ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

Λίγες ώρες πριν πέσει στην πύλη του αγίου Ρωμανού, ο χωρίς αυτοκρατορία αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εμψυχώνοντας τους ανδρείους συμπολεμιστές του, έλεγε: «Αδελφοί και συνστρατιώτες κατά νουν ενθυμήθητε ίνα το μνημόσυνον υμών και η μνήμη και η φήμη και η ελευθερία αιωνίως γενήσηται».

Αυτοί οι λόγοι δείχνουν ότι ο Παλαιολόγος και ως άνθρωπος και ως βασιλιάς πρέπει να είχε εξαιρετικές αρετές. Μέσα στον μαρασμό της εποχής του και τον ξεπεσμό της αυτοκρατορίας του, η φυσιογνωμία του διακρίνεται για την υπεροχή της.


Λίγες ώρες πριν πέσει στην πύλη του αγίου Ρωμανού, ο χωρίς αυτοκρατορία αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εμψυχώνοντας τους ανδρείους συμπολεμιστές του, έλεγε: «Αδελφοί και συνστρατιώτες κατά νουν ενθυμήθητε ίνα το μνημόσυνον υμών και η μνήμη και η φήμη και η ελευθερία αιωνίως γενήσηται».

Αυτοί οι λόγοι δείχνουν ότι ο Παλαιολόγος και ως άνθρωπος και ως βασιλιάς πρέπει να είχε εξαιρετικές αρετές. Μέσα στον μαρασμό της εποχής του και τον ξεπεσμό της αυτοκρατορίας του, η φυσιογνωμία του διακρίνεται για την υπεροχή της. Αυτοί οι λόγοι δείχνουν ότι ο Παλαιολόγος είχε πλήρη επίγνωση των βαρύτατων καθηκόντων του ηγεμόνα ενός ενδοξότατου κράτους και την ισχυρή θέληση να εκπληρώσει αυτά απαρέγκλιτα. Αυτοί οι λόγοι δείχνουν ότι ο Παλαιολόγος είχε την ακλόνητη πίστη ότι δεν θα πεθάνει μαζί με τους ηρωικούς προμάχους της Βασιλεύουσας αλλά θα ζήσει για να αναλάβει την χαμένη ελευθερία και την παλαιά ακμή της Ρωμανίας, διατηρώντας αιώνια την μνήμη της ένδοξης θυσίας του.

Ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης όταν οι λαμπροί πολυέλαιοι του παρελθόντος είχαν σβήσει. Ήταν βέβαιος ότι προοριζόταν για να βάλει λάδι και να ανάψει τα ταπεινά κανδήλια της Πόλης του, γιατί γνώριζε σαφώς που τον οδηγούσαν τα βασιλικά του καθήκοντα.

Το βασίλειό του περιορίζονταν στον περιτειχισμένο χώρο της Κωνσταντινούπολης, οι εχθροί του δε περικύκλωναν την Βασιλεύουσα, σφίγγοντας την θηλιά γύρω από το κορμί της. Και παρασκευάζοντας την μέχρις εσχάτων άμυνα της Πόλης, υπενθυμίζει στους συμπολεμιστές του τα ιερά καθήκοντά τους: «Αδελφοί μου, όπως γνωρίζετε, για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε τον θάνατο παρά την ζωή· πρώτον υπέρ της πίστεως και της ευσέβειάς μας, δεύτερον υπέρ της πατρίδος, τρίτον υπέρ του βασιλέως που είναι χριστός του Κυρίου και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων. Λοιπόν αδελφοί, εάν οφείλουμε να αγωνισθούμε μέχρι θανάτου για έναν από αυτούς τους τέσσερις λόγους, πολύ περισσότερο [οφείλουμε να αγωνισθούμε] για όλους αυτούς μαζί».

Έτσι, ο λεοντόκαρδος αυτοκράτορας θα αγωνισθεί τον τετραπλό αγώνα, εναποθέτοντας το αδαμάντινο μαρτυρικό στέφανο στα πόδια της άτεγκτης ιστορίας των ανθρώπων. Ο υπέρ πάντων αγώνας του ενισχύονταν μόνο από την δύναμη της ψυχής και την αίγλη του μαρτυρίου. Μόνη σύμμαχος η ελληνική αιώνια ιδέα. Είχε απόλυτη συνείδηση του εθνικού χαρακτήρα που ενείχε η αντίστασή του. Δεν αγωνίσθηκε για το Ρωμαϊκό Κράτος αλλά για το Ελληνικό Γένος. Έλληνες και όχι Ρωμαίους προσφωνούσε τους συναγωνιστές του.

