Άρθρα

ΔΕΚΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΑΝΑΤ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ «ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ»

Του Θανάση Μουσόπουλου

    Μέσα στη χρονιά που διανύουμε κυκλοφόρησε το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Εξήντα έξι συγγραφείς γράφουν για τη ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ», με την Επιμέλεια του  Eλπιδοφόρου Ιντζέμπελη, από τις εκδόσεις  ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ, 2022, σελ. 310.
  Ο διακεκριμένος επιμελητής στον Πρόλογο του έργου σημειώνει:  «Διαβάζοντας αυτές τις ιστορίες, νομίζω πως θα νιώσετε πάλι παιδιά· θα θυμηθείτε τα όνειρα που κάνατε και θα ανασύρετε στην επιφάνεια τις δικές σας αναμνήσεις.
  Η παιδική ηλικία παίζει, όπως γνωρίζουμε, σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, πολύ περισσότερο ενός δημιουργού. Γιατί, όπως λέει ο νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης, πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια».
  Οι  εξήντα έξι συγγραφείς καλύπτουν όλο τον ελληνικό χώρο. Οκτώ από τους δημιουργούς λόγου αναφέρονται στην περιοχή μας, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Ήδη σε πρόσφατα κείμενά μου μιλώ για την Πωλίνα Μπανά από τη Δράμα και τη Δήμητρα Πυργελή από την Ξάνθη.
  Στο σημερινό μου κείμενο θα παρουσιάσω – μαζί με τις δύο προαναφερθείσες συγγραφείς – άλλους έξι (συμπεριλαμβάνω στην Ανατολική Μακεδονία και τα Σέρρας). Επιπλέον, θα αναφέρω έναν συγγραφέα που κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη και έναν από τη Βουλγαρία – συμπεριλαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την Ανατολική και Βόρεια Θράκη.
  Θα παρουσιάσω τους/τις δέκα συνολικά συγγραφείς κατ’ αλφαβητική σειρά,  όπως εξάλλου είναι και στο βιβλίο.
   Ο Διαμαντής Αξιώτης και ο Γιάννης Ατζακάς είναι από την Καβάλα. Για τους δύο αυτούς συγγραφείς έχω γράψει σε παλιότερα κείμενά μου.

  Ο Διαμαντής Αξιώτης γεννήθηκε στην Καβάλα στις 6 Ιανουαρίου 1942. Οι γονείς του κατάγονταν από το χωριό Στέρνα της Ανατολικής Θράκης. Στην Μακεδονία ήρθαν ως πρόσφυγες το 1922, όπου και παρέμειναν μονίμως. Από την πλούσια εργογραφία του αναφέρουμε τις ποιητικές συλλογές και τα πεζά του, παραλείποντας Ανθολογίες, Θεατρικά Αναλόγια, Συμμετοχές σε συλλογικά έργα, Επιμέλειες εκδόσεων.
Ποιητικές συλλογές: Ιχώρ (Καβάλα 1966) – Ποσοστό ευθύνης (Καβάλα 1974) – Διαμπερές (εκδ. «Σκαπτή Ύλη», Θεσσαλονίκη 1976) – Ύπνος μεσημβρίας (εκδ. ΑΣΕ, Θεσσαλονίκη 1985)
Πεζά : 1990 Το μισό των Κενταύρων (διηγήματα, εκδ. «Παρατηρητής») – 1994 Ξόβεργα με μέλι (διηγήματα, εκδ. Τραμ – 2η εκδ. Νεφέλη) – 1999 Το ελάχιστον της ζωής του (μυθιστόρημα, εκδ. «Κέδρος» – 2002 Πλωτές γυναίκες (μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος – Υποψήφιο για το βραβείο Balkanika 2003) – 2004 Μοιρασμένα χιλιόμετρα (μυθιστόρημα, εκδ. «Κέδρος») – 2010 λάθος λύκο (μυθιστόρημα, εκδ. «Κέδρος») – 2016 Με χίλιους τρόμους γενναίος (διηγήματα, εκδ. «Κίχλη») – 2016 Το μισό των Κενταύρων (διηγήματα, εκδ. «Επίκεντρο») – 2017 Πλωτές γυναίκες (μυθιστόρημα, εκδ. «Κάπα εκδοτική»).
