Αρρώστια ή κοινωνικό φαινόμενο;

Το σύγχρονο αναπτυξιακό μοντέλο, το μοντέλο της καταναλωτικής κοινωνίας, φαίνεται ότι αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα που διατάραξε την υπάρχουσα ισορροπία ανάμεσα στον άνθρωπο και τις φαρμακευτικές ουσίες, και οδήγησε στην τεράστια εξάπλωση του φαινομένου της κατάχρησης. Η απόλυτη ταύτιση της ανθρώπινης ευτυχίας με την οικονομική άνοδο και την δυνατότητα κατανάλωσης, η περιφρόνηση προς τις πνευματικές και συναισθηματικές ανάγκες, η επίτευξη του στόχου της οικονομικής ανάπτυξης με κάθε θυσία, ακόμα και με την υποθήκη της οικολογικής ισορροπίας του πλανήτη μας, είναι μερικά μόνο από τα αντιανθρώπινα δεδομένα που στοιχειοθετούν τον παραλογισμό των “αναπτυξιακών” μας επιλογών.

Το σύγχρονο  αναπτυξιακό μοντέλο, το μοντέλο της καταναλωτικής κοινωνίας, φαίνεται ότι αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα που διατάραξε την υπάρχουσα ισορροπία ανάμεσα στον άνθρωπο και τις φαρμακευτικές ουσίες, και οδήγησε στην τεράστια εξάπλωση του φαινομένου της κατάχρησης.


Η απόλυτη ταύτιση της ανθρώπινης ευτυχίας με την οικονομική άνοδο και την δυνατότητα κατανάλωσης, η περιφρόνηση προς τις πνευματικές και συναισθηματικές ανάγκες, η επίτευξη του στόχου της οικονομικής ανάπτυξης με κάθε θυσία, ακόμα και με την υποθήκη της οικολογικής ισορροπίας του πλανήτη μας, είναι μερικά μόνο από τα αντιανθρώπινα  δεδομένα που στοιχειοθετούν τον παραλογισμό των “αναπτυξιακών” μας επιλογών.


Οι συνεπακόλουθες ψυχοπιεστικές συνθήκες αυτής της “παρά φύσει” πορείας δημιουργούν στην ανθρώπινη ύπαρξη, ψυχικό πόνο.


Ο άνθρωπος, νομοτελειακά πλέον, προσφεύγει και θα προσφεύγει ολοένα μαζικότερα στην κατάχρηση ναρκωτικών-ψυχοτρόπων ουσιών, νόμιμων ή παράνομων, “σκληρών” ή “μαλακών”, στην εναγώνια προσπάθειά του να αυτοθεραπευθεί.


Έτσι ερμηνεύεται ο τρόπος με τον οποίον η κατάχρηση φαρμακευτικών ουσιών ανάγεται σταδιακά από προσωπική ανάγκη-ελεγχόμενη, κοινωνικά αποδεκτή και σε περιορισμένη κλίμακα-, σε φαινόμενο πολιτισμικό, με μαζικό χαρακτήρα και ανεξέλεγκτες διαστάσεις.


Η θέση αυτή, ότι βρισκόμαστε δηλαδή πλέον μπροστά σε ένα φαινόμενο που σχετίζεται περισσότερο με τον τρόπο ζωής, τον πολιτισμό μας και τις πολιτικές-αναπτυξιακές μας επιλογές και λιγότερο με την προσωπικότητα του ίδιου του χρήστη, επιβεβαιώνεται από την πολυετή εμπειρία με εκατοντάδες εξαρτημένους. Να λοιπόν πως σχετίζεται η εξάπλωση της κατάχρησης με το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι.


Ύστερα από μια τέτοια παραδοχή, ας αναρωτηθούμε: είναι ο εξαρτημένος, άρρωστος; Νοσεί από κάτι; Προτού βιαστούμε να απαντήσουμε, ας σκεφτούμε το εξής: τι είναι η αρρώστια;


Σχεδόν πάντα πρόκειται για κάτι που σχετίζεται με την παθολογία του οργανισμού μας, το σώμα μας νοσεί. Εξεταζόμαστε λοιπόν από τον κατάλληλο γιατρό, ακολουθούμε την ενδεδειγμένη φαρμακευτική αγωγή, και θεραπευόμαστε.