Ο Κωνσταντίνος τίμησε πλήρως την υψηλή θέση που του έλαχε η ιστορία. Επισκεύασε τα χερσαία και τα παράλια τείχη, αλυσόδεσε τον Κεράτιο κόλπο, ενίσχυσε το αδύναμο κρατικό ταμείο από τα κειμήλια των εκκλησιών. Μαχόταν ανάμεσα στις οβίδες και τα βέλη ως απλός στρατιώτης, περιερχόταν τα τείχη έφιππος και ρύθμιζε τα της μάχης, διέταζε και φρόντιζε την επισκευή των ρηγμάτων, την στήριξη των πύργων, την εκχέρσωση των τάφρων και την όρυξη των υπονόμων, ξεσήκωνε τους φύλακες σε άγρυπνη φρουρά και τόνωνε τους λιγοστούς και καταπονημένους πολεμιστές του στις γκρεμισμένες πολεμίστρες, ενθάρρυνε τον λαό του κρατώντας τον ζωντανό στις επάλξεις, εμψύχωνε όλους με σπουδαία λόγια, αλλά κυρίως με το λαμπρό παράδειγμα του γενναίου βασιλιά που φροντίζει και μάχεται υπέρ εκείνων των υψηλών ιδανικών, τα οποία σμιλεύονται αιώνια στις βαριές πλάκες της ιστορίας μόνο με χρυσά γράμματα και για ελάχιστους μέγιστους άνδρες.

Κατά τις επιθανάτιες στιγμές του, οι προτάσεις συναλλαγής του Μωάμεθ, οι οποίες θα εξασφάλιζαν στον βασιλέα και σωτηρία και ηγεμονία, βρίσκουν παγερά αδιάφορο και σθεναρά ασυγκίνητο τον υψηλόφρονα Παλαιολόγο. Άλλο ένα «Μολών λαβέ», εξίσου βροντερό και εξίσου αποφασιστικό, εκστομίσθηκε από τα χείλη του μελλοθάνατου βασιλιά: «Το δε την Πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εντίν ούτε άλλων των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεθα και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Δεν ήθελε το αναπόδραστο τέλος της μεγάλης ελληνικής αυτοκρατορίας να είναι άδοξο και οικτρό, αλλά ένδοξο και αντάξιο του λαμπρού παρελθόντος της. Και αυτό διότι διέβλεπε ότι η ατιμωτική πτώση θα είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την καταισχύνη και την περιφρόνηση, αλλά και την αποσάθρωση του ίδιου του ελληνικού έθνους, το οποίο σκληρά δοκιμαζόταν, όχι για πρώτη αλλά ούτε και για τελευταία φορά.

Οι τελευταίες στιγμές της Πόλης πλησιάζουν και ο Κωνσταντίνος εκτελεί τα τελευταία του θλιβερά καθήκοντα, πιστός στα πατροπαράδοτα ελληνικά θέσμια. Ως στρατηγός δίδει τις τελευταίες διαταγές και καθοδηγεί τους λίγους στρατιώτες του για την άμυνα των τειχών. Ως άξιος βασιλιάς μεταβαίνει στα ανάκτορα των Βλαχερνών και εν μέσω δακρύων αποχαιρετά και ζητά συγχώρεση από τον πιστό λαό του. Ως ευλαβής χριστιανός, γονατίζει με σεβασμό και μεταλαμβάνει των αχράντων μυστηρίων στην Αγία Σοφία. Και ως υψηλόφρων άνδρας ενδύεται την πολεμική στολή του και προτάσσει τα ψυχωμένα στήθη του, ως απλός στρατιώτης, στην άγρια επιβουλή του άτιμου κατακτητή. Και εκεί, ύστερα από 52 ημέρες, επάνω στο αποκορύφωμα της άνισης μάχης, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, η εχθρική λόγχη δίδει το τέλος.

