Πολιτισμός

ΒΑΣΩ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ ΚΗΠΟΥΡΟΥ: ΜΙΑ ΠΟΛΥΒΡΑΒΕΥΜΕΝΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Του Θανάση Μουσόπουλου

 Χαίρομαι ιδιαίτερα που στον χώρο της Θράκης  – και βέβαια της Ξάνθης – αναπτύσσεται η τέχνη του Λόγου, σε όλες τις εκφάνσεις του.  Μια ξεχωριστή μορφή με ποικίλο έργο αποτελεί η Βάσω Τριανταφυλλίδου Κηπουρού.

  Γεννήθηκε το 1948 στο Πραγγί Διδυμοτείχου. Έζησε εκεί μόνο 10 χρόνια. Το 1958, η οικογένειά της εγκαθίσταται στην Ξάνθη, στον Π. Ζυγό. Σπούδασε στη Χαροκόπειο Ανωτάτη Σχολή Οικ. Οικονομίας (σημερινό Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο) και επέστρεψε στην Ξάνθη όπου εργάστηκε αρχικά ως νηπιαγωγός και αργότερα, ως καθηγήτρια σε γυμνάσια της Δράμας, της Ξάνθης και της Αθήνας. Μετά τη συνταξιοδότησή της, ασχολείται συστηματικά με τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα, με την ποίηση.

  Έχει  κυκλοφορήσει τα εξής έργα:

1) «Ταξίδι ζωής» (Ποίηση), 2006.

2) «Η αγάπη μακροθυμεί» (Ποίηση), 2009.

3) «Κλωνί μου αγαπημένο» (Ποίηση), 2010.

4) «Η Αγγελική χάθηκε» (Μυθιστόρημα), 2011.

5) «Το Πιο Πικρό Αντίο» (Ποίηση), 2012.

6) «Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο», (σε ελεύθερη

ποιητική απόδοση ), 2013.

7) «Η Λίτσα η Πασχαλίτσα» (Παραμύθι), 2015

8) «Το Ξερίζωμα» (Νουβέλα),  2016.

9) «Τα χρόνια που ζήσαμε κάποτε», αφηγήματα,

 2016

10) «Στα αντικρινά παράλια», μυθιστόρημα, 2017

          11) «Τη ζωή μας τη ζήσαμε», αφηγήματα 2018

          12) «Ένα Οδοιπορικό στο Χρόνο – Παραδοσιακά

          Θρακιώτικα Τραγούδια» τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο

          Χρονικού – Μαρτυρίας κατά τον Πανελλήνιο και

          Παγκύπριο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Ένωσης Ελλήνων

         Λογοτεχνών του έτους 2022.

  Πολλά έργα της Βάσως έχουν διακριθεί σε διαγωνισμούς και βραβευθεί.

  Το 2023 Πανελλήνιο και  Παγκύπριο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Ένωσης Ελλήνων  Λογοτεχνών δύο δημιουργήματά της διακρίθηκαν. Το ποίημά της «Έξω βρέχει»  πήρε ειδικό βραβείο ποίησης, ενώ το διήγημά της «Ο Ζήσης και οι τρεις κόρες του» έλαβε τρίτον  έπαινο.

  Θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το κάθε έργο της:

ΕΞΩ ΒΡΕΧΕΙ

Έξω βρέχει δυνατά. Ξαφνικά τα φώτα σβήνουν,

οι δρόμοι σκοτεινιάζουν και οι πολυκατοικίες θλίβονται

με τα μικρά κεράκια ή με τα καντήλια που ανάβουν διαδοχικά…

[…] Στα χρόνια που ζούμε τώρα, τα θεωρήσαμε όλα δεδομένα.

Δεν εκτιμήσαμε τίποτε και πέρα από αυτό γίναμε άπληστοι,

περιμένοντας περισσότερα. Μήπως ήρθε η στιγμή

να αναθεωρήσουμε σκέψεις και πράξεις;

Όταν η καταιγίδα ρημάζει τον τόπο και χάνονται ζωές

και περιουσίες, θυμόμαστε το κακό που κάναμε με τις

διάφορες επεμβάσεις στη φύση. Όταν οι πυρκαγιές καίνε

εκτάσεις και ανθρώπους, μιλάμε για αλόγιστη παρέμβαση

στο περιβάλλον. Ακούμε συνεχώς νούμερα κι ας αφορούν όλα

αυτά ανθρώπινες ζωές. Δυστυχώς γίναμε ανάλγητοι.

Ας γίνουμε επί τέλους Άνθρωποι.

«Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν».

«Ο ΖΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ» (απόσπασμα)

«Σε λίγο καιρό η ζωή ξανάβρισκε τους παλιούς ρυθμούς. Ώσπου ένα βράδυ στον καφενέ του χωριού τον πλησίασε ένας φίλος του ζητώντας η Ευδοξία να γίνει νύφη του. «Άκου Ζήση μπορεί να ήμαστε φτωχοί μα ήμαστε τίμιοι. Ο Πέτρος εδώ και καιρό μας λέει πως αγαπάει την Ευδοξία. Τι θα έλεγες να παντρέψουμε τα παιδιά μας;». Ο Ζήσης συμφώνησε δεν είχε άλλωστε λόγους να αρνηθεί. Καιρός ήταν να δει χαρές κι εκείνος. Ύστερα ήταν στην ίδια γειτονιά. Δυο σπίτια τους χώριζαν θα την είχε δίπλα του στη χαρά και στη λύπη. Όταν μετέφερε τα νέα στην Ευδοξία εκείνη δεν έδειξε να εκπλήσσεται γιατί εδώ και καιρό συναντούσε τον Πέτρο τις νύχτες κρυφά και αντάλλασσαν ραβασάκια. Μάλιστα κάποιες φορές και η αδελφή της η Ζωή έκανε τον ταχυδρόμο!… Έτσι σύντομα ο Πέτρος και η Ευδοξία έγιναν ζευγάρι. Στο γάμο πρώτη φορά ο Ζήσης χόρεψε ξεχνώντας την πίκρα και τη μοναξιά