Είναι λοιπόν το ίδιο ακριβώς και η εξάρτηση; Ναι, το σώμα νοσεί, αλλά η αιτία δεν εντοπίζεται στον ίδιο τον οργανισμό, αλλά στις ετοιμόρροπες δομές της κοινωνίας μας.


Γιατί όμως, επιμένουμε, ή καλύτερα η κοινωνία μας, επιμένει να τους αποκαλεί αρρώστους;


Μήπως η ιατρικοποίηση του κοινωνικού αυτού προβλήματος όπως η εξάρτηση, μας ” βολεύει”; Είναι σαφώς πιο ανώδυνο να λέμε ότι αυτός είναι άρρωστος, θα πάρει το φάρμακό του και θα γίνει καλά, από το να παραδεχθούμε ότι ο χρήστης και κατά συνέπεια το φαινόμενο της εξάρτησης, είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο για το οποίο είμαστε συνυπεύθυνοι, τόσο για την εμφάνισή του όσο και για την διατήρησή του.


Είναι μεγάλη η ευθύνη για να την αναλάβουμε. Και φυσικά στα πλαίσια μιας κοινωνίας που από την στιγμή που γεννιόμαστε μας διδάσκει να είμαστε ευθυνόφοβοι, στην κοινωνία της κοιμωμένης σκέψης, είναι λογικό συνεπακόλουθο να αρνούμαστε πεισματικά να δούμε την πολυδιάστατη φύση του φαινομένου της εξάρτησης.


Εξάλλου τους έχουμε ανάγκη. Κοιμόμαστε πιο εύκολα όταν μια ολόκληρη κοινωνία κάνει την αυτοκάθαρσή της στο πρόσωπο του χρήστη.


Πάντα οι άνθρωποι είχαν την ανάγκη την ύπαρξη των “κακών” για να νοιώθουν πόσο καλοί είναι. Ακούγεται παράδοξο, αλλά συμβαίνει η κοινωνία να αυτοεπιβεβαιώνεται  μέσω των χρηστών.


Κάθε κοινωνία, εξάλλου, έχει ανάγκη τους αποδιοπομπαίους τράγους. Οι χρήστες λοιπόν, εξυπηρετούν άριστα τον ρόλο αυτό.


Τι θα μπορούσε να αντιτάξει ο πολιτισμός μας στο επιχείρημα του νεαρού χρήστη ναρκωτικών ουσιών για το δικαίωμά του να διαχειρίζεται τη ζωή του και το θάνατό του; Δικαίωμα στη ζωή, δικαίωμα στο θάνατο, είναι το απόγειο του ατομοκεντρισμού, που αγνοεί την δυναμική των σχέσεων της κοινωνίας.


Τι να μας διδάξει ένας πολιτισμός χρεοκοπημένος-μεταφορικά και κυριολεκτικά-, που έχει κάνει σημαία του τον εγωκεντρισμό και τον πλούτο με αντάλλαγμα τις βασικές ανθρώπινες αρχές της αγάπης, του σεβασμού και της δικαιοσύνης;


Γι’ αυτό και η χρήση των ναρκωτικών στην Ελλάδα σήμερα, δεν είναι πρόβλημα κάποιων περιθωριακών εξαρτημένων ατόμων. Είναι καθολικό πρόβλημα προσανατολισμού των κοινωνιών μας. Μας υποχρεώνει σε ριζικές αναθεωρήσεις στόχων, ιεραρχήσεων και νοήματος του κοινωνικού μας βίου.


Σε κοινωνίες ακοινώνητων ατόμων, κοινωνίες εγωκεντρικών δικαιωμάτων και συντεχνιακών θωρακίσεων της ατομικότητας, τα ναρκωτικά είναι αναπόφευκτο επακολούθημα. Τα παραισθησιογόνα μπολιάζουν με θάνατο τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, γιατί στις κοινωνίες αυτές μοιάζει να έχουν μειωθεί δραματικά οι ζωτικές λειτουργίες αντίστασης στην απανθρωπιά της μοναξιάς και στον παραλογισμό των εμπορευματοποιημένων ψευδαισθήσεων.


