Η Νομική Θέση της ΝΙΚΗΣ περί «γάμου» ομοφυλοφίλων και υιοθεσίας από ομοφυλόφιλους
- Η διαφορά φύλου είναι θεμελιώδης προϋπόθεση τέλεσης γάμου στο Δίκαιό μας. Η έλλειψη διαφοράς φύλου καθιστά τον γάμο ανυπόστατο και αντισυνταγματικό.
- Είναι παραπλανητικός και ψευδής ο δήθεν διαχωρισμός «ναι στον γάμο – όχι στις υιοθεσίες» που επιχειρήθηκε επικοινωνιακά. Η τυχόν επέκταση του θεσμού του γάμου σε ομοφυλοφίλους, τους αναγνωρίζει ταυτόχρονα και το δικαίωμα υιοθεσίας, όπως πλέον έκδηλα αναφέρει και το νομοσχέδιο προς διαβούλευση.
- Είναι ψευδής η παραβίαση δήθεν της αρχής της ισότητας, επειδή δεν αναγνωρίζεται γάμος ομοφυλοφίλων. Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται σε πρόσωπα υπό τις ίδιες συνθήκες, δηλαδή άνδρας και γυναίκα. Εν προκειμένω πρόκειται για πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, δηλαδή άτομα του ιδίου φύλου.
- Δεν μας υποχρεώνει το δίκαιο της ΕΕ να ενσωματώσουμε τις αλλοδαπές έννομες τάξεις, οι οποίες αναγνωρίζουν το γάμο μεταξύ ομoφυλοφίλων ζευγαριών. Αποτελεί καθαρά νομοθετική επιλογή της χώρας μας.
- Το υγιές πρότυπο των ρόλων πατέρα και μητέρας και σχέσεων άνδρα και γυναίκας είναι απαραίτητο για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών
- Το δίκαιό μας διαθέτει εναλλακτικούς μηχανισμούς προστασίας του τέκνου σε περίπτωση που αποβιώσει ο φυσικός γονέας. Δεν υπάρχει κενό στη νομοθεσία όπως ψευδώς ισχυρίζεται η κυβέρνηση.
Αναλυτικά:
Το νομοσχέδιο του Υπ. Επικρατείας για την «ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις» προβλέπει την επέκταση της δυνατότητας σύναψης γάμου και σε πρόσωπα του ιδίου φύλου, την υιοθεσία, ως αυτονόητη συνέπεια της επέκτασης του γάμου και στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια αλλά και την ισότητα στα δικαιώματα των παιδιών ομοφυλοφίλων ζευγαριών. Το νομοσχέδιο εισάγεται εσπευσμένα στη διαβούλευση από την Κυβέρνηση, χωρίς κατάλληλη προετοιμασία, χωρίς μελέτη σε βάθος του θέματος, χωρίς δημόσιο διάλογο για ένα τόσο σοβαρό κοινωνικό ζήτημα που άπτεται των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της υπόστασης της οικογένειας.
Το Σύνταγμα
1.- Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Συντάγματος η οικογένεια ορίζεται «ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Τo άρθρο 21 παρ. 1 Συντ., καθιερώνει την θεσμική υποχρέωση του Κράτους για την προστασία της οικογένειας, του γάμου, της μητρότητας, της παιδικότητας και εντάσσει την οικογένεια μέσα στο σκοπό συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους. Το άρθρο 21 παρ. 1 Συντ. δεν μπορεί να εννοεί άλλου είδους οικογένεια από εκείνη που όρισε από αιώνες η φυσιολογία του ανθρωπίνου σώματος, το οποίο αναπαράγεται και πολλαπλασιάζεται μόνο με την ένωση ανδρός και γυναικός και ποτέ με την ένωση ανθρώπων ιδίου φύλου. Άλλωστε, το ισχύον Σύνταγμα αναφερόμενο στη μητρότητα ως ουσιώδες στοιχείο της οικογένειας, δεν αφήνει περιθώρια για άλλες ερμηνείες του όρου οικογένεια, με μορφές στις οποίες αποκλείεται η μητρότητα και αναλογικά η πατρότητα.
