TA ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

Τα λαϊκό παραμύθι αποτελεί μια ανεπανάληπτη κληρονομιά που καθρεφτίζει τις ενδότερες ανάγκες και αναζητήσεις της κάθε κοινωνίας. Η πανάρχαιη τέχνη της αφήγησης εμφανίζεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε περιοχή καθώς η λειτουργία του παραμυθιού προσδιορίζει τα όρια του κοινά αποδεκτού για μία κοινότητα – και πολύ συχνά τα ξεπερνάει. Με την επανάληψή του από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, το παραμύθι γίνεται μέτρο σύγκρισης, πρότυπο συμπεριφοράς και σημείο αναφοράς που συνδέει το παρελθόν με το παρόν.

Τα λαϊκό παραμύθι αποτελεί μια ανεπανάληπτη κληρονομιά που καθρεφτίζει τις ενδότερες ανάγκες και αναζητήσεις της κάθε κοινωνίας. Η πανάρχαιη τέχνη της αφήγησης εμφανίζεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε περιοχή καθώς η λειτουργία του παραμυθιού προσδιορίζει τα όρια του κοινά αποδεκτού για μία κοινότητα – και πολύ συχνά τα ξεπερνάει. Με την επανάληψή του από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, το παραμύθι γίνεται μέτρο σύγκρισης, πρότυπο συμπεριφοράς και σημείο αναφοράς που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Προσφέρει κάτι σπουδαιότερο από απλή διασκέδαση ενός ακροατηρίου: χωρίς να δεσμεύεται από συγκεκριμένα γεγονότα ή εμπειρίες, το παραμύθι δίνει στον κόσμο την ποιητική του έκφραση.

 

   Ήδη από το γεγονός ότι είναι προορισμένο να τέρψει, το παραμύθι κατατάσσεται στα έντεχνα είδη της λαϊκής φιλολογίας, έχοντας και ορισμένα σταθερά καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά, ένα από τα οποία είναι ο κυρίαρχος ρόλος της φαντασίας. Η έκταση και το είδος της φαντασίας ποικίλλει, ανάλογα με την ιδιαίτερη κατηγορία στην οποία ανήκει μια παραμυθιακή διήγηση. Σύμφωνα με την κατάταξη του υλικού που πρότεινε αρχικά ο Φινλανδός Antti Aarne (1910) και επεξεργάστηκε και διεύρυνε παραπέρα ο Αμερικανός Stith Thompson (1961),  τα παραμύθια διακρίνονται στις εξής γενικές κατηγορίες:

 

  • ιστορίες για ζώα (εδώ ανήκουν οι Αισώπειοι μύθοι)
  • μαγικά παραμύθια
  • Θρησκευτικές διηγήσεις (των συναξαρίων και άλλης προελεύσεως)
  • Νουβέλες (διακρίνονται για τον περιορισμό των υπερφυσικών και μαγικών στοιχείων, άκμασαν κατ’ εξοχήν στους χρόνους της Αναγέννησης  στην Ευρώπη και ιδίως στην Ιταλία)
  • Ευτράπελες διηγήσεις και ανέκδοτα

 

Μιλώντας για την προφορική παράδοση της Θράκης, εκτός από το παραμύθι θα πρέπει να αναφερθούμε και σε μια σειρά από μορφές έκφρασης όπως οι λαϊκές παραδόσεις, οι παροιμίες, οι θρύλοι, οι μύθοι ζώων, οι ευτράπελες ιστορίες, τα ανέκδοτα.

 

     Πρώτα θα πούμε δυο λόγια για τις καταγραφές των θρακιώτικων παραμυθιών. Θρακιώτικα παραμύθια αρχίζουν δημοσιεύονται  από τις αρχές του 20ου αιώνα σε περιοδικά όπως Λαογραφία, Θρακική Επετηρίς, Θρακικά, Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, Θρακικά Χρονικά.  Τεράστια ήταν η συνεισφορά του Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου (1886-1967), ο οποίος καταγόμενος από τις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης,  συνέβαλε τα μέγιστα στην καταγραφή του προσφυγικού λαογραφικού υλικού. Όντας ο ίδιος δάσκαλος, πίστευε ότι τα θρακικά παραμύθια μπορούσαν να έχουν έναν ιδιαίτερο παιδαγωγικό ρόλο. Τεράστιας σημασίας ήταν η καταγραφή παραμυθιών από την Ελπινίκη Σταμούλη-Σαραντή (Σηλυβρία 1882- Αθήνα 1971).   Κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960 οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία, τον Πόντο και τη Μ. Ασία που εγκαθίστανται στη Θράκη προσπαθούν να διασώσουν τις μνήμες της γενέθλιας γης τους καταγράφοντας τα παραμύθια των γονιών τους.

 

     Τα παραμύθια λέγονταν στη Θράκη σε διάφορες περιστάσεις. Οι γυναίκες αφηγούνταν παραμύθια όταν νυχτέρευαν, όταν δούλευαν στο λανάρισμα των μαλλιών, στο τρίψιμο του καλαμποκιού κλπ. Οι μυλωνάδες έλεγαν μυλωνάδικα παραμύθια όταν πήγαιναν οι χωρικοί να αλέσουν το σιτάρι στους νερόμυλους και περίμεναν τη σειρά τους. Οι τσομπάνηδες στα καλύβια τους, οι κυνηγοί, οι τσαγκάρηδες έλεγαν συχνά παραμύθια τολμηρά για να γελάσουν. Η αξία του παραμυθά κρίνονταν συχνά από το πόσο πολύ μπορούσαν να διαρκέσουν τα παραμύθια του. Οι άντρες στα καφενεία μερικές φορές έλεγαν παραμύθια που διαρκούσαν πολλές  βραδιές.