  Το κείμενό του στη Γενέθλια Πόλη επιγράφεται «Τα ελάχιστα μιας πόλης». Ξεκινώντας γράφει:
«Παιδί ανέβαινα στο ψηλότερο σημείο των κάστρων για να υπολογίσω την έκταση της πολιτείας. Να δω τις επάλληλες σειρές των κόκκινων κεραμοσκεπών που ανηφόριζαν τον λόφο και να τις μετρήσω. Βαριόμουν γρήγορα, θύμωνα και τα παρατούσα».
  Σε επόμενο σημείο του κειμένου του θυμάται:
«’Οταν ήθελα να ξεκουραστώ από τη βουή του πλήθους και τις βαριές μυρουδιές των μπαχαρικών που καίγονταν, κατέβαινα στη θάλασσα να δω την πόλη από κάτω. Όταν έφτανε στο λιμάνι  κάποιο πλεούμενο από τον Νότο, ζητούσα από τους άντρες των μηχανών να μου αφηγηθούν ιστορίες των τόπων που πάτησαν».
    Ο Γιάννης Ατζακάς είναι πεζογράφος με πλούσιο έργο, μυθιστορήματα και διηγήματα, που εμφανίστηκε στα Γράμματα το 2007, σε μεγάλη ηλικία – 66 ετών. Γεννήθηκε το 1941 στον Θεολόγο της Θάσου. Αποφοίτησε το 1966 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1975 εργάστηκε στην Ιδιωτική και τη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Στα πεζογραφήματά του συναντούμε συχνά τους τόπους που αγαπά. Τα πρώτα έργα του :  Διπλωμένα φτερά (Άγρα, 2007), Θολός Βυθός (Άγρα, 2008) και Φως της Φονιάς (Άγρα, 2013) αποτελούν τριλογία.  Ακολούθησαν  η πολιτική νουβέλα Κάτω από τις οπλές (Άγρα, 2010), Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη – διηγήματα- 2015, Η σπηλιά – 2018 Μυθιστόρημα και πρόσφατα Σκυφτοί περάσανε – Διηγήματα – Άγρα – Αθήνα, 2021. Ο Θολός Βυθός τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2009.
  Πήρε επίσης μέρος σε συλλογικά έργα:  Παλίμψηστο Καβάλας (2009), Εκδ. Καστανιώτη –  Φεγγάρι: Επιτραπέζιο εβδομαδιαίο  ημερολόγιο 2016 (2015), Εκδ. Πατάκη –  Ερωτικά εγκλήματα (2015), Εκδόσεις Πατάκη – Μικροκύματα: 99+1 μικρο-διηγήματα μελών της Εταιρείας Συγγραφέων (2019), Η Εφημερίδα των Συντακτών.
  Στη Γενέθλια Πόλη δημοσιεύεται το κείμενο του Γιάννη Ατζακά «Καβάλας τοπογραφία και ανθρωπογεωγραφία –  Εφηβικές διαδρομές (1957 – 1960)». Ξεκινώντας γράφει:
«Όσο η στροφή του δρόμου άνοιγε, η Καβάλα άρχισε να προβάλλει ολόκληρη τώρα. Έβλεπα που κατρακυλούσε απ’ όλες τις μεριές της στη θάλασσα, και μόνον η βορινή της πλευρά ήταν γερά γαντζωμένη στην ποδιά των γύρω λόφων, εισχωρώντας βαθιά στις πτυχώσεις τους».
  Ο Ατζακάς δεν ξεχνά ποτέ το νησί του.
