Το φαινόμενο των απευθείας αναθέσεων σε ΜΜΕ σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο τείνει να καταστεί κύριος τρόπος εκτέλεσης έργων αμφισβητούμενης αξίας και σκοπιμότητας και έχει πλέον ξεπεράσει κάθε όριο σε σημείο που η κριτική και ο προβληματισμός να έχουν δώσει την θέση τους στην αδιαφορία και την αποδοχή του φαινομένου ως κανονικότητα. Γινόμαστε όλοι μάρτυρες της προσπάθειας καταστρατήγησης του ρόλου των ΜΜΕ ως πυλώνα ελέγχου της εξουσίας και συνακόλουθα της απροκάλυπτης κατάλυσης του κράτους δικαίου, που το λειτούργημα της δημοσιογραφίας προσπαθεί να διασώσει.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι εύλογα: Ποια είναι τα κριτήρια επιλογής του εκάστοτε αναδόχου, πώς επιλέγεται αυτός από τον ασκούντα εξουσία, πόσοι έχουν την ευκαιρία να διεκδικήσουν την απευθείας ανάθεση, υπάρχει κάποιο όριο, κάποιος κόφτης για το συνολικό ποσό των αναθέσεων σε μια περίοδο εξουσίας, ελέγχει κανείς ποιο είναι το προσφερόμενο έργο, ποια η τιμή μονάδος και αν τελικά συμφέρει στην διοίκηση η συγκεκριμένη ανάθεση.
Αναρωτιέμαι επίσης τί προσφέρουν τα μέσα ενημέρωσης ή διάφοροι φορείς που ελέγχονται από δημοσιογραφικούς οργανισμούς για να αναλαμβάνουν δημόσια έργα, πώς ελέγχεται η ποιότητα εκτέλεσης του έργου, η καλή και έγκαιρη εκτέλεση του, υπάρχουν αποκλεισμοί μη αρεστών μέσων, υπάρχουν κριτήρια αναγνωσιμότητας αντικειμενικά και συγκριτικά με άλλα μέσα, και αν τελικά ελέγχεται το ιδιοκτησιακό καθεστώς κάθε μέσου.
Η απευθείας ανάθεση έργων και ειδικά σε προεκλογικές περιόδους που ναι μεν δεν υπερβαίνει το νόμιμο όριο αλλά είναι αντικειμενικά ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ή είναι μικρότερης αξίας αλλά επαναλαμβανόμενη συχνά στον ίδιο ανάδοχο, τείνει να γίνει πρακτική που αφενός γεννά ερωτηματικά και αφετέρου πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής από όλους μας, διότι η αγνόηση των θεμιτών και νομίμων ορίων αυτών και η ανάθεση του έργου με απολύτως υποκειμενικά και προσωπικά κριτήρια αποτελεί ευθεία επίθεση στο λειτούργημα της δημοσιογραφίας αλλά και στην ίδια την δημοκρατία αφού καταργεί στην πράξη την ανεξαρτησία της και δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού από τον ίδιο τον ελεγχόμενο. Αντιστρέφει τη ροή της είδησης καθότι πλέον ο δημοσιογράφος δεν καλείται και δεν αισθάνεται την υποχρέωση να ερευνήσει, να διατυπώσει ερωτήματα, να ελέγξει την εξουσία και τελικώς να μεταφέρει την πληροφορία αλλά τουναντίον μετατρέπεται σε θεραπαινίδα της διοίκησης ως εξουσίας, σε φθηνό προπαγανδιστή των θέσεων της διοίκησης, σε στυγνό φερέφωνο, απεκδύοντας την υποχρέωση ελέγχου της διοίκησης και την αντικειμενική πληροφόρηση των πολιτών. Με αυτόν τον τρόπο ο δημοσιογράφος παύει να εξυπηρετεί ως λειτουργός το κοινωνικό σύνολο και μετατρέπεται σε επαγγελματία προωθητή των θέσεων της διοίκησης ως κοινός αντιπρόσωπος αυτής, ως πλασιέ.