 

Θεματολογία και μοτίβα των θρακικών παραμυθιών

Το θρακικό παραμύθι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της λαϊκής παράδοσης που έχει διαμορφωθεί στον ελλαδικό χώρο. Μέσα στα παραμύθια των Θρακών συνυπάρχουν ετερόκλητα και συχνά αλληλοαναιρούμενα στοιχεία, τόσο στη μορφή όσο και στα νοήματα: η άμεση, λιτή έκφραση και τα πληθωρικά καλολογικά στοιχεία, η κλιμακούμενη ένταση του ρυθμού αφήγησης που διαδέχεται τη χαλάρωση του ακροατή, η αντικρουόμενη δυϊκή σχέση του έρωτα και του θανάτου.

Στα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά τα θρακικά παραμύθια προσομοιάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό με τα υπόλοιπα ελληνικά:

  1. Δημιουργήθηκαν από ανώνυμους «παραμυθάδες», διαδόθηκαν αποκλειστικά σχεδόν μέσω του προφορικού λόγου και με το πέρασμα του χρόνου οι μύθοι εμπλουτίζονταν, παραλλάσσονταν και αναπλάθονταν.
  2. Οι ήρωες των θρακικών παραμυθιών εμπίπτουν στο τρίπτυχο φύση – ζώα – άνθρωπος, με κυρίαρχες όμως τις υπερφυσικές οντότητες και τα μαγικά άψυχα αντικείμενα.
  3. Επιτελούν αναμφισβήτητο παιδαγωγικό ρόλο για άτομα κάθε ηλικίας, κυρίως όμως για τα παιδιά.
  4. Αποδεσμεύονται από τα στεγανά του καθημερινού βίου και από τους όρους και τους νόμους της συμβατικής ανθρώπινης κοινωνίας. Οτιδήποτε βάλει στο νου του ο αφηγητής μπορεί να συμβεί.
  5. Εσωκλείουν τη συνείδηση και τις αξίες του ελληνικού λαού, εκπεφρασμένες με τρόπο κατ’ εξοχήν άμεσο και εύληπτο.

 

Ο χρόνος της δράσης είναι  παρελθοντικός αλλά και ακαθόριστος, ο χώρος φανταστικός και μαγικός αλλά παρόμοιος με τον πραγματικό. Τα περισσότερα μαγικά παραμύθια αφορούν υπερφυσικά πλάσματα όπως δράκους, νεράιδες, στοιχειά, τελώνια, μάγισσες. Εκεί τίποτα δεν είναι αδύνατο: από ένα καρύδι βγαίνει μια χρυσή ανέμη, με το κάψιμο μιας τρίχας έρχεται η βοήθεια μιας νεράιδας, μια κότα γεννάει χρυσά αυγά.

 

   Οι δράκοι είναι χειροδύναμοι και πανύψηλοι. Αλλάζουν την όψη τους και γίνονται ό,τι ζώο θέλουν. Κάνουν τη στεριά θάλασσα και τη θάλασσα στεριά, με το ένα παπούτσι πατούνε στο ένα βουνό και με το άλλο παπούτσι  στο άλλο. Με το περπάτημά τους σειούνται τα βουνά κι η γης τρέμει. Βάζουν το αφτί τους στη γη κι ακούνε τι γίνεται σε όλο τον κόσμο. Κατοικούνε σε ολόχρυσα παλάτια με κάμαρες γεμάτες χρυσάφι. Αυτοί φυλάνε κάθε τι πολύτιμο: το αθάνατο νερό που ζωντανεύει τους πεθαμένους, την πεντάμορφη, τα λεμόνια της λεμονιάς που το κάθε λεμόνι της είναι και μια όμορφη κοπέλα. Οι δράκοι τρώνε ανθρώπινο κρέας και καταλαβαίνουν τον άνθρωπο από τη μυρωδιά ακόμα και κρυμμένο. Όταν όμως ορκίζονται να μην τον πειράξουν όχι μόνο δεν τον πειράζουν αλλά τον περιποιούνται και στον συμβουλεύουν για να πετύχει αυτό που θέλει.

 

     Υπάρχουν όμως και μικροσκοπικά ανθρωπάκια όπως ο κοντορεβιθούλης, ο τσιμτσιράκος, ο κουκιπιπέρης.  Η σαραντοπλεξιδούσα, όμορφη μάγισσα, έχει τόσο μακριά μαλλιά που τα χρησιμοποιούν οι δράκοι γονείς της για να ανεβοκατεβαίνουν στο παλάτι. Το τσομπανόπουλο φοράει μαγικό παντελόνι και τρέχει πιο γρήγορα απ’ όλους, βάζει ένα σκουφί και γίνεται αόρατο. Η βασιλοπούλα πλάθει με μυρουδικά τον άντρα που θα παντρευτεί και του δίνει ζωή με προσευχές και με μετάνοιες που κρατούν σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες.  Τα ζώα και τα φυτά έχουν ανθρώπινη λαλιά και συνομιλούν με τους ανθρώπους.

 

     Εικόνες απόλυτης ομορφιάς ξεδιπλώνονται μέσα από τον αφηγηματικό λόγο,  ένα λόγο που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από μεγάλα αριστουργήματα της γραπτής λογοτεχνίας. Πώς να μην ταξιδεύει η φαντασία μας όταν ακούμε για την όμορφη κοπέλα που όταν γελούσε έπεφταν τριαντάφυλλα απ’ το στόμα της και σα λούζονταν η σκάφη γέμιζε φλουριά; («Η όμορφη προγονή» Ε. Σταμούλη-Σαραντή  «Παραμύθια της Θράκης» Θρακικά, 1941, 16, σ.178).

 

     Τα μαγικά στοιχεία κατακλύζουν τα παραμύθια της Θράκης. Το παιδί που το κυνηγάει ο διάβολος («Ο κασσίδας»,  Μ.Γ. Βαρβούνης, Λαϊκά παραμύθια της Θράκης. Εν πλω, Αθήνα 2005, σ. 39-46) ρίχνει πίσω του σαπούνι, το σαπούνι γίνεται λάσπη κι ο διάβολος πέφτει μέσα. Μετά ρίχνει πίσω του ένα χτένι και ο δρόμος γεμίζει παλούκια. Μετά ρίχνει πίσω του ένα ξυράφι κι ο δρόμος γεμίζει μαχαίρια. Το κορίτσι βαστάει ένα αβγό και μόλις το ρίχνει κάτω η καλύβα μεταμορφώνεται σε παλάτι. Μετά πηγαίνει σε μέρη μαγικά:

 Στα τράγκουλα

 Στα τρίγκουλα

 Στη διαμαντένια χώρα.