«Απόγευμα βαρύ σαν μολύβι, μελαγχολικό, όπως όλα τα απογεύματα της Κυριακής. Είχα τρεις μόλις μέρες που ήρθα από το νησί και θα άρχιζα την Εβδόμη Κλασικού. Τράβηξα πάλι για την αρχαία χερσόνησο, τη γειτονιά της Παναγίας. Η περιπλάνηση στα στενά σοκάκια της με έβγαζε πάντα έξω από τον χρόνο και τις έγνοιες μου, μου αλάφρωνε κάπως την καρδιά. Βγήκα μπροστά στο Ιμαρέτ […] Στο βάθος η Θάσος, μια γαλανή σκιά που έσβηνε αργά όσο το φως χαμήλωνε, ένα μακρινό και μάταιο κάλεσμα. Όλη η ζωή μου εκεί, τριγυρισμένη από το πέλαγος, μαζεμένη, κλεισμένη αντίπερα, μια απλησίαστη ξένη».
  Και περνούμε στην Κομοτηνή και στη νέα γενιά των δημιουργών.  Αναφέρομαι στη Νατάσσα Βαφειάδου που συμμετέχει στον τόμο με το κείμενο «Παράθυρο με θέα».
Η Νατάσσα Βαφειάδου είναι δημοσιογράφος και εκδότρια της εφημερίδας «Παρατηρητής της Θράκης». Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κομοτηνή. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Γραφικών Τεχνών της Σχολής Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών του ΑΤΕΙ Αθηνών (Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής), καθώς και του Εργαστηρίου Δημοσιογραφίας «Εργαστήρι» της Αθήνας. Συνέχισε τις σπουδές της στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος “Deree” απ’ όπου και έλαβε Bachelor στην Επικοινωνία, ενώ είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος από τη Νομική Σχολή του Δημ.  Παν. Θράκης.
   Πολύ χαρακτηριστικά ξεκινά το κείμενό της που μυρίζει Θράκη:
«Το πρωί, αντί ξυπνητηριού, ξυπνούσαμε από την πρωινή προσευχή του μουεζίνη.
  Το ανατολικό παράθυρο του παιδικού μας δωματίου έβλεπε άλλωστε στο τζαμί “Μαχμούτ Αγά” που στεγάζεται στον χώρο του 3ου μειονοτικού σχολείου της Κομοτηνής, απέναντι από το Άλσος της Αγίας Παρασκευής, ενώ το βορινό χαρίζει τη θέα του Ιερού Καθεδρικού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου».
  Και σε άλλο σημείο ζούμε την ατμόσφαιρα της σημερινής Κομοτηνής. «Με τα “τενεκετζίδικα“ της πλατείας Ηφαίστου, στη σκιά του Γενί Τζαμιού και του πύργου του Ρολογίου, απαραιτήτως στη χαραχθείσα διαδρομή, για να θαυμάσουμε τα φτιαγμένα από λευκοσίδηρο ή χαλκό περίτεχνα εργαλεία και να μυρίσουμε τον φρεσκοκομμένο καφέ».
  Από την Κομοτηνή και τη Θράκη, θα περάσουμε στην Ανατολική Μακεδονία, στην οποία ιστορικά και πολιτιστικά εντάσσω και τα Σέρρας, όπου θα συναντήσουμε δύο υπηρέτες του λόγου τον Δημήτρη Καρατζιά που δημοσιεύει το κείμενο «Μυρωδιά Λεβάντας» και τον Πασχάλη Λαμπαρδή «Η άδεια φωλιά».
  Ο Δημήτρης Καρατζιάς  γεννήθηκε στις Σέρρες στις 20 Ιουνίου του 1973. Τελείωσε τη Δραματική Σχολή Αθηνών του. Γ. Θεοδοσιάδη (1998) και παρακολούθησε μαθήματα Συγγραφής στο Μικρό Πολυτεχνείο με τον Στάθη Βαλούκο. Από το 2000 εργάζεται ως ηθοποιός στο θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση και τα τελευταία χρόνια σαν σκηνοθέτης θεάτρου, ενώ ταυτόχρονα κάνει και τις πρώτες του συγγραφικές απόπειρες. Από το 2012 είναι συνιδιοκτήτης και έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια του Πολυχώρου Vault (ένας εναλλακτικός Πολυχώρος στο Βοτανικό με πυρήνα του το θέατρο, με εναλλασσόμενο ρεπερτόριο στις δύο σκηνές του, εκθέσεις, εκδηλώσεις, φεστιβάλ κλπ.
