μας Νύχτες αγρύπνιας − η οποία ήταν και η μόνη που δημοσίευσε εν ζωή − και από ποιήματα που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό της».

Η Έλενα Χουζούρη, από την  πλευρά της, σημειώνει:

«Ό, τι γνωρίζουμε από την ολιγόχρονη ζωή μας το χρωστάμε στον Θεσσαλονικέα ποιητή Γιώργο Βαφόπουλο [1903-1996], ο οποίος διέσωσε με μυθιστορηματικό σχεδόν τρόπο τον θυελλώδη έρωτά του και τον ταραχώδη γάμο του με την Ανθούλα μας έξοχες Σελίδες Αυτοβιογραφίας. Καθόλου τυχαίο, εξάλλου, ότι τιτλοφορεί τον πρώτο τόμο ΤΟ ΠΑΘΟΣ. Ακόμα μας και αυτά τα λίγα βιογραφικά στοιχεία δείχνουν πόσο παράλληλοι ήταν οι βίοι των δύο ποιητριών, Πολυδούρη και Σταθοπούλου, και πόσα κοινά είχαν […] Τα ποιήματα μας Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου κεντρώνονται γύρω από τη θλίψη του θανάτου, τη μνήμη που χάνεται, την πάλη με την απώλεια: για όσες καταστάσεις ή γεγονότα στριμώχνονται εντός μας προσπαθώντας να βγουν στο φως, για να προλάβουν να αποτυπωθούν προτού χαθούν για πάντα.

*

Το βιβλίο, όχι μόνο ως περιεχόμενο αλλά και ως εικαστικό αποτέλεσμα, οφείλει πολλά στη φιλολογική επιμέλεια  της πολυτάλαντης Βάγιας Ματζάρογλου – στην οποία είναι αφιερωμένο το μυθιστόρημα – και στον Φωτογραφικό πλούτο του Λάζαρου Γραικού που γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1971. Ζει κι εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, συνεργάζεται με την εφημερίδα Athens Voice, όπως και με εικαστικούς, μουσεία και Έλληνες σχεδιαστές σε ειδικά editorial μόδας.

Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος συναιρεί στη γραφή  του τρία πρόσωπα του βιβλίου, που είναι: «Η Φλωρεντία Τσακίρη, παλαιοπώλισσα στο Μπιτ Ποζάρ, ο πρώην εραστής της Άλκης Περραιβός, ιδιοκτήτης μπαρ στη Στοά Κολόμβου, και η δημοσιογράφος Τίνα Ντουκάς». Με αυτή την τριπλή προσέγγιση λειτουργεί δημιουργώντας ένα υβριδικό έργο.

Ερευνά τη ζωή και το έργο της Ανθούλας επί της γης, διατυπώνοντας ταυτόχρονα την άποψή του για την τέχνη:

«Ο χρόνος τα γαμεί όλα, μα ευτυχώς υπάρχουν τα ποιήματα, τα τραγούδια, οι ταινίες, τα βιβλία και οι ζωγραφικές, για να μας θυμίζουν τι άνθισε κάποτε, παραχωρώντας μας το δικαίωμα να ανθίζουμε και εμείς» (σελ. 241).

Μέσα από το βιβλίο παρελαύνει η λογοτεχνική αφρόκρεμα της Θεσσαλονίκης (Πεντζίκης, Καρέλλη, Χριστιανόπουλος, Βαφόπουλος κά), καθώς και οι ποιητές του Μεσοπολέμου (Λαπαθιώτης, Καρυωτάκης, Πολυδούρη).

Έχουμε δύο κόσμους, έναν επί της γης και έναν στον Ουρανό, όσους/όσες πέθαναν στα 27 τους  χρόνια, όπως η Ανθούλα (Ρόμπερτ, Τζίμι, Τζάνις,  Μπράιαν και Τζιμ).

«Ο χρόνος που μας αναλογεί είναι ατέλειωτος, δροσεροί εικοσιεπτάχρονοι για πάντα» (σελ. 143).

Ένα ενδιαφέρον σημείο είναι το «πάντρεμα» του Τσιτσάνη με την Ανθούλα.

«Βλέπετε, στα αριστουργήματα εκείνης της περιόδου του Τσιτσάνη, συγκαταλέγονται και το “Μπορεί” και το “Από τη μάνα μου διωγμένος”, τραγούδια που ο μαέστρος δε θα τα έγραφε εάν στα χέρια του δεν έπεφταν οι στίχοι της φθισικής ποιήτριας Ανθούλας Σταθοπούλου που κατοικούσε πριν από αυτόν εδώ» ( σελ. 238).

*

Ένα ποίημα της Ανθούλας, από τα πολλά που παραθέτει ο Στέφανος:

Στροφή

Κάποιος καημός απόψε μου φλογίζει / τ’ αδύνατα και πονεμένα στήθη.

Αχ, ύπνε, έλα και ρίξε με στα βύθη / του ονείρου που σιγά σιγά γυρίζει

ο τροχός κάθε ζωής θλιμμένης. / Φτάνει να ξεχαστώ για λίγες ώρες

στον ίσκιο μιας αγάπης πεθαμένης. (σελ. 126)

Και κλείνομε τον περίπατό μας στο βιβλίο με τους χαρακτηριστικούς  – ποιητικούς  τίτλους των δέκα κεφαλαίων του:

1.ΟΜΟΡΦΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ – 2. ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΩ ΤΟΥΣ ΕΡΑΣΤΕΣ ΣΟΥ – 3. ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΟΔΟΣ: ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ – 4. ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣΗ ΠΛΗΓΩΝ – 5. ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΧΑΟΣ – 6. Η ΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΣ ΠΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΕΣΒΗΣΕ – 7. Ο ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ – 8. ΚΟΣΜΙΚΕΣ ΚΑΡΑΜΠΟΛΕΣ – 9. ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ – 10. ΣΑΦΑΡΙ ΣΤΟ ΒΑΡΔΑΡΗ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ, 18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025

 

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button