 

Ως προς τη γλωσσική έκφραση, όπως επισημαίνει η Καλλιόπη Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, στα θρακικά  παραμύθια συναντάμε συχνά βυζαντινές λέξεις όπως «μαγκίψα (φουρνάρισσα), κιβούρι (φέρετρο) κλπ. Επίσης επιβιώματα μητριαρχικά, όπως στο παραμύθι «Η Θοδώρα στο στρατό».

 

Σύνηθες είναι το μοτίβο του ζευγαριού που δεν μπορεί να τεκνοποιήσει, γι’ αυτό εκλιπαρεί θεϊκές δυνάμεις (άλλοτε χριστιανικές – το Θεό, και άλλοτε παγανιστικές – π.χ. τη Θάλασσα) να τους προσφέρουν γονιμότητα. Ζητούν να κάνουν παιδί, όποια και να είναι η μορφή του: «…ας είναι και δάφνη ή δαφνοκούκουτσο». Τελικά το παιδί γεννιέται με μορφή ζώου ή φυτού. Όταν φτάσει σε κάποια ηλικία, γνωρίζει κάποιον που το ερωτεύεται και λύνει τα «ξόρκια», δίνοντας έτσι στο παιδί μόνιμη ανθρώπινη μορφή. Η βοήθεια «από μηχανής Θεών» είναι αναμενόμενη: Όταν ο ήρωας βρίσκεται σε απόγνωση και όταν έχει εξαντλήσει κάθε δυνατό μέσο αλλά δεν πετυχαίνει το σκοπό του, θα τύχει υπεράνθρωπης ή ακόμα και θεϊκής συνδρομής, συνήθως ως ανταμοιβή για την καλοσύνη του. Έτσι, η ίδια η θάλασσα προσωποποιείται και προσφέρει στη γυναίκα του ψαρά το μήλο που θα την κάνει να πιάσει παιδί, τα πουλιά θα συμβουλεύσουν την κόρη για το πώς να φτιάξει το γιατρικό για τον αγαπημένο της που κανένας γιατρός δεν έχει καταφέρει να θεραπεύσει, ενώ το γουδί βγάζει ανθρώπινη λαλιά και αναφέρει την ύπαρξη «εισβολέα» στο σπίτι της Δράκαινας.

 

   Έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε μερικά συνηθισμένα προοίμια των θρακιώτικων παραμυθιών:

«Αρχή του παραμυθιού. Καλημέρα σας»

«Κόκκινη κλωστή δεμένη

Στην ανέμη τυλιγμένη,

Δοσ’ της κλότσο να γυρίσει,

Παραμύθι ν’ αρχινήσει,

Και την καλή μας συντροφιά

Να την καλησπερίσει!»

 

«-Πε γιαγιά ένα παραμύθ’

-Το κουκί και το ρεβύθ’!

Παραμύθι μυθικό

Κάτσε κάτω να σ’ το πω.

Το ροδάνι κι η ανέμη

Μεσ’ στη μέσ’ είναι στημένη

Δωσ’ την κλώτσο να γυρίσ’

Παραμύθι ν’ αρχινίσ’.

Καλησπέρα τα’ παραμυθιού:

Μια φορά κι έναν καιρό

Πίναν οι γάιδαροι νιρό

Πάω κι  εγώ εκεί κοντά

Για να πιω καμιά χουφτιά

Κι αρχινίσαν στην κλωτσιά!

Δρόμο παίρνω, δρομ’ αφήνου

Διψασμένος θ’ απομείνου.

Να κι η Χηνοβοσκού καρσί

Τη ζωή της θα μας πει!»

 

Ένα γκαιρό κι ένα ζαμάν’

Είχαν οι Τούρκοι ραμαζάν’

Οι Οβρηγοί μπαργιάμ

Κ’ οι Ρωμιοί πάσκα.

Πράσνη κλωστή κλωσμέν’

Στην ανέμ’ ντυλιγέν’

Πάτα, κλώτσα την ανέμ’

Να γυρίζ’ όπως θελ’

Και καθόλ’ μη σε μελλ’.

 

Να σε πω ένα παραμύθι,

Το κουκί και το ρεβίθι,

Να σε πω και κόμα ένα

Το κουκκί και dη ναdένα

Π’ ανεβαίνω στη συκιά

Και πατώ στη βυσσινιά

Τρώγω βύσσινα πολλά,

Πίνω και γλυκό κρασί

Πε dη κούπα dη χρυσή,

Ως που ν’ ανέρτη άγγελος

Να πάρη dη ψυχή μου.

 

Παραδείγματα θρακικών παραμυθιών

 