  Το κείμενό του «Μυρωδιά Λεβάντας» μας θυμίζει την εποχή που ζούμε: «Σεπτέμβριος. Επανεκκίνηση μετά από ενάμιση χρόνο πανδημίας. Από το πρωί μέχρι το βράδυ στο θέατρο. Ανάμεσα σε πρόβες και συναντήσεις, βάφονται, καθαρίζονται, τακτοποιούνται καμαρίνια, αποθήκες, σκηνές, πριν ξεκινήσουν οι νέες  παραστάσεις».
  Δεν είναι σπάνιο η σύγχρονη ζωή να φέρνει στο μυαλό τα παιδικά μας χρόνια:
«Στα οκτώ μου, κόπηκαν  οι πολυτέλειες. Έπρεπε να τους βοηθήσω, να δουλέψω…, να περνάω τα καπνόφυλλα σε βελόνες. Κι αν δεν τρυπούσα τα χέρια μου καμιά φορά! Και αργότερα, από τα δώδεκα να πηγαίνω μαζί τους στα χωράφια. Παρέα με τον μικρότερο αδελφό μου. Τα ωράρια; Μία τα μεσάνυχτα με εννέα το πρωί. Γιατί δεν έπρεπε να βγει ο ήλιος και να μαραθούν τα φύλλα. Κουτουλούσαμε με τον αδελφό μου από τη νύστα».

  Ο Πασχάλης Λαμπαρδής γεννήθηκε στις Σέρρες και έλκει την καταγωγή του από την Ανατολική Θράκη. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει ψυχολογία, με μεταπτυχιακές σπουδές στην κλινική και κοινοτική ψυχολογία  Αρκετά χρόνια ασχολείται με την ανθρώπινη συμπεριφορά, τόσο ερευνητικά όσο και με τη θεραπεία ψυχικών διαταραχών και την αντιμετώπιση διαφόρων θεμάτων που προβληματίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και διαταράσσουν τον ψυχισμό του, καθώς και με τη συγγραφή βιβλίων. Πιστεύει ότι η τέχνη του λόγου έχει λυτρωτική δύναμη και ότι η πίστη μπορεί να κάνει μικρά και μεγάλα θαύματα στη ζωή μας.
  Στη Γενέθλια Πόλη ο Πασχάλης Λαμπαρδής συμμετέχει με το κείμενο «Η άδεια φωλιά».
  Ξεκινά την αφήγηση: «Ο γυρισμός στο έρημο πατρικό μου σπίτι μετά από χρόνια απέκτησε τη μορφή ενός ταξιδιού στο μακρινό παρελθόν που με σημάδεψε για πάντα.  Φτάνοντας προ της εισόδου ένιωσα την ψυχή μου να αναθαρρεύει.  Μέσα μου πάλλονταν ο νόστος να ανταμωθώ με τα περασμένα και η μελαγχολία της άδειας φωλιάς».
   Ο συγγραφέας  μας ξεναγεί στον τόπο και στο χρόνο.
«Εκεί, σε μια ακρούλα του καναπέ, ανταμώνω το παιδί που υπήρξα κάποτε, να φωλιάζω ανάμεσα στους μεγαλύτερους και να ακούω έκθαμβος της μοίρας τα γραμμένα. Εδώ όλοι διηγούνταν περιστατικά και με κάθε λεπτομέρεια, σαν τους παραμυθάδες μιας άλλης εποχής, τις ατέλειωτες ιστορίες που έγραψε με ανεξίτηλο μελάνι ο περιπετειώδης βίος τους.  Από την “ πατρίδα“  και τα κάλλη που άφησαν πίσω τους, όταν πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, μέχρι τη φτώχεια, την ανέχεια, τις αρρώστιες, τις γέννες πάνω στα κάρα, τους απανωτούς πολέμους και  ό,τι άλλο τράβηξαν μέχρι  να ορθοποδήσουν».