Η συνάρτηση της οικογένειας με το Έθνος παραπέμπει στην ιστορικότητα της οικογένειας ως θεσμού σταθερής ενώσεως άνδρα και γυναίκας μέσα στην ελληνική παράδοση, αλλά και ως ενεργού κυττάρου διατηρήσεως των ηθικών και κοινωνικών αξιών του Ελληνικού Έθνους, αλλά περαιτέρω και δημογραφικής και πολιτισμικής επιβιώσεώς του μέσα από την συμβολή της οικογένειας στη γέννηση, υγιή και ομαλή ανάπτυξη παιδιών. Επιπλέον η σύνδεση της οικογένειας με την μητρότητα και την παιδική ηλικία επιβεβαιώνει ότι η οικογένεια όπως την εννοεί το άρθρο 21 παρ. 1 Συντ. ως σταθερό περιβάλλον ανατροφής παιδιών οφείλει να επιβεβαιώνει και να αναπαράγει τα κυρίαρχα πρότυπα ρόλων του πατέρα και της μητέρας και σχέσεων των δύο φύλων. Ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να μεταβάλλει αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του γάμου. Ούτε μπορεί να θεσπιστεί νομοθετικά άλλος γάμος από αυτόν που προστατεύει το Σύνταγμα στο άρθρο 21, διότι αυτό θα ήταν αντισυνταγματικό.
Στο πλαίσιο αυτό οι θεωρίες ότι δεν υπάρχει φυσική προέλευση των δύο φύλων, αλλά είναι κοινωνικές κατασκευές η ότι τα φύλα δεν είναι δύο, η ότι αποτελεί αποκλεισμό η απαγόρευση γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και ότι πρέπει να επιτρέπεται η ανατροφή παιδιών χωρίς πατέρα και μητέρα, αλλά με γονέα Α και γονέα Β, δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε με την προστασία της παιδικής ηλικίας με την παραπάνω έννοια της παροχής φυλετικών και κοινωνικών προτύπων που βοηθούν την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη και ομαλή κοινωνική ένταξη των παιδιών. Η τελευταία, κατά τις μέχρι τώρα μακραίωνες παραδοχές της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας και του Έλληνα νομοθέτη, διασφαλίζεται μέσα από την παροχή διακριτών προτύπων στα παιδιά για τον φυλετικό και κοινωνικό ρόλο του άνδρα και της γυναίκας και των σχέσεών τους μέσα στον κοινό «οίκο» και την ευρύτερη κοινότητα.
2.-Επιπρόσθετα ο αστικός μας κώδικας αντιλαμβάνεται το γάμο μόνο μεταξύ ετερόφυλων, αφού θέτει τη διαφορά φύλου ως στοιχείο του υποστατού του γάμου. Κατά τον Άρειο Πάγο για το στοιχείο της διαφοράς του φύλου στο γάμο λαμβάνεται υπόψη ο κυρίαρχος ορισμός του Μοδεστίνου: “γάμος ἐστὶ ἕνωσις ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς καὶ συγκλήρωσις τοῦ βίου παντός, θείου τε καὶ ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία”. Δηλαδή ο γάμος είναι η ένωση του άνδρα και της γυναίκας με σκοπό την κοινή πορεία και το μοίρασμα όλου του βίου, συγχρόνως δε η κοινωνία του Θείου και ανθρώπινου δικαίου. Με βάση λοιπόν το εθνικό μας δίκαιο δεν επιτρέπεται η τέλεση γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων προσώπων, αφού η διαφορά είναι θεμελιώδης προϋπόθεση τέλεσης γάμου, και η έλλειψή της καθιστά τον γάμο ανυπόστατο και αντισυνταγματικό.