Στο  λογοτεχνικό έργο του μεγάλου Ανατολικοθρακιώτη Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896) καθρεφτίζονται οι επιδράσεις από το θρακιώτικο παραμύθι. Μια από τις ποιητικές συλλογές του είχε τον τίτλο «Εσπερίδες ή Μύθοι του λαού και παραμύθια και αποτελείται από τρεις μπαλάντες που αντλούν το περιεχόμενό τους από ελληνικούς θρύλους και παραμύθια.  Πάμπολλα παραμυθιακά μοτίβα συναντάμε στο διήγημα «Το μόνον της ζωής μου ταξίδιον» όταν ο παππούς διηγείται για τη βασιλοπούλα που ερωτεύτηκε το φτωχό ραφτόπουλο γιατί έραβε πολύτιμα υφάσματα τραγουδώντας. Πάει η βασιλοπούλα στο βασιλιά και του λέει: «Πατεράκι μου, ή το ραφτόπουλο που τραγουδά τόσον εύμορφα ή θα πεθάνω». Πάει ο βασιλιάς και ρωτάει το ραφτόπουλο αν μπορεί να κάνει κάτι σπουδαίο. Κι εκείνος του υπόσχεται «να ράψη τα νυφιάτικα χωρίς ραφή και ράμμα». Ο βασιλιάς του ζητάει να ράψει σαράντα νυφιάτικες στολές, αλλά αν έβλεπε κάπου κάποια κλωστή ή ραφή θα του έκοβε το κεφάλι. Το ραφτόπουλο ζητάει τη βοήθεια της γιαγιάς του της νεράιδας που του στέλνει σαράντα ασπροντυμένα νεραϊδόπουλα με πολύτιμα υφάσματα. Μέχρι να λαλήσει ο πετεινός το ραφτόπουλο έχει τελειώσει. Ο βασιλιάς θαμπώνεται γιατί οι φορεσιές είναι γεμάτες με χρυσάφι και μαργαριτάρια που αξίζουν πιο πολύ από το βασίλειό του. Έτσι το ραφτόπουλο παίρνει τη βασιλοπούλα γυναίκα του.

 

           Στο παραμύθι «Η χηναρού» (Κ. Κουρτίδης  «Παραμύθια Θράκης (Αδριανουπόλεως)» Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού & Γλωσσικού Θησαυρού,1937-8, 4, 154-159) από την Αδριανούπολη ένα πουλί πηγαίνει κάθε μέρα στο παραθύρι μιας έμορφης και της λέει: «Πεθαμένο άντρα θα πάρεις». Η κόρη φεύγει από το σπίτι της να πάει να βρει τη μοίρα της και βρίσκει ένα παλάτι και μέσα ένα κοιμισμένο βασιλόπουλο και μια επιγραφή: «Όποια κόρ’ μι φυλάξ’ σαράντα μέρις κι σαράντα νύχτις, χουρίς να κοιμηθή, κείναν θα πάρω γυναίκα». Εκείνη μένει ξυπνητή δίπλα στο βασιλόπουλο  μέχρι την τελευταία μέρα οπότε έρχεται εκείνη που έβοσκε τις χήνες (η χηναρού) και της λέει λίγο να ξεκουραστεί και ότι θα την ειδοποιούσε σε μια ώρα. Το κορίτσι αποκοιμιέται και όταν το βασιλόπουλο ξυπνάει βλέπει τη χηναρού δίπλα του και την παίρνει γυναίκα του. Όταν κάποια στιγμή το βασιλόπουλο πάει ταξίδι στην ξενιτιά (στην Ιγγλιτέρα) λέει σε όλους τι θέλουν να τους φέρει. Το κορίτσι ζητάει «ένα μαχαίρ’ της σφαής, ένα σκοινί της κριμάθρας, κι μια πέτρα της υπομονής». Όταν της τα φέρνει την παρακολουθεί από την κλειδαρότρυπα να λέει:

 

«Αχ σκοινί της κριμάθρας, τι είνι αυτά που τραβώ: Καλλίτερα να μι κριμάσεις κι να γλυτώσω»

«Μαχιράκι της σφαγή, σφάξι μι να γλυτώσω» και να στρέφεται μετά στην πέτρα:

«Συ, πέτρα της υπομουνής, βάστα μι». Το βασιλόπουλο μπαίνει μέσα, η αλήθεια αποκαλύπτεται και παίρνει το κορίτσι γυναίκα του ενώ ξαναβάζει τη χηναρού να βόσκει χήνες. Όμως η χηναρού κάποια μέρα εκεί που λούζονταν το κορίτσι τού μπήγει στο κεφάλι μια καρφίτσα, τη μεταμορφώνει σε πουλί και ντύνεται αυτή με τα βασιλικά ρούχα. Το πουλί κάθε πρωί έρχονταν και τραγουδούσε:

«Τι κάνει ο βασιλιάς; Κοιμάτι. -Γλυκά γλυκά να κοιμάτι.

Τι κάνουν τα βασιλόπουλα; – Κοιμούντι.  – Γλυκά γλυκά να κοιμούντι.

Τι καμ’ η βασιλιάδινα; – Κοιμάτι. Να κοιμάτι τουν αξύπνητο»

Κάθε δέντρο που πατούσε το πουλί ξεραίνονταν. Ο βασιλιάς ζήτησε από το μπαξεβάνη να του πει γιατί ξεραίνονται τα δέντρα κι εκείνος του είπε για το πουλί. Ο βασιλιάς ζήτησε να το πιάσουν και να το βάλλουν σε ένα χρυσό κλουβί. Αλλά η χηναρού προσποιήθηκε την άρρωστη  και ζήτησε από το γιατρό για θεραπεία να της βράσουν την καρδιά του πουλιού για να τη φάει. Τα πούπουλα του πουλιού τάριξαν στα σκουπίδια κι εκεί φύτρωσε ένα ψηλό κυπαρίσσι. Η χηναρού πάλι καμώθηκε την άρρωστη και ζήτησε να της βράσουν να πιει τη ρίζα του κυπαρισσιού. Τα ξύλα τα πήραν για τη φωτιά. Όμως μια γριά πήρε κανά δυο ξύλα στο σπίτι της κι από εκεί ξεπήδησε ένα κορίτσι και της συγύριζε το σπίτι. Ο βασιλιάς μαθαίνει πως στης γριάς είναι ένα κορίτσι που μαγείρευε καλά και πάει μια μέρα να φάει. Μέσα στο πιλάφι ανακαλύπτει το δαχτυλίδι του αρραβώνα και η αλήθεια αποκαλύπτεται. Η τιμωρία της χηναρούς να τη δέσουν από τέσσερα άλογα και να την κομματιάσουν. Η αφήγηση κλείνει με τον παραμυθά να εμφανίζεται ως μάρτυρας ως εξής:

 

« Ύστερα έκαμι βασιλιάς μια μεγάλ’ χαρά κι φώναξι πουλύν κόσμουν στη χαρά. Πήγα κι γω ικεί κι σιργιάνισα καλά. Έφαα, ήπχια όσου θέλσα. Στα υστερνά πήρα να έρτου στου σπιτ’, μ’ έδουσαν ένα χαρτί σεκέργια να σας τα φέρου. Κει που ίφερνα, βγήκε απ’ την κωχ’ ένας σκύλους κιάρχισι γκαβ, γκαβ να φουνάζ, τρόμαξα κι γω, έρριξα το χαρτί τα σεκέργια κι ήρτα μι άδεια χέργια».