Το πρόβλημα της χρήσης των ναρκωτικών, αποτελεί πρόβλημα συνολικής αποτυχίας ενός κοινωνικού μοντέλου. Ενός μοντέλου που επιστρατεύει μηχανισμούς για να πατάξει οτιδήποτε διαφορετικό ή αποκλίνων από τις κοινωνικές νόρμες.


Τον παλιό, καλό καιρό στη μικρή μας χώρα, ο θεσμός της οικογένειας, η αγάπη, ο σεβασμός και η κατανόηση, ήταν στοιχεία που χαρακτήριζαν έντονα την κοινωνία μας. Στο παράλογο παρόν που ζούμε μαθαίνουμε πώς να εξυπηρετούμε τις ανάγκες μας αποκλειστικά, πώς να ανελιχθούμε με οποιοδήποτε κόστος, δηλαδή σε γενικές γραμμές μαθαίνουμε να ζούμε μόνο για εμάς, με σύντροφο εμάς. Δεν καταλαβαίνουμε πόσο ανάπηροι είμαστε, πνευματικά και συναισθηματικά, χωρίς τη δυναμική των ανθρωπίνων σχέσεων. 


Σε μια τέτοια κοινωνία, τα ναρκωτικά και γενικότερα οι ψυχοτρόπες ουσίες, λειτουργούν σαν δεκανίκια για τη ζωή, σαν στηρίγματα για να ανακουφιστεί ο άνθρωπος από τον ψυχικό πόνο που του προκαλεί αυτός ο παραλογισμός. Εμείς, πού είμαστε σε όλο αυτό το σκηνικό;


Χρειαζόμαστε λοιπόν, έναν καινούριο πολιτικό λόγο, προτάσεις κοινωνικών προγραμμάτων που θα απεγκλωβιστούν από τη λογική της μονότροπης καταναλωτικής “ανάπτυξης” και της θωράκισης ατομοκεντρικών δικαιωμάτων. Το φάσμα του παραισθησιογόνου θανάτου δίνει το μέτρο των απαιτούμενων αλλαγών. Είναι ζωτική πια ανάγκη η προτεραιότητα προγραμμάτων με στόχο την ποιότητα ζωής, το απόλυτο προβάδισμα των σχέσεων κοινωνίας. Να ξαναστηθούν δομές και θεσμοί ανθρώπινης κοινότητας, όχι μαζοποιημένης συνύπαρξης. Στη θέση της παραγωγικότητας που επιβάλλεται ως αυτοσκοπός, να αντιπαραταχθεί το αίτημα της προσωπικής δημιουργίας, η ανάδειξη της προσωπικής εταιρότητας σε κάθε πτυχή της παραγωγικής διαδικασίας.


Τέτοια αιτήματα ηχούν ίσως ουτοπικά ρομαντικά ευχολόγια. Μπορούν να μετατραπούν σε ζωτικές ρεαλιστικές απαιτήσεις, μόνο όταν μας διαπεράσει το ρίγος της φρίκης του θανάτου. Μπροστά στον θάνατο η ρητορεία γίνεται τραύλισμα, οι υπεκφυγές απογυμνώνονται.


Τότε μόνο καταλαβαίνουμε ότι η κοινωνική μας πολιτική δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τα ναρκωτικά σαν επιμέρους αποσπασματικό πρόβλημα. Ο θάνατος δεν αντιμετωπίζεται με μαλακτικά και παυσίπονα. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες οφείλουν να αναμετρηθούν με το δίλημμα ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Τα ναρκωτικά είναι το σημείο αιχμής για ριζικές αναθεωρήσεις των προϋποθέσεων του πολιτισμού μας. Άλλωστε, και ο πολιτισμός δικό μας δημιούργημα είναι…


Έλενα Ι. Πίππα


Ψυχολόγος-


Οικογενειακός Σύμβουλος

Σχετικά Άρθρα

Back to top button