Η ισότητα
3.- Σε όσους επικαλούνται ότι η ο γάμος ομοφυλοφίλων ζευγαριών επιβάλλεται για λόγους ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τονίζεται ότι η αρχή της ισότητας, που καθιερώνεται από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων, τα οποία βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας, και τον κοινό νομοθέτη. Κατά συνέπεια, η μη αναγνώριση της ευχέρειας τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων είναι δικαιολογημένη, αφού πρόκειται για πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, δηλαδή δεν είναι άνδρας και γυναίκα, αλλά άτομα του ιδίου φύλου.
Για το ίδιο θέμα από την Ευρωπαική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) δεν συνάγεται καμία γενική αρχή που να επιβάλει στα κράτη μέρη της Συμβάσεως να αναγνωρίσουν έννομες συνέπειες ισότιμες με τον γάμο στην εξώγαμη και σταθερή συμβίωση ατόμων του ιδίου φύλου, όπως και δικαίωμα υιοθεσίας παιδιών υπέρ ομοφυλοφίλων ζευγαριών. Το ζήτημα αυτό επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών της και στην εθνική τους νομοθεσία. Άλλωστε αρκετές Χώρες της ΕΕ όπως η Ιταλία, η Πολωνία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Κύπρος δεν έχουν νομοθετήσει το γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων. Συνεπώς ουδεμία υποχρέωση υπάρχει από τη Χώρα μας να θεσμοθετήσει το γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων ζευγαριών.
Η υιοθεσία
4.- Ο ισχυρισμός ότι το επικείμενο νομοσχέδιο για το γάμο των ομοφυλοφίλων θα περιοριζόταν μόνο στο γάμο ήταν προσχηματικός. Ήδη το νομοσχέδιο επεκτείνεται και στις διατάξεις των άρθρων 1542 επ. Αστικού Κώδικα για την υιοθεσία, η εφαρμογή των οποίων, περιλαμβανομένου του άρθρου 1562 Αστικού Κώδικα για την υιοθεσία από τον ένα σύζυγο του τέκνου του άλλου, αποτελεί αυτόθροη και αυτονόητη συνέπεια της επέκτασης του γάμου και στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Ακόμη προβλέπεται και η δυνατότητα αναγνώρισης των σχέσεων του γονέα η των γονέων και τέκνων, ανεξαρτήτως του φύλου τους και του τρόπου δημιουργίας της σε τρίτη χώρα.
Στην πραγματικότητα, η παροχή δυνατότητας σε ομοφυλόφιλα ζευγάρια να υιοθετούν παιδιά, συνιστά ουσιώδη καταστρατήγηση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, καθώς στερεί από ορισμένα παιδιά το δικαίωμα να ανατρέφονται σε οικογένεια με μητέρα και πατέρα, λαμβάνοντας από τον καθένα όσα πολύτιμα προσφέρουν και η μητρότητα και η πατρότητα για τη ζωή και την ψυχοσωματική ανάπτυξή τους, τη στιγμή κατά την οποία υπάρχει η δυνατότητα να υιοθετηθούν από ετερόφυλες οικογένειες, οι οποίες περιμένουν κατά χιλιάδες υπομονετικά να υιοθετήσουν, ώστε να απολαμβάνουν τα υιοθετημένα παιδιά τόσο τη μητρική, όσο και την πατρική στοργή. Έτσι, με την αναγνώριση δικαιώματος υιοθεσίας από ζεύγη ομοφυλοφίλων, δημιουργείται δυσμενής διάκριση εις βάρος των παιδιών που υιοθετούνται από τέτοια ζεύγη, ενώ άλλα παιδιά απολαμβάνουν την ανατροφή σε μία οικογένεια με το πατρικό και μητρικό πρότυπο.