 

    Στο παραμύθι «Το κέντρο της γης» (Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Λαϊκή Φιλολογία. Αθήνα, 1982, σ. 98-100) από τον Πύργο Ανατολικής Θράκης ένας βασιλιάς με τρεις γιους και τρεις κόρες πριν πεθάνει αφήνει ευχή και κατάρα στα αγόρια να παντρέψουν τις αδελφές τους με τον πρώτο που θα τις ζητήσει. Τα τρία κορίτσια τα ζητάνε ένας ζητιάνος, ένας κουτσός κι ένας τυφλός. Τα μεγάλα αδέρφια δε θέλουν να τις δώσουν αλλά ο μικρότερος υπακούει στην πατρική εντολή. Ο μικρός αδερφός ερωτεύεται μια βασιλοπούλα αλλά ο πατέρας της για να τη δώσει τον κλείνει μέσα σε ένα βαθύ μέρος σαράντα μέρες και του ζητάει να βρει τι υπάρχει στο κέντρο της γης. Το παλικάρι περνάει ένα άνοιγμα που τον οδηγεί σε έναν άλλο κόσμο. Εκεί ζούσαν οι γαμπροί που είχαν παντρευτεί τις αδελφές του, οι οποίοι ήταν δράκοι. Με τη δική τους βοήθεια και ενός αετού μαθαίνει πως στο κέντρο της γης υπάρχουν τρεις βρύσες: Η μια τρέχει ασήμι, η άλλη χρυσάφι και η άλλη πλατίνα. Ο αετός δίνει στο αγόρι πολύτιμα πετράδια από τον κέντρο της γης για να τα πάει στο βασιλιά ως απόδειξη. Έτσι πήρε γυναίκα του την κόρη του σκληρού βασιλιά κι έκαναν χαρές και ξεφάντωσες μεγάλες».

 

   Στο παραμύθι «Η χρυσομαλλούσα» (Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Λαϊκή Φιλολογία. Αθήνα, 1982, σ. 90-92) από τον Αίνο το βασιλόπουλο ψάχνει να βρει την αδερφή του που την είχε κλέψει μια γριά. Η ατμόσφαιρα της αναζήτησης είναι εξωκοσμική καθώς «τρίζαν οι βελανιδιές στο πέρασμά του». Το βασιλόπουλο ακολουθά τη συμβουλή ενός καλού γερού, ανεβαίνει πάνω σε ένα βουνό και εντοπίζει τη γριά με την αδερφή του. Πηγαίνει, βγάζει τη μαντίλα απ’ το κεφάλι της γριάς κι έτσι εκείνη χάνει τη μαγική της δύναμη. Φέρνει τη Χρυσομαλλούσα στο παλάτι και «τι χαρές κι πανηγύρια γίνκανι δε λέγιτι».

 

   Στο παραμύθι «Ο διάβολος και η γριά» (Κ. Χατζόπουλος, «Παραμύθια Σαράντα Εκκλησιών» Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, 1937-8, 4, σ. 172-174.) από τις Σαράντα Εκκλησιές  ένας διάβολος έκανε όλα τα αντρόγυνα να μαλώσουν σε μια πολιτεία εκτός από ένα. Μια κακή γριά είπε πως εκείνη μπορεί να κάνει το ζευγάρι να μαλώσει με ανταμοιβή ένα ζευγάρι παπούτσια που θα της έδινε ο διάβολος. Πάει λοιπόν η γριά στο αντρόγυνο και πιάνει πρώτα τη γυναίκα και τη ρωτά αν ο άντρας της έχει κάποιο κουσούρι. Εκείνη απαντά πως το βράδυ που κοιμάται ροχαλίζει δυνατά. Η γριά τη συμβουλεύει το βράδυ να πάρει ένα ξουράφι και να του κόψει τρεις τρίχες απ’ το κεφάλι για να της φτιάξει γιατρικό. Μετά πάει στον άντρα και του λέει πως η γυναίκα του άλλον αγαπά και ετοιμάζεται να τον σφάξει το βράδυ. Εκείνος αρχικά δεν την πιστεύει αλλά όταν το βράδυ την αντιλαμβάνεται με το ξυράφι πάνω του πιστεύει πως η γριά έλεγε αλήθεια και πάνω στο θυμό του τη σκοτώνει. Στο τέλος η γριά πάει στο διάβολο να πάρει τα παπούτσια κι εκείνος δεν τις τάδωσε στο χέρι αλλά τα είχε κρεμασμένα από μια βέργα. Εκείνος είχε πει στη γριά να κάνει το αντρόγυνο να μαλώσει κι εκείνη έκανε το άντρα να σκοτώσει τη γυναίκα του. Η γριά αποδείχθηκε χειρότερη κι από το διάβολο τόσο που κι ο διάβολος ο ίδιος τη φοβήθηκε.

 

   Μερικά Θρακιώτικα παραμύθια τα συναντάμε και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένα από αυτά.