του. Πίστευε πως η ζωή θα του έδινε από δω και πέρα μόνο χαρές. Μόνο που δεν θα ήταν έτσι… Στο χρόνο πάνω γεννήθηκε ο εγγονός. Πήρε το όνομα του παππού Βαγγέλη. Πάλι χοροί πάλι χαρές πάλι ευοίωνα όνειρα. Καινούρια ενδιαφέροντα. Το βράδυ της γέννησης οι δυο παππούδες κέρναγαν όλο το χωριό. Ο Ζήσης όμως δεν κέρναγε μόνο για τη γέννηση του εγγονού, αλλά και για τον αρραβώνα της Ζωής.

Η Ζωή αγάπησε ένα μηχανοδηγό. Πολλοί μίλησαν για έρωτα, άλλοι για προξενιό. Όπως και να ήταν η Ζωή παντρεύτηκε σύντομα και εγκαταστάθηκε  στην κοντινή πόλη».

   Θα κλείσουμε  με ένα άλλο διήγημα της Βάσως Τριανταφυλλίδου Κηπουρού που, όπως και το προηγούμενο, αποτυπώνει τη θρακιώτικη ζωή και ψυχή:

«Το μωρό ήρθε ξημερώματα» (απόσπασμα):

«Ήταν γύρω στις 12 το βράδυ όταν έπιασαν τη Σούλα οι πόνοι του τοκετού. Όσο περνούσε η ώρα δυνάμωναν. Έδειχνε να μην αντέχει, να τα χάνει!… Η μάνα της ζαλίστηκε. Ποια πόρτα να χτυπήσει για βοήθεια; Ο άντρας στην ξενιτιά, τα άλλα τα παιδιά μικρά. Η μεγάλη κόρη μακριά. Το μοναδικό τηλέφωνο που υπήρχε στο χωριό ήταν στο καφενείο. Τέτοια ώρα όμως ήταν κλειστό. Στο μεταξύ οι πόνοι άρχισαν να γίνονται εντονότεροι. Ξαφνικά το πρόσωπο της μάνας φωτίστηκε. «Θα χτυπήσω την πόρτα της Σαμπριέγγε. Θα την παρακαλέσω να μας πάει ο γιος της ο Χασάν στο νοσοκομείο με το αλογόκαρο», σκέφτηκε και άρχισε να χτυπάει τη διπλανή πόρτα και να φωνάζει. Η Σαμπριέ βγήκε έξω αγουροξυπνημένη. Μόλις κατάλαβε τι συμβαίνει ξύπνησε το γιο της το Χασάν. «Κάλκ Χασάν Ουρσούλα μπεμπέκ γιαπατζιάκ» (Ξύπνα Χασάν η Σούλα θα κάνει το μωρό), του φώναξε και εκείνος πετάχτηκε σαν ελατήριο να εξυπηρετήσει. Έριξε βιαστικά λίγο νερό στο πρόσωπό του και έζεψε το άλογο στο κάρο. Ήταν αρχές Ιουλίου και τα καπνά βρίσκονταν στο φόρτε τους. Αν δεν προλαβαίνανε στο σπάσιμο των φύλλων και καίγονταν δηλ. κιτρίνιζαν πολύ, ο καπνός κατατασσόταν στη δεύτερη κατηγορία. Αυτά τα γνώριζε ο Χασάν γι’ αυτό σκόπευε να ξυπνήσει νωρίτερα να προλάβει τη συλλογή των φύλλων. Τώρα όμως τα ξέχασε όλα. Τώρα προείχε η γέννηση του μωρού, της μικρής του γειτονοπούλας.

  Έφτασαν σχετικά σύντομα αφού η απόσταση μέχρι το Νοσοκομείο ήταν γύρω στα πέντε χιλιόμετρα. Όμως αντί να γεννήσει η κοπέλα  νωρίτερα λόγω ταρακουνήματος στο κάρο, ο τοκετός αργούσε και η αγωνία βρισκόταν στο αποκορύφωμά της και η Σούλα μπαινόβγαινε στην αίθουσα του τοκετού. Η μάνα της στο μεταξύ ευχαρίστησε το Χασάν και τον παρακάλεσε να γυρίσει στο χωριό, μια και πριν τα χαράματα έπρεπε να πάνε με τη γυναίκα του για το σπάσιμο του καπνού. Εκείνος δε μίλησε μόνο έσκυψε το κεφάλι και σκούπισε τα δάκρυά του. Ήταν κι αυτός πατέρας τριών παιδιών και θυμήθηκε τα δικά του καρδιοχτύπια όταν η Ασμέ γεννούσε την πρώτη του κόρη».

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ, 7 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2024

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button