Κωστής Μοσκώφ: Μνήμη οικουμενικής παρουσίας
Θεσσαλονίκη, 15 Νοεμβρίου 1939 – Θεσσαλονίκη, 29 Ιουνίου 1998
Παναγιώτη Σωτηρόπουλου, Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ
«Μνήμες παλιές πριν την Άλωση∙
διαδρομή απ’ το Δορύλαιο μετά την μάχη του Μαντζικέρτ…
Καλπάζω σιδερόφρακτος.
Μαζί μου ο καημός της Ρωμιοσύνης, χλωμός Γανυμήδης…
Όπιο του χρόνου που μόλις άνθισε∙
πορφυρό απ’ το αίμα σου υψίπεδο της Φρυγίας.
Φεύγει μαζί μου, χάνεται η καθ’ ημάς Ανατολή… Σαγγάριος.
Στην τσέπη μου η προκήρυξη της Πρώτης Επαναστατικής Επιτροπής.
Υψώσαν λάθος, ξέρεις, άλλη κόκκινη σημαία στην Σμύρνη.
* Κωστή Μοσκώφ Ποιήματα 1987
Απλωμένες οι οικογενειακές του ρίζες, αειθαλούς δέντρου που με την επιβλητική του παρουσία κυριαρχεί στο οικουμενικό τοπίο, ιδιαίτερα όμως στη Θεσσαλονίκη. Ιταλός κόμης ο ένας παππούς ο Pierod’Arigoni με καταγωγή Ισπανοεβραϊκή κόσμησε ως αρχιτέκτονας τη Θεσσαλονίκη με περικαλλή κτίσματα που τα περισσότερα ισοπέδωσε αργότερα η νεοελληνική επέλαση των απαίδευτων και προπετών. Ο ταλαντούχος αρχιτέκτονας έφτασε στη Θεσσαλονίκη το 1894 για να συνεργασθεί με την “CompagniedeTramwaysetd’ Éclairage ÉlectriquedeSalonique” στη σχεδίαση του σιδηροδρομικού σταθμού. Το έργο του ξεχώρισε στην Οθωμανική αυτοκρατορία, με την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών και τη χρήση μεταλλικών κατασκευών. Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν η VillaBianca, η VillaAchmetKapanci, η VillaMechmetKapanci, το αρχοντικό Ασλάνη, το παλιό κτήριο του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου (Hirsch), το Νοσοκομείο Λοιμωδών (πρώην Βασίλισσα Μαργαρίτα), η VillaHirsch, το αρχοντικό Μοσκώφ. Αναχώρησε από την πόλη για ένα διάστημα και επέστρεψε το 1912 για να ασχοληθεί αργότερα μετά την άφιξη των προσφύγων στην ανάπτυξη του προσφυγικού οικισμού. Ο Arrigoni δολοφονήθηκε το 1940 από έναν κλέφτη που είχε εισβάλει στο σπίτι του. Κηδεύτηκε στο καθολικό νεκροταφείο του Αγίου Βικεντίου στη Θεσσαλονίκη.
Ο πατέρας του Ποντιακής καταγωγής, με το αρχαιοελληνικό όνομα Ηρακλής, φτάνει στη Θεσσαλονίκη από τα Κοτύωρα (Ορντού) το 1919 και ασχολείται με το εμπόριο καπνού. Οι δυο οικογένειες θα ενωθούν το 1936 όταν ο Ηρακλής παντρεύτηκε την τελευταία θυγατέρα του Αριγκόνι, την Αµίνα (όνοµα της µάνας του Μωάµεθ). Καρπός της ένωσής τους η Νανά (σύζυγος του ευπατρίδη επιχειρηματία Χρήστου Ακά). Το στερνοπούλι τους, ο Κωστής Μοσκώφ, γεννήθηκε στις 15 Νοεµβρίου 1939 και πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Κολέγιο Αθηνών και στο Κολέγιο Ανατόλια της Θεσσαλονίκης. Μετά την αποφοίτησή του από τη Νομική Θεσσαλονίκης συνέχισε τις σπουδές του στην ÉcoledesHautes ÉtudesenSciencesSociales στο Παρίσι. Ζυμώθηκε στις τάξεις της Αριστεράς και συμμετείχε στο αντιδικτατορικό κίνημα.