    Στο παραμύθι «Η Θοδώρα στο στρατό»(Ε. Σταμούλη-Σαραντή, «Παραμύθια της Θράκης» Θρακικά, 1942, 17, σ. 170-1) η μικρή κόρη ενός πατέρα, η Θοδώρα, προσφέρεται να πάει στον πόλεμο στη θέση του πατέρα της. Κόβει τα μαλλιά της, ντύνεται με ρούχα αντρικά, καβαλάει το άλογο και παίρνει το τουφέκι.  Στο στρατό κάποιος νέος την υποψιάζεται ότι είναι γυναίκα και την ερωτεύεται. Προσπαθεί να αποκαλύψει το φύλο της με κάποιες δοκιμασίες (την πάει εκεί που πουλάνε βραχιόλια και καρφίτσες για να δει αν θα αντιδράσει σα κορίτσι). Τελικά την αποκαλύπτει και την παίρνει σπίτι του. Εκείνη παραμένει βουβή. Ο νέος τότε αρραβωνιάζεται άλλη και πάει να την παντρευτεί. Στην εκκλησιά η Θοδώρα κρατάει ένα κερί και καίγεται το χέρι της μα πάλι δε μιλάει. Η νύφη τη βλέπει και φωνάζει. Τότε η Θοδώρα λέει στη νύφη: «Εγώ τρία χρόνια φύλαξα και δε μίλησα και συ τι γλήγορα που μίλησες;» Ο νέος, εκτιμώντας την αρετή της σιωπής σε μια γυναίκα, στεφανώνεται τελικά τη Θοδώρα.

 

    Στο παραμύθι «Οι Μήνιδοι» (Ε. Σταμούλη-Σαραντή, «Παραμύθια της Θράκης» Θρακικά, 1942, 17, σ. 168-9) από τη Τζετώ μια φτωχή γριά πάει να μαζέψει λάχανα όταν συναντάει δώδεκα παλικάρια. Τη ρωτάνε τη γνώμη της για τους δώδεκα μήνες κι εκείνη αποκρίνεται: «Όλοι άξιοι και καλοί είναι, ο καθένας με τη χάρη του». Οι δώδεκα μήνες προσφέρονται να της γεμίσουν το σακί με λάχανα, τα οποία αποδεικνύονται να είναι φλουριά. Όταν μια κακιά γειτόνισσα της γριάς πληροφορείται τι έχει συμβεί πάει κι αυτή να μαζέψει λάχανα. Τα δώδεκα παλικάρια τη ρωτούν τη γνώμη της για τους δώδεκα μήνες κι εκείνη αποκρίνεται: «Τύφλα μούντζα όλοι τα». Τα λάχανα που της μαζεύουν τα παλικάρια αποδεικνύονται φίδια που την τρομάζουν.

 

   Στο παραμύθι «Ο νεροκράτς» (Ε. Σταμούλη-Σαραντή, «Παραμύθια της Θράκης» Θρακικά, 1942, 17, σ. 173-4) από τη Σηλυβριά ένας κακός άνθρωπος είχε σκοτώσει 39 ανθρώπους και εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του σε έναν πνευματικό που τον συμβούλεψε να φυτέψει ένα καμένο ξύλο, να το ποτίζει και όταν το ξύλο βγάλει φύλλα θα του έχουν συγχωρεθεί οι αμαρτίες του. Ο άνθρωπος πότιζε κάθε μέρα το καμένο ξύλο και τους περαστικούς τους κερνούσε από ένα πεπόνι ή καρπούζι. Μια μέρα βλέπει έναν περαστικό να περνάει βιαστικός και τον φωνάζει να τον κεράσει αλλά αυτός δε σταματάει. Τότε θύμωσε και τον σκότωσε. Μετά είδε πως το καμένο ξύλο είχε βγάλει φύλλα.  Η αιτία ήταν πως ο περαστικός πήγαινε να χαλάσει το δρόμο του νερού, να τον πληρώνουν οι χωριανοί για να τους δίνει νερό. Παρατηρούμε εδώ πώς το νερό ως υπέρτατη ανθρώπινη ανάγκη στη λαϊκή φαντασία μπορεί να ανάγεται σε παραμύθι που επιδοκιμάζει ακόμα και το φόνο για τη διασφάλισή του.

 

Ενδιαφέρον είναι πως σε άλλες παραλλαγές αυτού του παραμυθιού («Το ξέκομμα» Ε.Σταμούλη-Σαραντή  «Παραμύθια της Θράκης» Θρακικά, 1942, 17, σ. 173) ο περαστικός πήγαινε να χαλάσει αρραβώνα και ο άνθρωπος τον εμπόδισε και γι αυτό άνθισε το καμένο ξύλο.   Το θαύμα της βλάστησης της ράβδου συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη (Αριθμοί 17.8) στην περίπτωση της εκλογής του Ααρών από το Θεό, όταν η ράβδος του Ααρών ανεφύησε βλαστό,  άνθισε άνθη και έβγαλε αμύγδαλα. Το ίδιο θέμα συναντάμε και σε βίους αγίων. Στο Γεροντικόν ως δείγμα υπακοής παρατίθεται διήγηση για τον αββά Ιωάννη ο οποίος φύτεψε ξερό ξύλο λέγοντας σε ένα γέροντα να το ποτίζει μέχρι να βλαστήσει. Αλλά, εκτός από τα παραμύθια, και σε ένα σπάνιο δημοτικό τραγούδι από τη Σύμη συναντάμε πάλι το θαύμα της αναβλάστησης ξερού δαυλού. Πρόκειται, λοιπόν, για ιδιαίτερα δημοφιλές θέμα με προφανή θρησκευτική προέλευση. Ο Dawkins,  διαπιστώνει πως δεν υπάρχουν τουρκικές παραλλαγές του παραμυθιού ενώ, συγκρίνοντας τις σλαβικές με τις ελληνικές παραλλαγές, επισημαίνει πως στην Ελλάδα η αμαρτία που διαπράττει ο άνδρας είναι είτε η παρακράτηση νερού είτε η παρεμπόδιση γάμου, ενώ στις σλαβικές παραλλαγές είναι εντελώς διαφορετική (προσβολή νεκρών, λαθρεμπόριο καπνού, νεκροφιλία). Με βάση αυτή την προσέγγιση του Dawkins, πρέπει να σημειώσουμε πως οι πομακικές παραλλαγές του παραμυθιού είναι κοντύτερα στις ελληνικές παρά στις σλαβικές.

