Ειδήσεις

Μετά από δύο διακομματικές επιτροπές, η πρόταση για την υπανάπτυξη και την τουρκική απειλή είναι Κέντρο Υποδοχής των εισβολέων του Ερντογάν
Του Θεοφάνη Μαλκίδη*

Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι ένα από τα μοναδικά στην ιστορία της ανθρωπότητας και την ιστορία των συνθηκών στις διεθνείς σχέσεις παραδείγματα που αποδεικνύει τι είναι ικανά να διαπράξουν τα μεγάλα κράτη και τα μεγάλα συμφέροντα που αυτά εκπροσωπούν εις βάρος των λαών.

Οι τίτλοι των ευρωπαϊκών και αμερικανικών εφημερίδων εκείνης της εποχής και οι αντίστοιχες δηλώσεις των ηγετών, αποκαλύπτουν την πολιτική ηθική και πρακτική, που ενέπνευσε όλους εκείνους που συγκεντρώθηκαν στην ελβετική πόλη, εκεί αποφασίστηκαν τελικά οι τύχες της Θράκης.

Παρόλο όμως που η σημασία και οι επιπτώσεις αυτής της συνθήκης καθόρισαν τη μετέπειτα ελλαδική πολιτική και κοινωνικοοικονομική εξέλιξη και πορεία για τη Θράκη δε μελετήθηκαν ποτέ σε βάθος. Στην πραγματικότητα όμως της Θράκης, από τη Συνθήκη της Λωζάννης μέχρι τις ημέρες μας, αποδεικνύεται επίσης τι μπορεί να κάνει ένα κράτος,το ελλαδικό, όταν δεν είναι εθνικό.

Όταν, δηλαδή είναι ένα εξαρτημένο δορυφορικό κράτος, ένα κράτος- πελάτης. Η νεοελληνική γενικά εξέλιξη, η πολιτική η διπλωματία, η οικονομία, η κοινωνία, κρίθηκε από τη φύση, το χαρακτήρα, το ρόλο του δορυφορικού μη δημοκρατία ελλαδικού κράτους, αυτού του εξαρτημένου μηχανισμού, που δεν είχε αυτοτέλεια χειρισμών και πολιτικής πράξης.

Στη Θράκη η “απουσία” και αδυναμία του, ως εθνικό κράτος, είναι αποκαλυπτική. “Θα σε στείλω στον Έβρο” ήταν το σύνθημα της εποχής, προφανώς ασύμβατο με τη ρητορική περί ακριτικής περιοχής, την οποία στέλνεις να την φυλάξουν οι ανεπιθύμητοι. Παράλληλα αντιμετώπισε τον τουρκικό εθνικισμό με όρους δειλίας, φοβίας, υποχωρητικότητας, βλέποντας τα αποτελέσμα της πολιτικής αυτής σε καθημερινό επίπεδο.

Όλα τα κράτη, σε όλον τον κόσμο, διαμέσου σχεδιασμένων αναπτυξιακών πολιτικών, κατοχύρωσαν, σταθεροποίησαν εθνική τους κυριαρχία.

Αυτό ειδικά σε περιοχές όπου υπήρχαν μειονότητες, οι οποίες θα μπορούσαν να γίνουν όργανα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις αποσταθεροποίησης και αμφισβήτησης της εθνικής τους κυριαρχίας, από επεκτατικές και εθνικιστικές δυνάμεις και κράτη. Το ελλαδικό κράτος δεν είχε την αυτονομία, την ικανότητα, την θέληση να το κάνει.

Μια ειδικά μελετημένη και αποφασισμένη πολιτική ανάπτυξης της Θράκης, η οποία θα σεβόταν την εθνική, πολιτισμική ταυτότητα των μειονοτήτων, θα προκαλούσε ταυτόχρονα μια δημογραφική αύξηση του πληθυσμού και θα άλλαζε τις ευαίσθητες ισορροπίες στη σύνθεση της περιοχής.

Για την υλοποίηση της πολιτικής αυτής εκδόθηκε το 1992, το πόρισμα της Διακομματικής επιτροπής του Εθνικού Κοινοβουλίου που συγκροτήθηκε για να μελετήσει τα προβλήματα και να υποβάλλει προτάσεις για την ανάπτυξη της Θράκης και των νησιών του Αν. Αιγαίου.

