Ενεργειακή μετάβαση και κλιματική δικαιοσύνη: Προκλήσεις χωρικού σχεδιασμού και το φαινόμενο της «πράσινης αρπαγής»
* Αναστασία Σκάπουλα, επιστημονική συνεργάτιδα Ινστιτούτου ΕΝΑ, MSc Βιώσιμη Ανάπτυξη KULeuven – Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Παρότι η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στη ανάπτυξη των ΑΠΕ, το ίδιο δεν συμβαίνει απαραίτητα με την αποδοχή τους στις κατά τόπους κοινωνίες. Ο κίνδυνος άνισης επιβάρυνσης των “περιοχών προτεραιότητας”, περιοχών που παρουσιάζουν δηλαδή υψηλό αιολικό δυναμικό, αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης των αρχώντης κλιματικής δικαιοσύνης, δηλαδή την προώθηση της ισότητας και την προστασία των ευάλωτων πληθυσμών που πλήττονται από την κλιματική αλλαγή και τις πολιτικές αντιμετώπισης της. Ο προβλεπόμενος υπερδιπλασιασμός των ΑΠΕ μέχρι το 2030 –το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ προβλέπει την αύξηση του ποσοστού ΑΠΕ από 22,7% σε 45,4% μέχρι το 2030– επιβάλλει συνεπώς την άμεση αντιμετώπιση των κοινωνικών προκλήσεων που ανακύπτουν από την ενεργειακή μετάβαση. Ο χωρικός σχεδιασμός των ΑΠΕ αναδεικνύεται στο πλαίσιο αυτό ως μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις της αναγκαίας και επιτακτικής μετάβασης προς καθαρές μορφές ενέργειας με δίκαιους και συμμετοχικούς όρους.
Η συμμετοχικότητα στις διαδικασίες χωρικού σχεδιασμού και η δίκαιη κατανομή των επιβαρύνσεων και των ωφελειών της ανάπτυξης των ΑΠΕ θα καθορίσουν την επίτευξη μιας πραγματικά δίκαιης ενεργειακής μετάβασης. Εν αναμονή του αναθεωρημένου Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ καλούμαστε να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα του τρέχοντος πλαισίου υπό το πρίσμα των αρχών της κλιματικής δικαιοσύνης.
Ποιες είναι διαδικασίες χωρικού σχεδιασμού των ΑΠΕ στην Ελλάδα και ποιες συνθήκες τις έχουν διαμορφώσει;
Στην Ελλάδα, η ανάπτυξη έργων ΑΠΕ εντάσσεται στο πλαίσιο στρατηγικού χωροταξικού σχεδιασμού, σύμφωνα με το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ (ΦΕΚ 2464/Β/2008). Κάθε έργο απαιτεί περιβαλλοντική αδειοδότηση, η οποία περιλαμβάνει τη σύνταξη και αξιολόγηση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ). Η ΜΠΕ υποβάλλεται για δημόσια διαβούλευση, κατά τη διάρκεια της οποίας πολίτες και φορείς μπορούν να εκφράσουν απόψεις και ενστάσεις. Στη συνέχεια, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τα σχόλια και αποφασίζουν για την αδειοδότηση. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) εκδίδει άδεια παραγωγής, μετά από αξιολόγηση της τεχνοοικονομικής βιωσιμότητας του έργου. Μετά από αυτό, χορηγείται η άδεια εγκατάστασης από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση και, τέλος, μετά την ολοκλήρωση των έργων, απαιτείται άδεια λειτουργίας για την έναρξη της παραγωγής.