 

        Στην αφήγηση του παραμυθιού ο τόνος της φωνής και οι υποκριτικές ικανότητες του παραμυθά είναι αναγκαίες για τη σωστή απόδοσή του. Στο παραμύθι «Η μοιρασιά» από την Αδριανούπολη (Γ.Κωνσταντινίδης, «Παραμύθι της Αδριανουπόλεως» Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού & Γλωσσικού. Θησαυρού1943,  18 σ. 310-311) ο μεγάλος αδερφός προσπαθεί να ξεγελάσει το μικρό αδερφό του στο μοίρασμα της κληρονομιάς με διάφορους τρόπους. Καθώς μοιράζουν τα φλουριά του πατέρα τους η αφήγηση έχει ως εξής:

  

«… Έβγαναν του τσουκάλ’ κι παν μέσα σ’ ένα σκουτινό ουντά κι έκατσαν κατά ης, άπλωσαν έναν σουφρά κι πήρι ου μιγάλους αδιρφός τα φλουριά κι αρχίνηψι να τα μιτράη. Είπι στον μικρό «να σένα πεεέντι φλουριά, να κι μένα σαραντούτσκα … να σένα πέντε φλουριά να κι μένα σαραντούτσκα». Τα πέντε τα έλεγε μι μεγάλ’ κι συρτή φουνή κι τα σαράντα τα έλιγι μι χαμηλή φουνή».

 

 

Τα πονηρά στοιχεία δεν απουσιάζουν  από το θρακιώτικο παραμύθι. Για παράδειγμα στο αμπατζήδικο ανέκδοτο «Γιάννη μου κοντή κλωστή» (Β. Ν Δεληγιάννης. «Αμπατζήδικα ανέκδοτα» Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού & Γλωσσικού. Θησαυρού, 1935-6,  2 σ. 65) κάποιος ράφτης μάστορας βάζει στοίχημα με το τσιράκι του το Γιάννη ποιος από τους δύο θα ράψει γρηγορότερα ένα γιλέκο. Αν κερδίσει ο μάστορας θα πλαγιάσει με το τσιράκι, αν κερδίσει το τσιράκι θα πλαγιάσει ο Γιάννης με τη γυναίκα του μάστορα. Καθώς διαγωνισμός ξεκινά η γυναίκα του μάστορα θέλει να βοηθήσει το Γιάννη για να τον έχει στο κρεβάτι της. Βλέποντας πως ο Γιάννης κόβει μεγάλη κλωστή και κινδυνεύει να χάσει κάνει τάχα πως νανουρίζει το μωρό της τραγουδώντας:

                          «Ναααάνι, νάααανι νάααανι Γιάννη

                          Νάααανι, Γιάννη μου, κοντή κλωστή,

                          Γιάννη μου, κοντή κλωωωωστή»

Ο Γιάννης καταλαβαίνει το λάθος του και κερδίζει το στοίχημα.  Στην καταγραφή του 1935-5 ο καταγραφέας τελειώνει με τη φράση: «Για τα παρακάτω το ανέκδοτο σιωπά» (!).

 

 

Ο επίλογος των παραμυθιών

Θα ήταν ενδιαφέρον, κλείνοντας, να δούμε ορισμένες χαρακτηριστικές φράσεις με τις οποίες συχνά τέλειωναν τα θρακιώτικα παραμύθια. Στο κλείσιμο των παραμυθιών ο αφηγητής συχνά τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στο παραμύθι ως μάρτυρα της αλήθειας των όσων έχουν ειπωθεί.  Το παραμύθι «Η βασιλοπούλα» από την Αδριανούπολη (Π. Παπαχριστοδούλου, «Παραμύθια Αδριανουπόλεως» Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, 1935-6, 2:177) τελειώνει με τη φράση:

«…Άμα είδγαν την θυγατέρα τα χάρκαν κι έκαμαν μεγάλ’ χαρά κι την πάντρηψαν μι τουν βασιλόπλου. Μι κάλισαν κι μένα κι μ’ έδουκαν σεκέρια να σας φέρου. Κ’ ικεί που σας τα’άφιρνα ακούου έναν βάρθακα να φουνάζ’ βρακ κι γω θάρσα μπρακ κι τα άφσα. Κ’ έτσ’ έζησαν κείνις χρόνια πουλλά, κ’ ημείς πλεότερα».

 

Το παραμύθι του Κελολάνη από το Ν. Πύργο Ανατ.Θράκης  τελειώνει ως εξής:

  «Η πεντάμορφη παντρέφτηκε τον Κελολάνη. ΄΅Εγιναν γλέντια μεγάλα! Ζύμωσαν και τρία κουλλίκια. Ένα έδωσαν σ’ εκείνην, τα’ άλλο του γαμπρού και τα’ άλλο σε μένα που σας τα είπα!» (Κ.Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Λαϊκή Φιλολογία. Αθήνα, 1982, σ. 103) [Εδώ ο αφηγητής Ηλίας Πασάκιολης τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στο παραμύθι ως ισάξιο με τους δύο πρωταγωνιστές].

 

Το παραμύθι «Η ορφανή» (Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Λαϊκή Φιλολογία. Αθήνα, 1982 σ. 95-97) από το Σουφλί τελειώνει με τη φράση:

«Κι έζηγαν αυτοί καλά και βασιλεύανε

και τ’ αυγά παντρεύανε».

 

Το μακροσκελές παραμύθι «Το γραμματισμένο βασιλόπουλο»(Κ. Χατζόπουλος, «Παραμύθια Σαράντα Εκκλησιών» Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, 1937-8, 4:177-188) από τις Σαράντα Εκκλησιές τελειώνει με γλέντια και βασιλικές χαρές που κράτησαν ένα μήνα και με την τελική παρατήρηση του αφηγητή:

« Ήμνα και γω εκεί

Πε το κόκκινο βρακί

Κι έφαγα μια σούγλα φακή.

Κι όσο περνά η φακή στη σούγλα,

Τόσο να πιστέψτε και σεις

Το παραμύθ’ μου».