 Και από τα Σέρρας ερχόμαστε στη γειτονική  Δράμα και στην Πολύνα Μπανά, με το έργο της οποίας ασχολήθηκα  πρόσφατα.
  Η Πολύνα Γ. Μπανά γεννήθηκε το 1968, στη Δράμα, όπου και κατοικεί. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ. καθώς και του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ.. Είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης (ΜΑ) στην Τοπική και Περιφερειακή Ανάπτυξη και Αυτοδιοίκηση. Είναι δικηγόρος και, συγχρόνως, νομική σύμβουλος του Δήμου Δράμας. Έχει μελετήσει τη γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία  καθώς και την ιταλική γλώσσα. Δραστηριοποιείται συστηματικά, με την ιδιότητα της προέδρου του πολιτιστικού σωματείου «Σύλλογος Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας», επί σειρά ετών, στη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων και δράσεων. Ασχολείται συστηματικά, επίσης, από 25ετίας, με την παρουσίαση βιβλίων λογοτεχνίας στο πλαίσιο αντίστοιχων εκδηλώσεων. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή “Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων”. Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό έργο “Τα ποιήματα του 2017”. Το 2022 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων «Μικρές Ρωγμές». Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστολόγια.
  Στη Γενέθλια Πόλη περιέχεται το κείμενό της «Παϊτόνι από το “Φαέθων”». Γράφει η Πολύνα:
  «Η γενέθλια πόλη μου, η Δράμα, των αρχών της δεκαετίας του ’70, οπότε έκανα τα πρώτα μου σταθερά βήματα ως νήπιο, ήταν μια πόλη ήσυχη και “αθώα”, από κάθε άποψη.
Θυμάμαι πάντα να κάνουμε τον γύρο της πλατείας και, στη συνέχεια, ν’ ανηφορίζουμε την κεντρική οδό της πόλης, την τότε πλινθόστρωτη  οδό Βενιζέλου, πάνω στο παϊτόνι και ο αμαξάς να χτυπά κάθε τόσο το καμπανάκι, πατώντας με το πόδι το καρφί που κουνούσε το μεταλλικό του γλωσσίδιο, ενώ εγώ να κορδώνομαι και να χαιρετώ, κουνώντας αδιακρίτως το χέρι μου, όλους τους περαστικούς που ανηφόριζαν ή κατηφόριζαν στα στενά πεζοδρόμια της Βενιζέλου.
[…] Κι έτσι στριμωγμένοι και, στην ουσία, αγκαλιασμένοι να περνάμε μπροστά απ’ το παλιό φωτογραφείο του – συνταξιούχου πια – παππού, ένα από τα πρώτα φωτογραφεία της πόλης, το οποίο βρισκόταν λίγο παραπάνω απ’ το “Ελευθερία”».
  Μετά τη Δράμα σειρά έχει η άκρη της Ελλάδας και της περιφέρειάς μας. Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου  εκπροσωπεί τον Έβρο με το κείμενο «Γεννημένος στη γη του Ορφέα».
  Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου γεννήθηκε στα Δίκαια του Έβρου το 1965 και κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε παιδαγωγικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και εργάστηκε ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Επί σειρά ετών εργάστηκε σε αθηναϊκές εφημερίδες, συμπληρώνοντας με σατιρικά σχόλια τα κενά της ύλης που ανέκυπταν καθημερινώς. Από το 2002, και για λόγους σεμνότητας, διέκοψε την καριέρα του στον Τύπο και αφιερώθηκε στην ουσία. Έχει δημοσιεύσεις είκοσι τρία μυθιστορήματα για μεγάλους και εννέα για παιδιά. Ασχολείται επίσης με τη συγγραφή σεναρίων και θεατρικών έργων. Με το ψευδώνυμο Θάνος Δραγούμης έχει γράψει, επίσης, τα πολιτικά θρίλερ “Sφαγείο Sαλονίκης” (2011), “Μαύρη αυγή” (2013) και “Εντιμότατα λαμόγια” (2017).
