Η ΞΑΝΘΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1940 – 1950
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
του Θανάση Μουσόπουλου
1Ο ΜΕΡΟΣ
Ο εικοστός αιώνας είναι αιώνας αίματος, πόλεμοι τοπικοί και παγκόσμιοι, γενοκτονίες εμφανείς και αφανείς. Γιορτάζουμε ως Ελλάδα την 28η Οκτωβρίου 1940, τη μέρα που ξεκίνησε ο πόλεμος για μας. Ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θεωρείται η φοβερότερη πολεμική αναμέτρηση που γνώρισε η ανθρωπότητα. Διάρκεσε από την 1η Σεπτεμβρίου 1939 έως τις 2 Σεπτεμβρίου 1945 και άφησε πίσω του πάνω από 60 εκατομμύρια νεκρούς. Από την πλειονότητα των ιστορικών θεωρείται ως συνέχεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, γιατί στην ουσία τα αίτια και οι δυνάμεις που τον προκάλεσαν ήταν οι ίδιες.
Στο κείμενό μας θα επικεντρωθούμε στην Ξάνθη κατά την περίοδο αυτή και τα ματωμένα χρόνια που ακολούθησαν.
*
Μιλώντας σε κείμενό μου για τον Μεσοπόλεμο, παρέθετα το εξής απόσπασμα του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου από το βιβλίο «Ελληνικοί Ορίζοντες», (πρώτη έκδοση 1940):
«Η Ξάνθη φαίνεται σα να στέκει με το κεφάλι τεντωμένο μας λόγους μας Ροδόπης, με το κορμί και τα πόδια ξαπλωμένα στον κάμπο. Μα το ύφος μας είναι πέρα για πέρα το ύφος μιας πολιτείας καμπίσιας. Πολλοί δρόμοι είναι καθαροί και ευρύχωροι, πολλά σπίτια καινούρια και άνετα, πολλά καταστήματα περιποιημένα και ανοιχτόκαρδα. Δίνει την εντύπωση μιας ευχάριστης χωριατοπούλας, που προσπαθεί να δημιουργήσει τον αέρα μας μεγάλης ζωής».
Στην Ευρώπη ξεσπά το δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Όπως σημειώνει ο Eric Hobsbawm (στον τόμο «Η εποχή των άκρων – Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914 – 1991») ήδη στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο «πολιτική και οικονομία συγχωνεύθηκαν». Αυτό, κατά τη γνώμη μου, επεκτάθηκε και επιτάθηκε στον δεύτερο πόλεμο όπου η ριζώνει πια η παγκοσμιοποίηση.
Πλησιάζει ο πόλεμος και στην Ελλάδα, 28 Οκτωβρίου 1940. Η Ξάνθη είχε τότε 32.000 κατοίκους και ήταν έβδομη σε πλούτο πόλη της χώρας. Στην απογραφή του 1951 είχε 27.283 κατοίκους. Θα εξετάσουμε ακριβώς τούτη τη δεκαετία.
Οι κάτοικοι της περιοχής, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, αντιστάθηκαν ηρωικά στους Γερμανούς εισβολείς στα οχυρά του Εχίνου. Οι Γερμανοί εισήλθαν στην πόλη της Ξάνθης στις 8 Απριλίου 1941 και παρέμειναν έως τις 20 Απριλίου, οπότε και παρέδωσαν την περιοχή (πέρα από κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου) στους Βούλγαρους.