Από το συγγραφικό του έργο ξεχωρίζει η ιστορική μελέτη «Θεσσαλονίκη. Τομή της μεταπρατικής πόλης». Στο έργο αυτό με υποδειγματική τεκμηρίωση πηγών και έγκυρων μελετών παρουσιάζεται η πολύπαθη διαδρομή της πόλης από τον 18ο αιώνα έως τις αρχές του 19ου. Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη ιστορική μελέτη της περιόδου αυτής όπου αναδεικνύονται τα σημαίνοντα χαρακτηριστικά της πόλης ως εμπορικού και παραγωγικού κέντρου και οι σταδιακοί μετασχηματισμοί της έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Αξιοσημείωτο είναι το κεφάλαιο της μελέτης που περιγράφει τις πολυπληθείς κοινότητες, στη συμβιωτική τους σχέση (Έλληνες, Εβραίοι, Βούλγαροι, Μουσουλμάνοι), τον τρόπο λειτουργίας τους και τους επιμέρους ανταγωνισμούς, τις διάφορες μορφές και χώρους συμβίωσης όπως η αγορά και η πλατεία, οι Λέσχες και η Στοά, τα εστιατόρια και οι καφενέδες που έδιναν στην πόλη ξεχωριστό χρώμα ενώ συντελούνταν σταδιακά η δυτικότροπη μεταμόρφωσή της. Η δυναμική παρουσία των φιλοσοσιαλιστικών ιδεών, η όσμωση με τα διεθνικιστικά ρεύματα και η ανάπτυξη των εργατικών κινημάτων περιγράφονται ως απότοκος της πορείας της πόλης. Το τελευταίο κεφάλαιο «Η Συνείδηση της πόλης» καταγράφει, με την ενδελεχή ματιά του κοινωνιολόγου, το ριζοσπαστισμό και το προοδευτικό πνεύμα, ως ένθετα χαρακτηριστικά της Θεσσαλονίκης στη διαχρονική της πορεία. Μάθημα αυτογνωσίας ισχυρό για μια πόλη που πορεύεται τα νεότερα χρόνια μέσα στα απόνερα της παραπολιτικής.
Τη δεκαετία του 70’ ο Κωστής Μοσκώφ θα πρωτοστατήσει στο διάλογο Ορθόδοξου Χριστιανισμού και Μαρξισμού. Θέματα όπως η παράδοση στη μετασχηματιστική της εκδοχή, η ελληνική ταυτότητα, η σχέση εκκλησίας και πολιτικής, θα ταράξουν για ένα διάστημα το ιδεολογικό σκηνικό της χώρας που έβγαινε βαριά λαβωμένη από τη λοιμική της δικτατορίας. Η γόνιμη συνάντηση της Αριστεράς με την Ορθοδοξία θα μεταμορφώσει βαθμιαία το ήθος του δημόσιου διαλόγου με τον αυτοκριτικό στοχασμό και την παραδοχή απομάκρυνσης από δογματικά πρότυπα και προϊδεάσεις. Η κίνηση αυτή θα συναντήσει αναπόφευκτα το σκεπτικισμό και την καχυποψία και από τις δυο πλευρές, ενώ δεν θα λείψουν και οι αήθεις χαρακτηρισμοί των κονδυλοφόρων της χειραγώγησης, με τον Πρετεντέρη να δημοσιεύει στη ναυαρχίδα του εξουσιαστικού λόγου άρθρο με τίτλο: «Νεο-ορθόδοξοι ή Νεο-φασίστες;». Αν και το πνεύμα της καταλλαγής και της μετριοπάθειας που διέκρινε το διάλογο αυτό αποδυναμώθηκε την επόμενη δεκαετία, με την εργαλειοποίηση των εθνικών θεμάτων και την οργάνωση συλλαλητηρίων στον αντίποδα της ουσιαστικής θεολογικής αυτοσυνειδησίας, η δυναμική του εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να επιβιώνει. Άλλωστε η χαρισματική παρουσία του Κωστή Μοσκώφ λειτουργούσε αποτρεπτικά στην καπηλεία, στη νόθευση και στην εκτροπή.