  Το κείμενο που δημοσιεύεται στη Γενέθλια Πόλη «Γεννημένος στη γη του Ορφέα» ξεκινά πολύ χαρακτηριστικά:
«Γεννημένος εκεί, στη βόρεια άκρια της πατρίδας μας. Κάποιοι τη θεωρούν κατάρα, για μένα στάθηκε η μεγαλύτερη ευλογία. Τα Δίκαια του Έβρου, ο τόπος που με γέννησε, η ιδιαίτερη πατρίδα μου, τα παιδικά μου χρόνια, τα πρώτα μου βήματα, οι παρθενικές μου συγκινήσεις, τα πρώιμα χτυποκάρδια, οι άγουροι έρωτες, τα αγκαλιάσματα της μάνας, οι πολύτιμες μνήμες μου, οι ανεξίτηλες».
  Γράφει πολλά για τα Δίκαια, για τη ζωή, για το στρατό, για το τρένο.
«Όχι, τα Δίκαια δεν τα χαρακτήριζε ο στρατός κι ας βρίσκονται στον Έβρο. Πιότερο τα χαρακτήριζε το τρένο. Ένα τρένο που ξεκινούσε δυο φορές τη μέρα από τον Πειραιά και, οργώνοντας όλη την Ελλάδα, κατέληγε στο χωριό μου όπου και διανυκτέρευε μαζί με τα δεκάδες βαγόνια, τις κλινάμαξες και τα κλινοθέσιά του.  Ήταν ο περίφημος μουντζούρης κι ας ονομαζόταν “Έβρος Εξπρές”, ανέβαινες απ’ τον σταθμό Λαρίσης φρεσκοξυρισμένος και κατέβαινες στο τέρμα, στα Δίκαια, αρχιμανδρίτης».
  Η Δήµητρα Π. Πυργελή από µικρή ζει αγκαλιά µε τα βιβλία. Διαβάζει και πλάθει ιστορίες για µικρούς και µεγάλους. Πιστεύει πως τα παραµύθια αγγίζουν τις παιδικές ψυχές που έχουν φωλιάσει σε σώµατα ενηλίκων. Γνωρίζει πως δεν µπορεί να κάνει ευτυχισµένους τους ανθρώπους, προσπαθεί όµως να προσφέρει στιγµές –στιγµούλες– ευτυχίας και να στρώνει το χαλί που πάνω εκεί θα καθίσουν τα όνειρα να πούνε τα δικά τους. Γεννήθηκε και ζει στην Ξάνθη. Εργάζεται στο βιβλιοπωλείο της. Κάνει εκποµπές στο Ράδιο Ξάνθη 93,5 fm, επισκέπτεται σχολεία και αφηγείται παραµύθια, δηµιουργώντας σχέσεις µε το πιο «άναρχο» υλικό της ανθρωπότητας, τα παιδιά. Θα ήθελε να φωνάξει σε όλους πως η ζήση είναι πολύτιµη και πως τη σπαταλάει όποιος αποµακρύνεται από την αγάπη και την οµορφιά. Η πρώτη δηµόσια κατάθεσή της στον κόσµο του παραµυθιού ήταν Η µικρή µπότα του Αϊ-Βασίλη (εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη). Ακολούθησαν Ο Καπετάνιος στην µπανιέρα (εκδόσεις Καλειδοσκόπιο), Μικρές ιστορίες για το µεγάλο µας κόσµο (εκδόσεις Παρρησία), Τα δυο αδέρφια και το φεγγάρι (εκδόσεις Μεταίχµιο), το διήγηµα Χωρίς ψεγάδι από τη συλλογή Η Ελλάδα που αγαπώ: Μακεδονία (εκδόσεις Παπαδόπουλος) και το διήγηµα Ο δάσκαλος που αλφάδιασε το µέλλον από τη συλλογή Πατρίδες Αλησµόνητες: Μικρά Ασία – Πόντος (εκδόσεις Παπαδόπουλος). Υπόσχεται πως θα συνεχίσει µε πολλή αγάπη και µεράκι να δηµιουργεί όµορφες ιστορίες, για να ταξιδεύει µικρούς και µεγάλους στον µαγευτικό κόσµο των παραµυθιών!