Η νομική αναγνώριση
5.- Ο ισχυρισμός που προβάλλεται από την κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ για την υποχρέωση της νομικής αναγνώρισης των γάμων ομοφυλοφίλων ζευγαριών, που συνήφθησαν στο εξωτερικό, είναι αβάσιμος, καθώς για το ζήτημα αυτό δεν υπάρχει συναίνεση στην Ευρώπη. Τα κράτη της ΕΕ έχουν ένα ευρὺ περιθώριο εκτίμησης, για το αν θα καταχωριστούν ως γάμοι τέτοιοι γάμοι που έχουν συναφθεί στο εξωτερικό. Μπορεί δηλαδή να θεσπιστεί ένας εναλλακτικός τρόπος νομική αναγνώρισης της συμβίωσης αυτής, χωρίς να είναι νομικά ισοδύναμος με το γάμο άντρα και γυναίκας. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι υποχρεωμένο το ελληνικό κράτος ούτε η κοινωνία, να αντιμετωπίζει αυτές τις σχέσεις, ως οικογενειακές. Ακόμη περισσότερο, δεν είναι υποχρεωμένη η Χώρα μας να ενσωματώνει όλες τις αλλοδαπές έννομες τάξεις.
(Εξάλλου το άρθρο 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ παρέχει στα κράτη ευρύ περιθώριο: α) θεσπίσεως εξαιρέσεων και στα δικαιώματα ιδιωτικής η οικογενειακής ζωής με βάση τις κρατούσες ηθικές αξιολογήσεις, δηλαδή τις κατά τόπους κοινωνικές ιδιαιτερότητες στην ρύθμιση του γάμου και β) της αναγνωρίσεως εννόμων συνεπειών στην συμβίωση ζευγαριών με αστική ένωση.)
6.- Όσον αφορά στην υιοθεσία, οι ΛΟΑΤΚΙ εκμεταλλεύονται το νομικό «παράθυρο» της υιοθεσίας από έναν πολίτη (1543 ΑΚ) ώστε να υιοθετεί ο ένας από τους δύο και εν συνεχεία, αναλαμβάνουν και οι δύο εν τοις πράγμασι το ρόλο των γονέων, χωρίς να αναγνωρίζεται νομικά στο δεύτερο μέρος του ομόφυλου ζεύγους, που δεν υιοθέτησε στο όνομά του. Όταν, όμως, ένα παιδί υιοθετείται από έναν μόνο άνθρωπο και όχι από ζεύγος, εξετάζεται μόνο εκείνος στον οποίο αποδίδεται η υιοθεσία και όχι ο σύντροφός του ή οι μελλοντικοί σύντροφοί του. Ο αιτών την υιοθεσία, περνάει από διαδικασία έγκρισης και έκτοτε με δικαστική απόφαση είναι κατά πλάσμα δικαίου γονέας. Με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, ο ομόφυλος σύντροφός του, παρανόμως και καταχρηστικώς παριστάνει τον γονέα και ως εκ τούτου δεν έχει κανένα δικαίωμα στο παιδί, για το οποίο δεν έχει ούτε φυσική, ούτε τεχνητή γονική μέριμνα.
Είναι επιτακτική ανάγκη η κατάργηση της δυνατότητας υιοθεσίας από έναν πολίτη και η αυστηροποίηση του πλαισίου, ώστε η υιοθεσία να μπορεί να αιτηθεί από έγγαμο ζεύγος ετεροφύλων. Όταν εισήχθη ο Αστικός Κώδικας στη δεκαετία του 1950, δεν υπήρχαν ΛΟΑΤΚΙ ζευγάρια. Η δυνατότητα να υιοθετεί ένας άνθρωπος δόθηκε με το εξής σκεπτικό. Υπήρχαν πολλά ορφανά παιδιά, αλλά και παιδιά πολύτεκνων φτωχών οικογενειών που δεν μπορούσαν οι γονείς τους να τα αναθρέψουν. Παράλληλα, υπήρχαν πολλές γυναίκες που μεγάλωσαν και δεν παντρεύτηκαν, και θα ήθελαν να δώσουν την αγάπη τους σε κάποιο ορφανό ή φτωχό παιδί. Πλέον δεν υπάρχει αυτή η ανάγκη και με δεδομένο ότι αυτή η νομική δυνατότητα παρέχει το δικαίωμα ουσιαστικά σε ένα ζευγάρι ομοφυλοφίλων να μεγαλώνουν μαζί ένα παιδί που υιοθέτησε ο ένας, θα πρέπει άμεσα να αλλάξει το νομικό πλαίσιο της υιοθεσίας, διευκολύνοντας και συντομεύοντας παράλληλα τις διαδικασίες υιοθεσίας από έγγαμα ετερόφυλα ζευγάρια. Αν απλοποιηθούν οι διαδικασίες υιοθεσίας, δεν θα υπάρχει ανάγκη να υιοθετούνται παιδιά από έναν πολίτη, πολύ περισσότερο από ΛΟΑΤΚΙ ζευγάρια.