Είτε ως μελετητής, είτε ως δοκιμιογράφος, είτε ως ενεργός πολίτης, είτε ως ποιητής ο Κωστής Μοσκώφ κινήθηκε, όπως ο αγαπημένος του Κωνσταντίνος Καβάφης, στα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας. Μέσα από μια οικουμενική πρόσληψη του κόσμου πορεύθηκε με εξωτερική γαλήνη και εσωτερικό πάθος ασίγαστο, απορρίπτοντας τη βολή της υλικής ευμάρειας και του εφησυχασμού. Ακόμη και το σαράκι της αρρώστιας που τον κατέτρωγε χρόνια το υπέμεινε ως δοκιμασία μοναχού που αναζητά την ένσαρκη φανέρωση του έρωτά του.
Λυχναράκι που σιγοκαίει η μνήμη του Κωστή Μοσκώφ, όχι ως άλλοθι για τα ανομήματα που διαπράχθηκαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά για να φωτίζει την αμετάπτωτα ένοχη συνείδηση μιας πόλης που αποθέωσε το κίβδηλο και πολιτικά απεχθές, που έστρεψε τα νώτα της στο Θερμαϊκό, που γκρεμίζει το πολύπτυχο της ιστορίας της, που παλεύει μανιασμένα να θάψει τη ζώσα Βυζαντινή μαρτυρία της, παραδομένη στους καμποτίνους που τη διαφεντεύουν.
Κατακόμβη της μνήμης η ποίηση αν σκεφτεί κανείς πως ο ποιητής είναι φύλακας της μνήμης και προφήτης, όχι με τη συνήθη σημασία της πρόβλεψης των μελλούμενων, αλλά της κατανόησης του ιστορικού γίγνεσθαι. Σε εποχές κρίσης ο ορίζοντας αισιοδοξίας του μελαγχολικού ποιητικού λόγου του Κωστή Μοσκώφ επιτελεί στην παράδοξη εκδίπλωση των αντιθετικών ζευγμάτων μια διπλή λειτουργία: πικρά διαπιστωτικός για την έκπτωση και προφητικά αποκαλυπτικός για την Ανάσταση. Είναι το οδοιπορικό ενός νομάδα στην αναζήτηση ενός παράδοξου μόνου ικανού να νοηματοδοτήσει τις αντιφάσεις της ζωής. Γιατί η παραδοξότητα του έρωτα συντελείται στη συναίρεση των ιστορικών αποκλίσεων με την ένσαρκη φανέρωσή τους σε ένα πρόσωπο, μέσω μιας ψυχικής δραστηριότητας ικανής να μετασχηματίζει και να αποκρύπτει. Η νοσταλγία του έρωτα στον Μοσκώφ δεν αποβλέπει σε μια restitutioadintegrum όσων βιώθηκαν, αλλά στην υπόμνηση του συγκλονισμού, βιωμένη αίσθηση όσων μοναδικά και ανεπανάληπτα σφράγισαν εις τους αιώνες των αιώνων τη ζωή, στην αξιοδότησή της από την αναζήτηση της παραπληρωματικής μας αναγκαιότητας. Ο Κωστής Μοσκώφ στις 29 Ιουνίου 1998 ξεκίνησε το μεγάλο του ταξίδι, αναλλοίωτος ψυχικά από την αρρώστια που κατέτρωγε τη σάρκα του, γιατί άφησε στερνή εξομολόγηση τον ποιητικό ψίθυρο με την παραδοχή :
«Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ’ αγαπώ»