Η οικονομική κρίση του 2008 και οι δανειακές συμφωνίες με την ΕΕ έχουν επηρεάσει καθοριστικά τις διαδικασίες χωρικού σχεδιασμού στην Ελλάδα. Βάση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, η νομοθεσία για τις ΑΠΕ προσαρμόστηκε για την επιτάχυνση της αδειοδότησης και την παροχή οικονομικών κινήτρων. Παράλληλα, οι ενεργειακοί στόχοι της χώρας καθορίστηκαν ακολουθώντας τυποποιημένες και «εκ των άνω» διαδικασίες, χωρίς να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη οι τοπικές ανάγκες και περιορισμοί. Το πλαίσιο αυτό, δίνοντας προτεραιότητα σε οικονομικά κίνητρα και μεγάλες επενδύσεις, περιόρισε τις συμμετοχικές διαδικασίες και τις δυνατότητες παρέμβασης των πολιτών. Ως αποτέλεσμα, οι τοπικές κοινότητες συχνά περιθωριοποιούνται και οι ανησυχίες τους παραβλέπονται, οδηγώντας σε εντάσεις και συγκρούσεις, γεγονός που καταδεικνύεται από παραδείγματα όπως η Νότια Εύβοια.
Σε τι βαθμό οι διαδικασίες αυτές προάγουν την συμμετοχή των πολιτών στον χωρικό σχεδιασμό των έργων ΑΠΕ;
Το τρέχον θεσμικό πλαίσιο περιλαμβάνει μια σειρά από σημαντικά εμπόδια που δυσχεραίνουν την ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στον χωρικό σχεδιασμό των αιολικών πάρκων με σημαντικότερους:
- τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα και την περιπλοκότητα των διαδικασιών (διαδικτυακή διαβούλευση μέσω της πλατφόρμας «Διαύγεια»)
- τον περιορισμένο χρόνο για δημόσια διαβούλευση και ο συχνά προσχηματικός -για τις δημόσιες αρχές- χαρακτήρας τους
- τη δυσκολία εύρεσης επίσημων πληροφοριών για τα σχεδιασμένα, ή υπό λειτουργία έργα στο διαδίκτυο από τους πολίτες
- τη συνολικότερη θέσπιση της εταιρικής κερδοφορίας ως αποκλειστικού κριτηρίου σχεδιασμού έργων ΑΠΕ, μια πρακτική που αποκλίνει από την προσέγγιση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης για την από κοινού προώθηση της οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής διάστασης της ανάπτυξης.
Συνολικά, η περιορισμένη συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες χωρικού σχεδιασμού δημιουργεί σημαντικές ανησυχίες σχετικά με την επίτευξη της ενεργειακής μετάβασης υπό τους όρους της κλιματικής δικαιοσύνης, σεβόμενη τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (π.χ. SDG 17, ‘Συνεργασία για τους Στόχους’) αλλά και τις πρόσφατες ευρωπαϊκές οδηγίες για την εταιρική βιωσιμότητα (πχ CSRD) που υποχρεώνουν τις εταιρείες να θέτουν σε λειτουργία διάφανες και ουσιώδεις διαδικασίες διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη τους.
Το ρίσκο της «πράσινης αρπαγής» και η περίπτωση της Νότιας Εύβοιας
Η «πράσινη αρπαγή» αφορά την ιδιοποίηση δημόσιων και κοινοτικών (φυσικών) πόρων από ιδιωτικούς φορείς, προωθώντας την εκμετάλλευση τους μέσα από πολιτικές που δίνουν προτεραιότητα στους μηχανισμούς της αγοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η Νότια Εύβοια, και ειδικότερα ο Δήμος Καρύστου, στον οποίο λαμβάνει χώρα έντονη ανάπτυξη αιολικών πάρκων, λόγω του υψηλού αιολικού δυναμικού της περιοχής. Ήδη από το 2008, η περιοχή χαρακτηρίστηκε ως «Περιοχή Αιολικής Προτεραιότητας» από το ΥΠΕΝ, και σήμερα φιλοξενεί περίπου 200 ανεμογεννήτριες, με άλλα τόσα έργα προγραμματισμένα για το μέλλον. Ωστόσο, κάτοικοι και τοπικές περιβαλλοντικές οργανώσεις αντιδρούν, επικαλούμενοι τις αρνητικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις, καθώς πολλά από τα έργα βρίσκονται σε προστατευόμενες περιοχές Natura ή σε καμένες εκτάσεις που χρήζουν αποκατάστασης. Παρά τις αντιδράσεις και τις προσφυγές, οι αιτήσεις πολιτών, Ο.Τ.Α. και περιβαλλοντικών σωματείων για την ακύρωση των αποφάσεων έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (ΑΕΠΟ), απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο με τις αποφάσεις 159-165/2024. Οι αποφάσεις έκριναν ότι οι περιβαλλοντικές μελέτες είναι πλήρεις και αιτιολογημένες και ότι τα έργα δεν διαταράσσουν την ακεραιότητα των προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Επιπλέον, κρίθηκε ότι οι ΑΕΠΟ δεν παραβιάζουν τη δασική και περιβαλλοντική νομοθεσία, ούτε τις κατευθύνσεις του χωροταξικού σχεδιασμού.