Τον Απρίλιο του 1941 στο χωριό Εχίνος, μια χούφτα Έλληνες στρατιώτες από όλα τα μέρη της Ελλάδος, μεταξύ τους και μουσουλμάνοι της περιοχής που υπηρετούσαν στον Ελληνικό Στρατό, κράτησαν καθηλωμένη για 3 ολόκληρες μέρες μια βαριά εξοπλισμένη μεραρχία των Ναζί, γράφοντας τη δικιά τους επική ιστορία! Η γερμανική επίθεση ξεκίνησε τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου του 1941. Οι μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών θέλησαν να περάσουν, και το οχυρό είπε το δικό του «Όχι». Διοικητής του οχυρού ήταν ο Tαγματάρχης Χρήστος Δρακούσης. Το σύνολο της στρατιωτικής δύναμης του οχυρού ανερχόταν σε 20 αξιωματικούς και 645 οπλίτες. Για τρία μερόνυχτα οι έλληνες αμύνονταν ηρωικά. Η εγκατάλειψη του οχυρού έγινε τις πρώτες πρωϊνές ώρες στις 9 Απριλίου από κρυφές εξόδους από τις οποίες διέρρευσαν κάτω από καταρρακτώδη βροχή 18 αξιωματικοί και 550 στρατιώτες μεταφέροντας στα χέρια τους τραυματίες. Η φρουρά κατευθύνθηκε συντεταγμένη προς την Ξάνθη. Σύντομα όμως πληροφορήθηκε ότι η Ξάνθη και η Κομοτηνή βρίσκονταν ήδη υπό γερμανική κατοχή.
Ο αγώνας του οχυρού του Εχίνου είχε τελειώσει. Οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων ήσαν δέκα άνδρες, ενώ των Γερμανών υπερέβαιναν τους 300 νεκρούς και τους 1000 τραυματίες.
*
Οι Γερμανοί κατακτητές παραδίδουν στους Βουλγάρους την Ξάνθη, και την υπόλοιπη Θράκη πλην μιας ζώνης στον Έβρο, στα σύνορα με την Τουρκία. Η βουλγαρική κατοχή αποδείχτηκε σκληρή και βάρβαρη, καθότι οι Βούλγαροι επιδίωκαν με κάθε μέσο τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων και όλων των λειτουργιών. Υποχρεωτικά χρησιμοποιείται η βουλγαρική γλώσσα, στα βουλγαρικά είναι οι επιγραφές των καταστημάτων, έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και λειτουργούν μόνο βουλγαρικά, παντού κυματίζουν βουλγαρικές σημαίες, οι ελληνικές ονομασίες πόλεων, χωριών και οδών αντικαταστάθηκαν με βουλγαρικές. Τα περισσότερα ηρώα και μνημεία καταστράφηκαν, όπως της Ξάνθης, ενώ στα υπόλοιπα σβήστηκαν οι ελληνικές επιγραφές.
Ένα ιδιαίτερα τραγικό κεφάλαιο είναι η μοίρα μας εβραϊκής κοινότητας. Από το 1941 οι Εβραίοι υποχρεώθηκαν να φέρουν το κίτρινο αστέρι του Δαβίδ, ενώ τους απαγόρευσαν να είναι έμποροι και βιομήχανοι. Τα μεσάνυκτα της 4ηςΜαρτίου 1943, οι Βούλγαροι συνέλαβαν τους 550 Εβραίους της Ξάνθης και τους συγκέντρωσαν σε μια καπναποθήκη της οδού Σαλαμίνος. Λίγες μέρες μετά τους μετέφεραν στα στρατόπεδα των Ναζί όπου όλοι βρήκαν τραγικό θάνατο στα κρεματόρια. Οι κατακτητές λεηλάτησαν εβραϊκά σπίτια και καταστήματα, καταπατήθηκαν ιδιοκτησίες. Η καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας ήταν ολοκληρωτική.
Περιβόητα είναι τα λεγόμενα «ντουρντουβάκια», ξανθιώτες κάθε θρησκεύματος που εξορίστηκαν σε καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία, και, συχνά, δεν ξαναγύρισαν από εκεί.
Επίσης υπάρχουν οι λεγόμενοι «Βουλγαρογραμμένοι», που για να έχουν κάποιες διευκολύνσεις και συσσίτια από τις δυνάμεις κατοχής, άλλαζαν το ονοματεπώνυμό τους για να μοιάζει βουλγαρικό. Συναφείς είναι και οι δωσίλογοι, που είχαν «πάρε δώσε» με τους κατακτητές, ελάχιστοι από τους οποίους τιμωρήθηκαν μετά την απελευθέρωση.
Οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την Ξάνθη στις 14 Σεπτεμβρίου 1944. Ως την άνοιξη του 1945 έχουμε την περίοδο της λεγόμενης εαμοκρατίας. Ακολούθησε η εγκατάσταση των επίσημων αρχών.
(ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ 2Ο ΜΕΡΟΣ)
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ:
Η ΞΑΝΘΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1940 – 1950
του Θανάση Μουσόπουλου
2Ο ΜΕΡΟΣ
Ο Στέφανος Ιωαννίδης στο μυθιστόρημά του «Τα παιδιά των πελαργών», το έπος της Ξάνθης όπως το αποκάλεσα, περιγράφει τη μέρα κήρυξης του πολέμου χαρακτηριστικά, όπως και ό,τι ακολούθησε. Στο βιβλίο μας «Στέφανος Ιωαννίδης: ένας λογοτέχνης γεννιέται» (2010) παραθέτουμε επίσης ένα ημερολόγιό του από την περίοδο της κατοχής (1942) και πολλά αποσπάσματα έργων του. Το ημερολόγιο και το λογοτεχνικό έργο είναι «συγκοινωνούντα δοχεία».
Ένα κείμενό του, δημοσιευμένο στο περιοδικό «Αρχαιολογία» (τ. 13 / Νοέμβριος 1984) με τίτλο «Ξάνθη, περίοδοι ακμής κατά τα τελευταία εκατό χρόνια», θα μας βοηθήσει να αναφερθούμε στην περίοδο 1940 – 1945.
«Στις 7 του Απρίλη του 1940 η Ξάνθη καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς και στις 22 του ίδιου μήνα παραδίδεται στους Βουλγάρους, που παρέμειναν στην πόλη μέχρι το Σεπτέμβρη του 1944.
Κατά τη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων κατοίκων εγκατέλειψε την πόλη και εγκαταστάθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα, για να μην επιστρέψουν μετά τη λήξη του πολέμου πολλοί από αυτούς. Τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν, οι υπηρεσίες λειτουργούσαν με Βουλγάρους, που είχαν μεταφερθεί από τη Βουλγαρία, τα καταστήματα περιήλθαν σε Βουλγάρους. Ένας μεγάλος αριθμός πατριωτών είχε φυλακισθεί είτε είχε οδηγηθεί στα καταναγκαστικά έργα μέσα στη Βουλγαρία.
Στις 11 του Σεπτέμβρη του 1944 μπήκαν στην Ξάνθη οι μονάδες του ΕΛΑΣ και σε λίγες μέρες οι Βούλγαροι εγκαταλείπουν την πόλη. Μέχρι τον Απρίλιο του 1945 στην Ξάνθη εγκαθιδρύεται η αυτοδιοίκηση του ΕΑΜ. Τα σχολεία και οι υπηρεσίες λειτουργούν με εντόπιες δυνάμεις, γίνονται δημοτικές εκλογές, στήνονται λαϊκά δικαστήρια, εκτελούνται συνεργάτες του κατακτητή.
Την άνοιξη του 1945 γίνεται η εγκατάσταση των επίσημων ελληνικών αρχών. Επιστρέφει ο Δήμαρχος, ανοίγουν τα σχολεία.
Ακολουθεί για ένα διάστημα τριάντα χρόνων μια περίοδος οικονομικού μαρασμού και προοδευτικής παρακμής […] Όσοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη μετά τον πόλεμο και την κατοχή δεν επιστρέφουν στις εστίες τους. Οξύ δημογραφικό πρόβλημα δημιουργείται».
Σε συνέντευξη του 1986 (στη δημοσιογράφο Λένα Καλφοπούλου στον Ρ. Σ. Κομοτηνής) ο Στέφανος Ιωαννίδης για την περίοδο 1940 – 1950 (αφαιρώ τα καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία) ανάμεσα στα πολλά και ενδιαφέροντα, σημειώνει:
«Από το 1940 που κηρύχθηκε ο πόλεμος και ακολούθησε η τετράχρονη σχεδόν βουλγαρική κατοχή δεν υπήρξε ούτε η ψυχική διάθεση, ούτε οι αντικειμενικές συνθήκες για να ασχοληθεί κανείς με λογοτεχνική εργασία. Πρώτα πρώτα η πείνα και η καθημερινή μέριμνα, να μπορέσεις να επιβιώσεις, κάθε άλλο παρά ευνοούν μια τέτοια ενασχόληση. Μετά την απαλλαγή όμως από την κατοχή, ακολούθησε μια ολιγόμηνη περίοδος ανασυγκρότησης. Είναι δύσκολο να μπορέσεις να ανορθώσεις τα ερείπια που έχουν συσσωρευτεί γύρω σου […] Οι συνθήκες που επικρατούσαν γενικά στην Ελλάδα με τον εμφύλιο ήταν άθλιες […] Περίοδος 1947 και πέρα. Περίοδος εμφύλιου αλληλοσπαραγμού και μισαλλοδοξίας».
Να σημειώσουμε ότι πολύ λίγο μελετήθηκαν τα χρόνια αυτά, σχετικά με την περιοχή της Ξάνθης, όσον αφορά κυρίως την Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο.
Θα παραθέσουμε κάποια στοιχεία που περιλαμβάνονται σε άρθρα δημοσιευμένα στον τόμο «Ξάνθη, η πόλη με τα χίλια χρώματα» (2008, Δήμος Ξάνθης – ΠΑΚΕΘΡΑ, Επιμέλεια Δημήτρης Μαυρίδης).
Στο άρθρο «Διαδικασίες πολεοδομικής ανασυγκρότησης της Ξάνθης» των Γ. Πατρίκιου, Ε. Πλάκα, Ι. Σιναμίδη διαβάζουμε: «Το 1943 κατασκευάζεται ανοιχτό κολυμβητήριο στην περιοχή της αποξηραμένης κοίτης για χρήση των βουλγάρων αξιωματικών. Στη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής, καίγεται και καταστρέφεται το κεντρικό τζαμί. Από τώρα και στο εξής ο πύργος με το ρολόι, κάποτε σύμβολο του οθωμανικού κέντρου, θα παραμείνει ως αχρονικό ταυτόσημο της πόλης.
Η απελευθέρωση βρίσκει το 1944 την Ξάνθη σε οικονομικό και δημογραφικό μαρασμό. Η φθίνουσα πορεία των δραστηριοτήτων που συνδέονται με τον καπνό στερεί την πόλη από την παραγωγική της βάση, ενώ παράλληλα η πόλη έχει χάσει τον ρόλο της ως διοικητικού κέντρου. Η στρατηγική επιλογή του ελληνικού κράτους για τόνωση των παραμεθόριων περιοχών έρχεται ως ένα βαθμό να αντισταθμίσει την απαξίωση της ενδογενούς δυναμικής».
Εξάλλου, στο άρθρο «Οι κοινωνικές ομάδες της Ξάνθης» της Μαρίας Βεργέτη διαβάζουμε: «Τα ιστορικά γεγονότα που ακολουθούν κατά τη δεκαετία του 1940 οδηγούν τον πληθυσμό στη φτώχια και στην εξαθλίωση. Η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, που παρατηρείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, δεν έχει στη Θράκη το ευνοϊκό αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται σε άλλες περιοχές της χώρας. Το χαμηλότερο εισόδημα το έχουν τα ορεινά χωριά. Πολλά προσφυγικά χωριά της ορεινής περιοχής του νομού ερημώνουν»
Να σημειώσουμε ότι το δόγμα άλλοτε του από βορρά κινδύνου και άλλοτε το εξ ανατολών αποπροσανατόλιζε και αποδυνάμωνε όποια αναπτυξιακή κίνηση.
