Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής πριν από τα Χριστούγεννα, παρμένο από την αρχή του ευαγγελίου του Ευαγγελιστού Ματθαίου περιέχει την κατά σάρκα γενεαλογία του Χριστού και εν συνεχεία την οικονομία του Θεού για την εκ Πνεύματος Αγίου και την εκ Παρθένου Μαρίας γέννηση Του. Στη σημασία του γεγονότος αυτού θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας. Η γέννηση του Χριστού αποκτά νόημα σαν υπαρξιακό γεγονός του κάθε ανθρώπου στην ιδιαιτερότητα και μοναδικότητά του, στο προσωπικό πρόβλημα και την αγωνία του, στο φόβο του για τον αφανισμό και στην ελπίδα του για τη ζωή.
Ο Θεός της αγάπης και της ειρήνης ενσαρκώνεται μέσα στην ιστορία τέμνοντάς την αποφασιστικά σαν φωτεινό ορόσημο σε προχριστιανικό σκότος και σε χριστιανικό φως, σε προχριστιανική ατμόσφαιρα «οσμής θανάτου» και σε χριστιανική ελπίδα αναστάσεως. Αν η ζωή των ανθρώπων σήμερα φέρει τα παραπάνω προχριστιανικά χαρακτηριστικά, η αιτία δεν βρίσκεται έξω από τον εαυτό μας.
Η Γέννηση του Χριστού δεν σημαίνει αναγκαστική επικράτηση της αγάπης και της ειρήνης, αλλά αποτελεί αφετηρία διαλόγου, δυνατότητα αλλαγής του ανθρώπου σε τρόπο ώστε, αν ακούσει και ενστερνισθεί το θείο μήνυμα, να μεταβληθεί ριζικά να παύσει να βλέπει τον συνάνθρωπό του σαν εχθρό, αλλά σαν αδελφό για τον οποίο γεννήθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Υιός του Θεού.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας στρέφουν συνεχώς τις σκέψεις τους γύρω από το «μυστήριο» της ενσαρκώσεως που αποτελεί το θεμέλιο και το επίκεντρό της θεολογίας τους, που συνιστά την προϋπόθεση της σωτηρίας των ανθρώπων, που σημαίνει την αλλαγή και ανακαίνιση των πάντων.
Πέρα όμως από τις χρήσιμες θεολογικές διατυπώσεις για το μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου. Εκείνο που χρειάζεται για την φανέρωση των συνεπειών της Γεννήσεως του Χριστού είναι το προσωπικό ταπεινό γονάτισμα του καθενός μας μπροστά στην φάτνη, η απόφαση διαλόγου υπαρξιακού με τον γεννηθέντα και πάντοτε παρόντα μέσα στον κόσμο Σωτήρα.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