  Στον τόμο Γενέθλια Πόλη περιέχεται το διήγημα της Δήμητρας Πυργελή «Μια πόλη μαγική… η πόλη μου».
   Μας πληροφορεί η συγγραφέας ότι η  γιαγιά τής ύφανε ένα ιπτάμενο χαλί – πάνω σ’ αυτό βλέπει τον χωροχρόνο της Ξάνθης, της μαγικής πόλης… Στο κείμενο παρουσιάζεται λογοτεχνικά η Ξάνθη από την αρχαιότητα, με τον Ξέρξη και τον Δημόκριτο, την Ξανθίππη και τον Ηρακλή, με τους ποιητές και τις ποιήτριες, την Κατίνα Βέικου Σεραμέτη, τον Μάνο Χατζιδάκι.
 «Στην κορυφή στέκει το μοναστήρι της Παναγιάς της Αρχαγγελιώτισσας […] Ο τόπος μου φημίζεται και για τα καλά κρασιά. Για τα γλυκά δεν κάνω λόγο. Τα ωραιότερα σε όλη την Ελλάδα.
  Τα πλακόστρωτα της παλιάς πόλης μοιάζουν με τις μουσικές κουρτίνες των κρουστών στις συναυλίες […] Οι χαλύβδινες καμπάνες δίνουν τη δική τους μουσική χροιά […] Στην πόλη μας ζούμε αρμονικά Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Σαρακατσάνοι, Αρμένιοι, Πομάκοι, Βλάχοι, Πόντιοι, Κρήτες, Κύπριοι, Καππαδόκες, Μαυροθαλασσίτες, Αθίγγανοι. Κάθε μέρα κάποιος από όλους μας έχει γιορτή».
  Ο ιστορικός και πολιτιστικός χώρος της Ενιαίας Θράκης περιλαμβάνει την Ανατολική Θράκη που φτάνει ως την Κωνσταντινούπολη και τη Βόρεια Θράκη – επονομαζόμενη Ανατολική Ρωμυλία. Δύο εκπροσώπους των περιοχών αυτών περιλαμβάνει ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης στη Γενέθλια Πόλη. Με αυτούς θα κλείσουμε τον περίπατό μας στον θαυμάσιο αυτόν τόμο.
Ο Πολύβιος Ι. Στράντζαλης (Κωνσταντινούπολη, 1961) διδάκτωρ Θεολογίας (ΑΠΘ), είναι απόφοιτος του Ζωγραφείου Γυμνασίου Κωνσταντινουπόλεως και της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκκλησιαστική Ιστορία, και μετεκπαιδεύτηκε στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Ludwigsburg. Διδάσκει στη μέση εκπαίδευση. Είναι γνώστης της τουρκικής, γαλλικής, γερμανικής και αγγλικής γλώσσας. Κύρια αυτοτελή έργα του είναι: “Η Ενοριακή Σχολή της Παναγίας και το Ζωγράφειο Γυμνάσιο Κωνσταντινουπόλεως. Συμβολή στην ιστορία της εκπαίδευσης του υπόδουλου Ελληνισμού” (2003), “Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Εφραίμ Β΄ ο Αθηναίος. Η συμβολή του στο Ελληνισμό, στα γράμματα και στα εκκλησιαστικά – θεολογικά ζητήματα του ΙΗ΄ αιώνα” (2003).
  «Η Γενέθλια Πόλη» επιγράφεται η συμμετοχή του Π. Ι. Στράντζαλη.  Ξεκινά:
«Η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη των πόλεων, η Πόλη που με σημάδεψε και με μάγεψε, η πόλη που γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα δεκαοκτώ μου χρόνια, η πόλη των ονείρων μου, η πόλη από την οποία δεν έφυγα ποτέ και πάντα επιστρέφω εκεί».