“Η Διακομματική επιτροπή, αφού άκουσε τις απόψεις των αρμόδιων κυβερνητικών οργάνων. Αφού επισκέφθηκε όλους τους νομούς και της επαρχίες της περιοχής. Αφού συζήτησε με όλους τους τοπικούς αντιπροσωπευτικούς φορείς, την αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα, τους συνεταιρισμούς, τα επιμελητήρια και πολιτιστικά σωματεία, παραδίδει στην Εθνική Αντιπροσωπεία το τελικό της πόρισμα”, έγραφε στο προοίμιό του, το κείμενο.

Αφού στο πόρισμα εκφραζόταν η θέληση των κομμάτων που αποτελούσαν τη Βουλή την περίοδο αυτή για “την εφαρμογή της αναπτυξιακής στρατηγικής”, προτεινόταν ότι θα πρέπει να γίνουν άμεσα οι ενέργειες: “να προχωρήσουμε σε αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος και του πλούτου υπέρ των δύο περιοχών… θεσμοθέτηση ειδικών πόρων μέσω του προϋπολογισμού για ταχύρυθμα προγράμματα που αφορούν τις υποβαθμισμένες ζώνες της Θράκης και τα μικρά νησιά του Αν. Αιγαίου”.

Επίσης, τονιζόταν και ο ρόλος που μπορούν να διαδραματίσουν, η ΕΟΚ μέσω των κοινοτικών πόρων, οι Έλληνες της Διασποράς και η αυτοδιοίκηση.

Στο δεύτερο τμήμα το οποίο αφορούσε τις εθνικές προτεραιότητες που σχετίζονται με τις ακριτικές περιοχές. Τονιζόταν επίσης η σύνδεση της ανάπτυξης με την πρόκληση εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας και “η μικρή παραγωγική δυνατότητα του νησιώτικου συμπλέγματος συνυπάρχει με την ασχεδίαστη και ανισομερή ανάπτυξη της Θράκης….” .

Στο κεφάλαιο για την εθνική άμυνα τονιζόταν η “οργάνωση της παλλαϊκής άμυνας για την ολοκλήρωση της αμυντικής θωράκισης”, στο μέρος για την πολιτιστική ταυτότητα, δηλωνόταν ότι “στόχος μας είναι η αναβάθμιση, η επιστημονική και διοικητική στελέχωση και η ερευνητική πρωτοβουλία των περιφερειακών Πανεπιστημίων (Αιγαίου και Θράκης), ώστε να γίνουν το επίκεντρο της πνευματικής και πολιτιστικής ζωής”.

Και το πόρισμα κατέληγε “καλώντας την Κυβέρνηση, την Αξιωματική Αντιπολίτευση, όλα τα κόμματα αλλά και τους φορείς της πολιτείας και της λαϊκής εκπροσώπησης στη Θράκη και το Αν. Αιγαίο να ενστερνιστούν την πολιτική που ομόφωνα αποφασίσαμε και εισηγούμαστε”.

Η μη υλοποίηση του πορίσματος της Βουλής για τη Θράκη (και το ανατολικό Αιγαίο) αποτελεί μία ακόμη απουσία της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, αφού η περιοχή αφέθηκε, με προκλητικό τρόπο, στον τουρκικό εθνικισμό και τις πολυποίκιλες επιδιώξεις του. Κάτι που επιβεβαιώνεται από την νέα διακομματική επιτροπή που συστήθηκε για τη Θράκη το 2021.

Το ελλαδικό κράτος με τη χαρακτηριστική αδράνεια και την πλήρη πολλές φορές εξάρτηση που το διέκρινε, παρέμεινε εγκλωβισμένο, ακίνητο στον τουρκικό εθνικισμό, που διαμέσου μηχανισμών εισβολής, εξαναγκασμού, τρομοκράτησης, ελέγχου, επιδιώκει σταθερά την τουρκοποίηση της Θράκης.

Στην πορεία του ως εθνικό και δημοκρατικό κράτος, στη Θράκη, το ελλαδικό κράτος δεν είχε και πολλά επιτεύγματα. Δημιούργησε παρά έλυσε προβλήματα. Αποδείχτηκε ότι η ακτίνα του ενδιαφέροντός του, ο ορίζοντάς του, δε ξεπερνά τα στενά αττικά όρια.

Στη νέα ιστορική περίοδο, στο νέο ιστορικό κύκλο, το ελλαδικό κράτος έχει ακόμη τα χρονικά και πολιτικά περιθώρια να δικαιολογήσει το ρόλο του ως εθνικό.

*Δρ Παντείου Πανεπιστημίου, μόνιμος κάτοικος Έβρου

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button