Η «πράσινη αρπαγή» έχει σοβαρές επιπτώσεις στην κλιματική δικαιοσύνη. Αρχικά σε επίπεδο διανεμητικής δικαιοσύνης, καθώς τα κέρδη από τα αιολικά πάρκα καρπώνονται κυρίως οι πολυεθνικές εταιρείες, ενώ οι τοπικές κοινότητες αντιμετωπίζουν τις αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες. Δεύτερον ως προς τη διαδικαστική δικαιοσύνη, καθώς η περιορισμένη συμμετοχή των πολιτών υποδεικνύει την έλλειψη σεβασμού στις τοπικές φωνές δημιουργώντας έτσι χωρικές ανισότητες.
Δυο επιπλέον σημαντικά ζητήματα που ανακύπτουν από τη διαχείριση των διαδικασιών χωρικού σχεδιασμού ΑΠΕ στην Ελλάδα αφορούν:
- στην περιορισμένη συμμετοχή των πολιτών, γεγονός που αντιβαίνει το πνεύμα του Στόχου 16.7.2 των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών. Ο στόχος αυτός προωθεί την «αντιπροσωπευτική, συμμετοχική και χωρίς αποκλεισμούς λήψη αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα»
- στην έλλειψη ουσιαστικής διαβούλευσης που έρχεται σε σύγκρουση με τα κριτήρια ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία και Εταιρική Διακυβέρνηση), τα οποία οι εταιρείες καλούνται να ακολουθούν σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία για την υποβολή εταιρικών εκθέσεων βιωσιμότητας (CSRD) και τα ευρωπαϊκά πρότυπα υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας (ESRS).
Για ένα πλαίσιο ενίσχυσης της συμμετοχής των πολιτών
Το νέο Ειδικό Χωρικό Σχέδιο για τις ΑΠΕ συνιστά μια ευκαιρία για τη ενίσχυση της καθολικής και ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών. Αυτό μπορεί να συμβεί μέσω μηχανισμών, όπως θεσμοθετημένα δημόσια φόρουμ, που θα διασφαλίζουν τη διαφάνεια κατά τις διαδικασίες διαβούλευσης και την πρόσβαση σε ακριβή δεδομένα σχετικά με τα υπάρχοντα και σχεδιασμένα έργα ΑΠΕ. Η ανάπτυξη διαφανών πλαισίων σχεδιασμού που δίνουν μεγαλύτερο περιθώριο συμμετοχής στους δήμους και τις τοπικές κοινότητες μπορεί να διασφαλίσει τον μεγαλύτερο σεβασμό προς τις τοπικές ανάγκες. Ακόμη μια δίοδος προς τη βελτίωση της συμμετοχικότητας αποτελεί η ενίσχυση των συνελεύσεων πολιτών («Citizens’ Assemblies», βλ. σχετική ανάλυση του Stuart White για το ΕΝΑ). Παράδειγμα καλής πρακτικής αποτελεί και η πρωτοβουλία «Convention Citoyenne pour le Climat» ένα δημοκρατικό πείραμα, με επιτυχίες αλλά και όρια, που εφαρμόστηκε στη Γαλλία ως επακόλουθο του κινήματος των κίτρινων γιλέκων και με στόχο την ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στις προσπάθειες αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Αντίστοιχο παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί το «Assemblée citoyenne pour le climat» στο Βέλγιο.