  Θυμάται πολλά και μας τα εκμυστηρεύεται:
«Στη γειτονιά που ζούσα υπήρχαν αρκετές οικογένειες Ρωμιών. Καθημερινά μέχρι και την αποφοίτησή μου από το δημοτικό έπαιζα με τους φίλους μου Ρωμιούς και Τούρκους διάφορα παιχνίδια, όπως ποδόσφαιρο, μπίλιες, κρυφτό, μακριά γαϊδούρα και πολλά άλλα. Μάλιστα θυμάμαι ότι στις μπίλιες ήμουν πολύ καλός και τους κέρδιζα όλους».
  Και καταλήγει: «Δυστυχώς σήμερα έμειναν πολύ λίγοι Ρωμιοί. Όπως λέγει ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος “λίγοι αλλά αμέτρητοι”. Εύχομαι σύντομα να αλλάξουν τα πράγματα και να σφύζουν από ζωή οι Κοινότητες, οι εκκλησίες, τα σχολεία και τα σωματεία».
  Φτάσαμε στο τέλος του συναρπαστικού, τρυφερού και νοσταλγικού αυτού περιπάτου  με την άλλη αλησμόνητη Θράκη, τη Βόρεια. 
  Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης γεννήθηκε το 1954 στη Βουλγαρία, σε οικογένεια Ελλήνων πολιτικών προσφύγων. Σπούδασε Ιατρική και σήμερα εργάζεται ως Διευθυντής Μικροβιολογίας στο Γ. Ν. Κομοτηνής. Δημοσιεύει διηγήματα και μεταφράσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει εκδώσει τέσσερα μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και μία νουβέλα. Τέσσερα θεατρικά έργα του έχουν ανέβει στο ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής, σε θέατρα της Θεσσαλονίκης και σε κρατικό θέατρο της Βουλγαρίας.
Στον τόμο «Γενέθλια Πόλη» του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη δημοσιεύει το κείμενο «Μπρονισλάβα».
  Είναι χαρακτηριστική η αρχή  του κειμένου:
«Θα μου μείνει αξέχαστη εκείνη η σχολική χρονιά, τότε που όλα τα παιδιά της τάξης ήμασταν ερωτευμένοι με την Μπρονισλάβα.
  Δεκαετία του εξήντα. Μόλις είχαμε μετακομίσει στην καινούρια συνοικία “Ναντέζντα” (Ελπίδα) στη Σόφια της Βουλγαρίας».
  Εξίσου χαρακτηριστική και η συνέχεια:
«Τότε ήρθε στην τάξη μας  η Μπρονισλάβα.
 «Τι γκόμενα είναι αυτή!» τη θαύμασε ο Βασίλ, το Τέρας. Κάτι τέτοια τα ήξερε. Μπροστά του μοιάζαμε με παιδαρέλια. Ήταν πραγματικά τεράστιος. Και στο μπόι, και στον όγκο. Ο μόνος στην τάξη με μουστάκι και έντονο μαύρο χνούδι στα μάγουλα!»
  Και  καταλήγει ο Χρήστος Χαρτοματσίδης,  που από Βόρεια Θράκη προερχόμενος ζει πλέον στη Νοτιοδυτική,  εξομολογητικά τις εφηβικές του αναμνήσεις:
«Την επόμενη χρονιά, το σχολείο μας είχε ερημώσει. Οι διάδρομοι  αντηχούσαν αδειανοί. Στη γειτονιά είχαν αλλάξει πολλά. Ολοκλήρωσαν την τηλεθέρμανση και κλείσανε την τεράστια τάφρο. Ασφαλτοστρώσανε παντού και πια δεν χρειάζονταν τα παπούτσια μπαλέτου, αφού δεν υπήρχαν λάσπες.
  Ο Βασίλ πήγε βέβαια στο καινούριο σχολείο. Παινευότανε πως τελικά είχε καταφέρει την Μπρόνη να γίνει το κορίτσι του».
*
  Μπορούμε να γνωρίσουμε όλη τη Ελλάδα – και όχι μόνο με τη ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη. Πολύ σημαντικό το έργο του. Επιχειρήσαμε να δώσουμε την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη με το κείμενό μας τούτο. Ελπίζω ότι δεν προδώσαμε τη βούληση του επιμελητή.
  ΘΑΝΑΣΗ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2022

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button