Η ενοχλητική αλλά ωφέλιμη έρευνα δίνει τη θέση της στην βολική παραπληροφόρηση, η προνομιακή μεταχείριση των λίγων και των βολικών που έχουν και το μονοπώλιο των ειδήσεων, εξοβελίζει την πολυφωνία, καταργεί την ανεξαρτησία και δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ υποτίθεται ίσων από μια διεφθαρμένη διοίκηση που επιλέγει να εκμεταλλευτεί την ανάγκη των μέσων ενημέρωσης ως επιχειρήσεων για βιοπορισμό εξυπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα, σπαταλώντας δημόσιο χρήμα και μετατρέποντας τα ΜΜΕ σε αυλικούς και μηχανισμούς διανομής «μαύρου» χρήματος.
Δεν τρέφω προσδοκίες για μια διάφανη και δίκαιη δημόσια εξουσία που δεν χρειάζεται να διαφημίσει το έργο της από κατευθυνόμενα μέσα αλλά προσδοκώ από τα ίδια τα ΜΜΕ να στέκονται απέναντι στην εξουσία κριτικά και εποικοδομητικά, να διασφαλίζουν τα ίδια και να εγγυώνται την ισότητα στις ευκαιρίες και στον υγιή ανταγωνισμό, διότι η ζωή κάνει κύκλους και είναι κρίμα να αναπαράγει εκλεκτούς και παρείσακτους με εναλλαγές ανάλογα με τα πρόσωπα που καλούνται να διαχειριστούν δημόσιο χρήμα.
Δεν έχουμε ανάγκη από διοικήσεις και ηγέτες που θα περιορίζονται στην εξασφάλιση της προβολής τους σε γιορτές, πανηγύρια και εκδρομές ειδικά τον έσχατο προεκλογικό μήνα από φιλικά τους ΜΜΕ που επιλέγουν το ρόλο του αρεστού από αυτόν του ενοχλητικού δημοσιογραφικού ερευνητή. Το πλέον τραγικό είναι ότι η κοινωνία παρακολουθεί αδρανής και ανήμπορη ολίγα ΜΜΕ να γίνονται συμμέτοχοι στο έγκλημα διασπάθισης δημόσιου χρήματος και να αγανακτεί ετεροχρονισμένα φωνάζοντας πού είναι το κράτος, όταν γίνεται μια καταστροφή που για να αποτραπεί χρειάζονταν κατάλληλη αξιοποίηση δημόσιων πόρων. Μην παραπονιόμαστε λοιπόν, για το επίπεδο των τοπικών εφημερίδων μας, αυτές έχουμε με αυτές πορευόμαστε.
Η διοίκηση οφείλει πριν την ανάθεση να κάνει έρευνα αγοράς, η ανάθεση να υπόκειται σε κάποια σχετική διαβούλευση, η κάθε απευθείας ανάθεση να υπόκειται σε ενδελεχή και εξονυχιστικό έλεγχο, τα ΜΜΕ και οι φορείς που ελέγχονται από αυτά ή από τους ιδιοκτήτες τους να είναι γνωστοί στην δημόσια σφαίρα, να δημοσιεύονται πίνακες με όλες τις απευθείας αναθέσεις σε ΜΜΕ με ποσά και με παράθεση του έργου που αναλήφθηκε, ενώ σε έργα ήσσονος σημασίας που δεν απαιτούνται ιδιαίτερα κριτήρια να εφαρμόζεται σύστημα κυκλικής τήρησης σειράς αναθέσεως και να δημοσιεύεται στο τέλος της κάθε διοικητικής περιόδου ένας απολογισμός των χρημάτων που διατέθηκαν ειδικά στα ΜΜΕ για να γνωρίζουμε το ποσοστό κατανομής των έργων στο καθένα.
Η απευθείας ανάθεση σε ένα μέσο μαζικής ενημέρωσης θα έπρεπε κατ’αρχήν να απαγορεύεται ως εχέγγυο ελάχιστης διασφάλισης της ανεξαρτησίας του, αφετέρου εφόσον συμφωνήσουμε στην εφαρμογή του η δίκαιη, διαφανής και ισομερής κατανομή των όποιων κονδυλίων, αποτελεί προαπαιτούμενο διαφύλαξης ενός υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ τους για να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα τους χωρίς να παραβιάζεται το ζητούμενο που είναι η ελευθερία της έκφρασης και η ελευθεροτυπία ως θεμέλιο της δημοκρατίας.
Εχω πλέον την αίσθηση ότι η διαδικασία των απευθείας αναθέσεων θα πρέπει να αναθεωρηθεί και εν τέλει να μπεί σε αυστηρότερα πλαίσια.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΙΑΛΑΟΓΛΟΥ