Ειδήσεις

“Όψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα”
Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης, υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Ο συλλογικός τόμος ‘Όψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα,’ που εκδόθηκε και τέθηκε σε κυκλοφορία το 2008, από τις εκδόσεις Νεφέλη, αποτελεί ένα συλλογικό εγχείρημα που εν προκειμένω, συμπεριλαμβάνει, ό,τι ο ίδιος ο τίτλος δηλοί: Την λογοκρισία στην Ελλάδα και τις διάφορες όψεις της.

Με την επιμέλεια των Γιάννη Ζιώγα, Λεωνίδα Καραμπίνη, Γιάννη Σταυρακάκη και Δημήτρη Χριστόπουλου, η συλλογική πραγματεία περί λογοκρισίας και λογοκριτικής συνθήκες διαρθρώνεται σε τέσσερις επιμέρους ενότητες-κεφάλαια, κάθε ένα εκ των οποίων, άπτεται των διαφόρων εκφάνσεων που λαμβάνει το λογοκριτικό φαινόμενο, με τα κεφάλαια να σχετίζονται και με τα ερευνητικά-θεωρητικά ενδιαφέροντα των συγγραφέων που συμμετέχουν. ‘Οι όψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα,’ δύνανται να προβούν στην εμπρόθετη άρθρωση της λογοκρισίας ως ‘προληπτικής απαγόρευσης’ αλλά και ως ‘παραγωγής λόγου,’ προσδίδοντας την ένα ιδιαίτερο όσο και διττό περιεχόμενο.

Αφενός μεν, μελετώνται παραδείγματα λογοκρισίας και ειδικότερα λογοκριτικής πολιτικής (βλέπε σχετικά το πρώτο όσο και το τέταρτο και τελευταίο μέρος της μελέτης), εγγράφοντας ως σημείο αναφοράς την Ελλάδα, και, αφετέρου δε, το προσίδιο φαινόμενο της λογοκρισίας προσδιορίζεται θεωρητικά και πολιτικά, εν ευρεία εννοία θα συμπληρώναμε, αναδεικνύοντας το ίδιο το φαινόμενο τόσο στην ολότητα του, όσο και τις όψεις του.

Και η παράθεση παραδειγμάτων όμως, δεν θεωρούμε ό,τι εκπίπτει στην κατηγορία μίας απλής έως απλοϊκής ‘παραδειγματολογίας,’ αλλά, αντιθέτως, εστιάζει στο πλαίσιο που κάθε φορά λαμβάνει η λογοκρισία και ως δυνατότητα ‘κατασκευής’ του συγκείμενου (έργο τέχνης) με το οποίο και καταπιάνεται, ανάγοντας την στη σφαίρα του ‘θεμιτού’ και του ‘επιθυμητού.’

Η παράθεση πρακτικών υποδειγμάτων λογοκρισίας από διάφορα πεδία συνυπάρχει με την ανάλυση της ως συμβάντος που δεν είναι καινούργιο και δεν αναπτύσσεται εκτός κοινωνικής οργάνωσης και σύγκρουσης διαφορετικών προτύπων.

Επισημαίνοντας τα επι-γενόμενα χαρακτηριστικά της οιονεί λογοκρισίας στην Μεταπολιτευτική Ελλάδα ως φαινομένου που άπτεται της αναδιαμόρφωσης ‘γενεσιουργών’ πλαισίων εντός των οποίων εντάσσεται η σφαίρα που λογοκρίνεται, δύναται να αναφέρουμε επιστημολογικά, ό,τι το έργο αποτελεί και ένα έναυσμα μελέτης της Μεταπολιτευτικής περιόδου από μία “ανοίκεια” και όμως οικεία σκοπιά, που, ακόμη και εάν εκφεύγει  του κλασικού πεδίου μελέτης του κομματικού – πολιτικού ανταγωνισμού της Μεταπολίτευσης, ενσωματώνει το πολιτικοϊδεολογικό ‘πράττειν’ στους όρους διαμόρφωσης της λογοκρισίας και των νοηματικών πλεγμάτων που αυτή παραγάγει.

Άρα, καθίσταται και μία μελέτη περί πολιτικής, πολιτικής ηθικής, όσο και αισθητικής. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον θεωρούμε πως αποκτά το τρίτο κεφάλαιο ή αλλιώς, η τρίτη ενότητα που περιέχει κείμενα-θεωρητικές αναλύσεις περί λογοκρισίας.

Εάν δύναται να σταθούμε κάπου, και για λόγους ‘οικονομίας’ του κειμένου μας, θα είναι στην ανάλυση της Αθηνάς Αθανασίου. Ανάλυση η οποία προχωρά με βάσεις τις θεωρητικές επεξεργασίες του Michel Foucault, της Judith Butler και του Pierre Bourdieau, επανεπινοώντας, πολιτικά ‘φορτισμένα’ το λογοκριτικό φαινόμενο ωσάν παραγωγό λόγου και ‘γνώσης.’

Ή, διαφορετικά, επαναπροσδιορίζει τη λογοκριτική συνθήκη ως εκείνη τη δυνατότητα αξιο-θεμελίωσης του κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά, οικείου, του, σύμφωνα με την αναλυτική της Αθηνάς Αθανασίου, “επιτρεπτού” λόγου.

Με άλλα λόγια, η λογοκρισία δύναται να παραγάγει εκ νέου, ρητά και υπόρρητα, συμβολικά και μη, τους όρους του ό,τι θεωρείται και εκλαμβάνεται ως ευρύτερη γνώση, μετατοπίζοντας τα όρια της στη διαδικασία και στον τρόπο εκφοράς της γλώσσας που κομίζει κάτι περισσότερο από απλές, στη σειρά (εύτακτο πεδίο), λέξεις: την νοηματοδότηση μίας συνθήκης, την συγκρότηση της υποκειμενικότητας στη γλώσσα, την τοποθέτηση της ως ‘κανόνα.’  Άρα, η ανάλυση της, δεν τίθεται εκτός της κλασικής συνθήκης περί λογοκρισίας, αλλά, εμπλουτίζει το περιεχόμενο της, συλλαμβάνοντας τις λεπτές διεργασίες υπό τις οποίες και αναπαριστά, μία εικαστική εγκατάσταση, ένα έργο τέχνης.

Σε αυτή την περίπτωση, η αναφορά σε ‘βλάσφημη’ τέχνη, θέτει στο επίκεντρο την σημασιοδότηση της ς μη εναρμονισμένη με συγκεκριμένα πρότυπα και αξίες, ανασύροντας στη δημόσια σφαίρα αισθητικές πλαισιώσεις, ιστορικές αναφορές και μία διαλεκτικού τύπου αντίστιξη, που δεν θέτει οριακά και μη ‘εκτός,’ όσο ονομάζει την ‘βλάσφημη’ τέχνη (την βλασφημία) ως άρνηση της περί Χριστού μαρτυρίας, εάν αποδώσουμε έμφαση σε θρησκευτικούς συμβολισμούς.

Οι τέσσερις ενότητες θέτουν επιπλέον ζητήματα, επιζητούν την ανάλυση των νομικών συνδηλώσεων της λογοκρισίας (Σταύρος Τσακυράκης),  φέρουν τις σημάνσεις της αυτο-λογοκρισίας ως σημαίνουσας μορφής λογοκρισίας,  αναζητώντας τα όρια μίας ελευθερίας που εκφράζεται πρωταρχικά στη γλώσσα.

Υπενθυμίζοντας πως, η περίοδος της Μεταπολίτευσης, ενέγραψε αντιφάσεις, προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση συνάρθρωσης του εκδημοκρατισμού-εκσυγχρονισμού με επί του λόγου, ρυθμίσεις, ασκήσεις και απαγορεύσεις.

Το πολιτικό στοιχείο δεν “αχνοφαίνεται”, αλλά ευρίσκεται εντός του βιβλίου, δίχως όμως να καταπέσει στην ‘υπερ-πολιτικολογία.’ Όπως τονίζει ο Δημήτρης Χριστόπουλος: “Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι απλώς ή αποκλειστικά ή ελευθερία της τέχνης κάποιων ιδιωματικών διανοουμένων ή εικαστικών καλλιτεχνών. Είναι ένα ευρύτερο ζήτημα που ακουμπά στον πυρήνα της έκφρασης του καθενός και όλων μας”.

Σίμος Ανδρονίδης

υποψήφιος διδάκτωρ

στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου

Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button