 

Το τέλος των παραμυθιών πέρα από το ότι επαναπροσδιορίζει τα ασαφή όρια ανάμεσα στο αληθινό και το εξωπραγματικό, συνοψίζει συχνά αξίες αιώνιες της ζωής που αποτελούν καθημερινό βίωμα τόσο των αφηγητών και συνολικότερα του θρακιώτικου λαού:

 

«Μου φόρτωσαν ένα σακί πεντόλιρα και λίρες

μα μου τις πήρε ο ποταμός όπου αρφανά και χήρες

να μην υπάρχει πια στη Γη κανείς που να πεινάει

και ο τρισφιλάνθρωπος Θεός τους πάντες να βλογάει»

 

 

Το θρακικό παραμύθι ως πολιτισμική επιτέλεση

Τα παραμύθια πάντοτε τελειώνουν καλά. Είναι φανερή η προσπάθεια των παραμυθάδων να δείξουν ότι πάντα υπάρχει ελπίδα, ότι η βοήθεια και η συμπαράσταση μπορούν να προέλθουν από τα πιο απρόσμενα άτομα. Σ’ αυτόν τον κόσμο όλα μπορεί να συμβούν αλλά κανένας δεν είναι μόνος του.

Οι δράκοι σκοτώνονται, οι πεθαμένοι ανασταίνονται, τα μάγια λύνονται, τα στοιχήματα κερδίζονται, ο βασιλιάς γυρίζει νικητής από τον πόλεμο, οι φτωχοί γίνονται πλούσιοι, το άδικο και η κακία τιμωρούνται, η καλοσύνη ανταμείβεται. Ειδικά ο γάμος και οι χαρές συνιστούν μια ευτυχή κατακλείδα που καταξιώνει την ένωση δύο ανθρώπων ως ολοκλήρωση του έρωτα αλλά και ως διασφάλιση της αρμονίας και της συνέχισης της ζωής.

 

    Διαβάζοντας κανείς θρακικά παραμύθια γοητεύεται αρχικά από τον απλό αλλά συνάμα πλούσιο και καθόλου επιτηδευμένο λόγο τους. Ο αναγνώστης κάθε ηλικίας βυθίζεται σε έναν κόσμο τρυφερότητας και δικαιοσύνης, έναν κόσμο γεμάτο αισιοδοξία που αποκαλύπτει με τρόπο ανάγλυφο τον ψυχικό πλούτο των Θρακών.

 

   Κλείνοντας θα πρέπει να τονίσουμε πως οι διάφορες όψεις του λαϊκού πολιτισμού της Θράκης βασίζονται σε ένα πολυσύνθετο σύστημα σκέψης που συγκροτεί την τοπική πολιτισμική γνώση. Στην περίπτωση της θρακιώτικης προφορικής παράδοσης, διαπιστώνουμε ότι βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την ηλικία των ανθρώπων, το φύλο τους, την εκπαίδευσή τους, την οικονομική τους θέση και το επάγγελμά. Οι αφηγητές των θρακικών παραμυθιών, όπως και οι τραγουδιστές των δημοτικών τραγουδιών, λειτουργούν ως δεξαμενές αποθήκευσης και ως οχήματα αναμετάδοσης της πολιτισμικής γνώσης την οποία, όμως, αναδιαμορφώνουν δυναμικά αντλώντας τόσο από στοιχεία της προσωπικότητάς τους όσο και από το περιβάλλον της κοινότητας όπου ζουν.  Έτσι μπορούμε να πούμε πως τα λαϊκά παραμύθια της Θράκης αντανακλούν τα ενδιαφέροντα και την ιδιοσυγκρασία των Θρακών και μας προσφέρουν σπάνιες εικόνες από τη συγκρότηση της καθημερινής ζωής στη Θράκη.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Βαρβούνης Μ.Γ. Λαϊκά παραμύθια της Θράκης. Εν πλω, Αθήνα 2005.

Δημητρουλόπουλος Χ. Παραμύθια της Θράκης,  τ. Α’ Αθήνα τ. Β’ 2002, 1997.

Κουρτίδης Κ., «Παραμύθια Θράκης (Αδριανουπόλεως)» Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού & Γλωσσικού. Θησαυρού , 1937-8, 4, σ. 154-188.

Μουσόπουλος, Θ.,  Καθημερ’νές και σκόλες. Λαογραφικές σελίδες της Θράκης. Τελεία & Παύλα Ξάνθη 2005.

Μπατζακίδης Φ., Εφτά παραμύθια του γιαλού και του ανέμου. Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης, Ξάνθη 2000.

Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ.,  Λαογραφικά Θράκης Β’. Αθήνα 1980.

Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Κ.,  Λαϊκή Φιλολογία. Αθήνα 1982.

Παπαϊωαννίδου Κ., «Σύμμικτα Λαογραφικά» (Παραμύθια Σωζοπόλεως), Θρακικά , 1929,  2, σ. 155-182.

Παπαχριστοδούλου Π., «Παραμύθια Αδριανουπόλεως» Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού , 1935-6, 2, σ. 173-177.

Παπαχριστοδούλου Π., Το θρακικό παραμύθι. Έξη παραλλαγές του παραμυθιού: η Δάφνη και το Βασιλόπουλο. Εταιρεία Θρακικών Μελετών, Αθήνα 1960.

Προδρόμου Θ., «Σωζοπολίτικα παραμύθια» Λαογραφία , 1915, 4, σ. 449-459.

Σταμούλη-Σαραντή Ε., «Παραδόσεις της Θράκης» Θρακικά , 1936, 7, σ. 232-318.

Σταμούλη-Σαραντή Ε.,  «Παραμύθια της Θράκης» Θρακικά, 1941, 15, σ. 332-365.

Σταμούλη-Σαραντή Ε. , «Παραμύθια της Θράκης» Θρακικά, 1941, 16, σ. 89-190.

Σταμούλη-Σαραντή Ε., «Παραμύθια της Θράκης» Θρακικά, 1942, 17, σ. 97-187.

Χατζόπουλος Κ., «Παραμύθια Σαράντα Εκκλησιών» Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 4:170-188, 1937-8.

Σχετικά Άρθρα

Διαβάστε Επίσης
Close
Back to top button