 

 

 

Οι θρήνοι της άλωσης της Πόλης γρήγορα μεταβλήθηκαν σε επαγγελία νέας ζωής και νέας δόξας. Το τίμιο αίμα του ηρωικού βασιλιά πότισε το μαύρο χώμα με τις ελπίδες του δούλου γένους, οι οποίες, με την βοήθεια του καλού Θεού και την δύναμη των γενναίων ραγιάδων, βλάστησαν γρήγορα. Τα πένθιμα πλέον κλωνάρια του κυπαρισσιού αντικαταστάθηκαν από τα ελπιδοφόρα κλαδιά του κισσού. Οι πόθοι και οι ελπίδες του ελληνικού γένους ιστορούν ότι ο Κωνσταντίνος δεν πέθανε. Μόλις ο άπιστος Τούρκος ετοιμαζόταν να κτυπήσει τον βασιλιά, εμφανίσθηκε άγγελος Κυρίου, τον άρπαξε και τον μετέφερε βαθιά σε ένα υπόγειο σπήλαιο κοντά στην Χρυσόπορτα. Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο βασιλιάς και καρτερεί την ώρα που θα έρθει ο άγγελος για να τον σηκώσει. Περιμένει το πλήρωμα του χρόνου, που ο άγγελος θα κατέλθει από τον ουρανό, θα τον ξεμαρμαρώσει και θα του δώσει στο χέρι το σπαθί που είχε στην μάχη. Και τότε ο βασιλιάς θα σηκωθεί, θα μπει στην Πόλη από την Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους θα γίνει μεγάλος σκοτωμός και θα διώξει τους άπιστους ως την Κόκκινη Μηλιά.

Η τέφρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης ακόμη καπνίζει. Από αυτή την ιερή στάχτη, από εκείνη την τρομερή συμφορά, κάρπισαν οι ελπίδες της αναγέννησης και της αποκατάστασης. Ο Κωνσταντίνος, πέφτοντας στις επάλξεις της Βασιλεύουσας, ανακήρυξε ως τον μόνο διάδοχο και απόλυτο κληρονόμο του μεσαιωνικού Ελληνισμού τον νέο Ελληνισμό. Τον Ελληνισμό, ο οποίος, από τότε, συνεχίζει να μάχεται τον πάτριο αγώνα συνεχώς και αδιαλείπτως. Η ελευθερία και η δόξα του αναγεννημένου Ελληνικού Γένους, που ξεπήδησε το 1821 από την τέφρα του Βυζαντίου και συνεχίσθηκε το 1912 – 1913, είναι αποκλειστικό χάρισμα και αιώνιο κληροδότημα του μεγάλου μας βασιλιά Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου.

Τα έργα του τελευταίου έλληνα αυτοκράτορα κατατάχθηκαν στην χορεία των λαμπρών κατορθωμάτων του μεσαιωνικού Ελληνισμού, τα οποία, μαζί με εκείνα του αρχαίου, συνθέτουν την μακραίωνη επική ιστορία αυτού του ένδοξου τόπου. Γιατί, Αθήνα και Κωνσταντινούπολη συμβολίζουν απόλυτα το αιωνόβιο του Ελληνισμού. Γιατί το πολυτιμότερο πετράδι στο ελληνικό στέμμα της αρετής ανέκαθεν υπήρξε η αφοσίωση στην ελευθερία και την δόξα, η αφοσίωση στην αυτοθυσία και την τιμή. Γιατί η μοίρα του Παλαιολόγου είναι η αιώνια ιερή μοίρα όλου του Ελληνισμού μέχρι σήμερα.

Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι, εκεί όπου απουσιάζουν τα εθνικά οράματα και οι εθνικοί πόθοι, απουσιάζει και η ιστορική αλλά και η πολιτική συνείδηση. Ο λαός που αποβλέπει μόνο στο υλικό και πρόσκαιρο παρόν, λησμονώντας το ένδοξο παρελθόν και αδιαφορώντας για το παραγωγικό μέλλον, βρίσκεται σε μία πνευματική νάρκη και μία ηθική παρακμή, προετοιμάζοντας την κοινωνική αποσάθρωση και την πολιτική εξαθλίωσή του. Μόνη ελπίδα ανόρθωσης παραμένει, εδώ και αιώνες, η άνδρωση γενναίων και μεγαλοφρόνων ιδεών, οι οποίες θα κυοφορούνται στην μεγάλη γαστέρα της πίστης και της πατρίδας και θα γεννώνται αποκλειστικά και μόνο από τις σκληρές οδύνες των μεγάλων θυσιών των λαμπρών ανδρών.

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΙΧ. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Πρόεδρος Δικαστικών Επιμελητών

Εφετείου Θράκης

Σχετικά Άρθρα

Back to top button