Επιπλέον, η πνευματική ζωή κατά την περίοδο αυτή νεκρώνεται, ενώ πολλά δυναμικά στοιχεία μετακομίζουν, μεταναστεύουν ή εξοντώνονται, όπως σημειώνω σε σχετικό άρθρο μου στον ίδιο τόμο με τίτλο «Η πνευματική ζωή της Ξάνθης»: «Αυτή η αποψίλωση συνεχίζεται και κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες».
*
Δεν έχω υπόψη μου πολλά τεκμηριωμένα στοιχεία για τα θέματα που σχετίζονται με τις ομάδες Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής, ούτε για το τι ακολούθησε την απελευθέρωση και τα χρόνια του εμφυλίου.
Γεννήθηκα τον Μάιο του 1949, στο Νοσοκομείο της πόλης, μου έλεγαν ότι εκείνες τις μέρες ανταλλάσσονταν πυρά μεταξύ των «αντίπαλων» παρατάξεων πάνω από τη στέγη του, μεταξύ Κιμμερίων και Χρύσας. Καταλαβαίνετε. Πάντως, όσο μεγάλωνα, δε συζητούνταν τέτοια ευαίσθητα θέματα. Ούτε και γράφονταν ή δημοσιεύονταν. Τα στοιχεία που θα σταχυολογήσω στη συνέχεια είναι από πολύ μεταγενέστερες έρευνές μου.
Πρώτα πρώτα, για την αντίσταση στα χρόνια της κατοχής. Μετά την εξέγερση της Δράμας το 1941, οι βουλγαρικές αρχές στην περιοχή μας είναι σκληρές. Από το 1943 οργανώνονται αντιστασιακές ομάδες, του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και του Αντών Τσαούς, που από τον επόμενο χρόνο αντιπαρατίθενται. Σημαντική είναι επίσης η συμμετοχή μουσουλμάνων στον αγώνα εναντίον των κατακτητών.
Στην περίοδο του εμφυλίου, πολλοί μουσουλμάνοι εντάχθηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό. Ιδιαίτερα οι κάτοικοι της ορεινής Ροδόπης, οι λεγόμενοι Πομάκοι, που δεινοπάθησαν από τους Βουλγάρους κατακτητές, με θέρμη αγωνίστηκαν δίπλα στους υπόλοιπους Έλληνες.
Την περίοδο της κατοχής αγωνιστές που συλλαμβάνονται θανατώνονται ή εκτοπίζονται. Οι αγώνες δεν πήγαν χαμένοι, γιατί υπερασπίζονταν την ελληνικότητα της περιοχής. Στα χρόνια του εμφυλίου πολλοί ήταν οι αντάρτες στην παραμεθόριο περιοχής της Ξάνθης. Οι συγκρούσεις μεταξύ των κρατικών δυνάμεων και του Δημοκρατικού Στρατού ήταν συνεχείς, ιδίως από το 1947 και μετά ως το 1949. Βέβαια, στα δύσκολα αυτά χρόνια, πολλοί και πολλές είναι αυτοί που οδηγούνται στα στρατοδικεία, θανατώνονται ή οδηγούνται σε τόπους εξορίας. Αντίθετα, λίγοι είναι οι δωσίλογοι που τιμωρούνται για τις πράξεις τους…
*
Κλείνοντας θα παραθέσουμε λίγους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη, από το περίφημο ποίημά του «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος»
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος / δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο. / Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα / ματώσουν απ’ τις φωνές / το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες — μα ούτε βήμα πίσω. / Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων / Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία. / Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή. / Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια / αφίνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες / μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα / αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου / έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς / εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ’ τις οβίδες. / Δεν έχεις καιρό / δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου / αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ ΞΑΝΘΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΞΑΝΘΙΩΤΙΣΣΕΣ
ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΕΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ!
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020