Το υγιές πρότυπο
8.- Η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού της 20.11.1989 (κυρώθηκε με τον ν. 2101/1992, Α΄ 192) ορίζει ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους η ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπ’ όψιν το συμφέρον του παιδιού. Έχει σαφώς νομολογηθεί από το ΕΔΔΑ ότι το περιβάλλον ανατροφής ενός παιδιού από ομόφυλο ζευγάρι, χωρίς δηλαδή το διπλό, πατρικό και μητρικό, πρότυπο δεν παρέχει τα εχέγγυα ασφαλούς και υγιούς αναπτύξεώς του και δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του παιδιού, τα οποία πρέπει να τίθενται πιο πάνω από το ατομικό δικαίωμα – επιθυμία του ομοφυλόφιλου ενήλικα να γίνει γονέας.
Και στο ελληνικό δίκαιο κυρίαρχη αρχή στην ρύθμιση της γονικής μέριμνας η επιμέλειας των παιδιών είναι το συμφέρον των παιδιών και όχι το συμφέρον η τα δικαιώματα των γονέων. Η αρχή αυτή επαναλαμβάνεται σε όλες τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν το παιδί και φυσικά στο άρθρο 1542 ΑΚ σχετικά με τον θεσμό της υιοθεσίας: «Η υιοθεσία πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετουμένου». Υπενθυμίζεται ότι, μεταξύ άλλων, δικαιοπολιτικός λόγος της νομοθετήσεως προ δύο ετών της συνεπιμέλειας σε παιδιά με διαζευγμένους η εν διαστάσει γονείς ήταν η διαφύλαξη του πατρικού και μητρικού ρόλου ως υγιούς περιβάλλοντος προτύπων για την ανάπτυξη του παιδιού παρά τη διακοπή της συμβιώσεως των εγγάμων η συνδεόμενων με σύμφωνο συμβιώσεως γονέων του.
Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε ότι με τον θεσμό της υιοθεσίας η Πολιτεία παρέχει μία οικογένεια στο προς υιοθεσία παιδί και όχι το ανάποδο, δεν παρέχει παιδιά σε ζευγάρια. Η γενική αυτή αρχή αποτελεί και την κατάλληλη απάντηση στην ρητορική των ΛΟΑΤΚΙ+ περί αθέμιτου «αποκλεισμού» των ομοφυλοφίλων ζευγαριών από το δικαίωμά τους να υιοθετούν παιδιά.
9.- Τέλος, ο ισχυρισμός που προβάλλεται ότι η μη αναγνώριση του γάμου δημιουργεί πρακτικά προβλήματα στα παιδιά, στην κοινωνικοποίησή τους και στην ασφάλειά η ότι κινδυνεύουν να καταλήξουν σε ίδρυμα, αν αποβιώσει ο ένας από τους δύο, αποτελεί ψευδοδίλλημα, καθώς στην έννομη τάξη μας υπάρχουν μηχανισμοί προστασίας του παιδιού, όπως η επιτροπεία η η αναδοχή, που δεν επιτρέπουν να καταλήξει τόσο εύκολα ένα παιδί στο Ίδρυμα. Για τα παιδιά όμως, μεγαλύτερη σημασία έχει να μην στερούνται πατρικό και μητρικό πρότυπο και το κοινωνικό πρότυπα της οικογένειας.