Ναι! το κλασικό είναι δίπλα μας: “ Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” της Χάρπερ Λη
του Θανάση Μουσόπουλου
Χάρηκα ιδιαίτερα, συγκινήθηκα, προβληματίστηκα, έκλαψα διαβάζοντας το βιβλίο της Χάρπερ Λη «To Kill a Mockingbird», «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», σε μετάφραση Βικτωρίας Τράπαλη, εκδόσεις Bell, έκτη έκδοση στα ελληνικά το 2008, 378 σελίδες. Το βιβλίο στις ΗΠΑ πρωτοκυκλοφόρησε το 1960, στα ελληνικά το 1984.
Από τις εκατοντάδες, χιλιάδες βιβλία που κυκλοφορούν παγκόσμια, κάποια λίγα ξεχωρίζουν αμέσως. Τα Κοτσύφια, ας το λέω έτσι, κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ for Fiction το 1961, μεταφράστηκε σε σαράντα γλώσσες, γυρίστηκε ταινία με πρωταγωνιστή τον Γκρέγκορυ Πεκ – που κατέκτησε τρία Όσκαρ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε παγκόσμια σε δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ αποτελεί μέρος της διδακτέας ύλης σε πολλά σχολεία των ΗΠΑ.
Αυτό το τελευταίο, για μένα, είναι το πιο σημαδιακό και συνάμα σημαντικό. Τα παιδιά είναι οι πιο αυστηροί κριτές, αφενός, από την άλλη, η τροφή της παιδείας είναι τροφή για το μέλλον του ανθρώπου.
Διαβάζοντας το βιβλίο και έχοντας υπόψη μου όλα τα παραπάνω, το ένιωσα κατάβαθα σε σχέση με την κοινωνία στην οποία ζω και κοντά σε παιδιά μικρής ηλικίας. Η συγγραφέας, με σαφήνεια και απλότητα θα έλεγα, χωρίς λογοτεχνισμούς μας έδωσε το κλίμα της επαρχιακής πόλης Μέικομπ της Αλαμπάμα στα χρόνια του Μεσοπολέμου, στον καιρό της κρίσης. Η στάση των λευκών απέναντι στους νέγρους, απέναντι σε άλλα περιθωριακά άτομα.
Στα αγγλικά η συγγραφέας χρησιμοποιεί τη λέξη mockingbird που κατά λέξη μεταφράζεται: κοροϊδευτικό πτηνό – μίμος ο πολύγλωσσος. Είναι ένα αγαθό πουλί, η μεταφράστρια στα ελληνικά χρησιμοποιεί τον όρο κοτσύφι.
Για μένα, η οχτάχρονη Σκάουτ που αφηγείται, ο λίγο μεγαλύτερος αδελφός της Τζεμ και ο συνομήλικός της Ντιλ, είναι ένας καθαρός φακός για προσέγγιση της πραγματικότητας. Το τριπρόσωπο αυτό σύμπλεγμα μας βοηθά μέσα από τις συγκρούσεις τους και τις απορίες τους να παρακολουθήσουμε την πορεία τους σε σχέση με το χώρο, το χρόνο και τους ανθρώπους. Στο τρίγωνο αυτό των παιδιών κεντρικός άξονας είναι ο δικηγόρος – πατέρας της Σκάουτ και του Τζεμ – Άτικους.
“Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια”. Αυτή είναι η συμβουλή του δικηγόρου Άτικους Φιντς στα παιδιά του, καθώς ο ίδιος αποφασίζει να υπερασπιστεί στο δικαστήριο το πραγματικό “κοτσύφι” αυτής της υπέροχης ιστορίας, έναν νεαρό μαύρο…
Η κοινωνία διακηρύσσει: Ο μαύρος πρέπει να πεθάνει, γιατί δεν είναι λευκός! Και ο μαύρος πεθαίνει, πηδώντας συρματοπλέγματα αναζητώντας τη δική του λευτεριά. Πεθαίνει διεκδικώντας έναν θάνατο ελεύθερο, προσπαθώντας να βρει η ματιά του ένα δικό του κομμάτι ουρανού. Η Σκάουτ, με παιδική ειλικρίνεια αναρωτιέται και αυτή: “Και την άκουσα να λέει πως είναι καιρός να τους δώσει (στους νέγρους) κάποιος ένα καλό μάθημα, ότι έχουν παραπάρει τα μυαλά τους αέρα, και σε λιγάκι θ’ αρχίσουν να νομίζουν ότι μπορούν να μας παντρεύονται κιόλας. Τζέμ, πως γίνεται να μισούν τον Χίτλερ και από την άλλη να είναι τόσο κακοί με τους δικούς μας ανθρώπους;”
Ο δικηγόρος αυτός, αρνείται να αποχωρήσει από την υπεράσπιση αυτού του ανθρώπου. Όταν πρέπει να εξηγήσει στην κόρη του γιατί τον αποκαλούν “αραπάκια” λέει:
“Το “αραπάκιας” είναι μια από τις λέξεις που δε σημαίνουν τίποτα απολύτως – σαν το “μυξιάρης”. Το έβγαλαν κάποιοι αμόρφωτοι, ανάξιοι λόγου άνθρωποι για να θίγουν όποιον τους φαίνεται ότι βάζει τους μαύρους πάνω από τους λευκούς. […] Κοίτα, μωρό μου, ό, τι και να σου πει κάποιος για να σε πληγώσει, στην ουσία δε θίγει εσένα. Το μόνο που πετυχαίνει είναι να δείξει πόσο φτωχός είναι ο ίδιος μέσα του”.
Μέσα από τα παιδικά μάτια της Σκάουτ και του Τζεμ Φιντς, η Χάρπερ Λη εξερευνά με αναντίρρητη εντιμότητα και αστείρευτο χιούμορ τον παραλογισμό της στάσης των ενηλίκων απέναντι στις φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις στον Αμερικανικό Νότο της δεκαετίας του ’30. Τα φαινομενικά γαλήνιο και ειρηνικό Μέικομπ είναι στην πραγματικότητα βουτηγμένο στην προκατάληψη, τη βία και την υποκρισία. Αλλά τη ναρκωμένη συνείδηση της πόλης θα συνταράξει το σθένος ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για δικαιοσύνη…
Είναι από τα βιβλία που δεν ήθελα να τελειώσει. Ως την τελευταία σελίδα υπήρχε ενδιαφέρον και ουσία.
Είδα με πόση σοβαρότητα μιλούν οι μικροί για τα θέματα που τους απασχολούν, πώς αποκτούν την εμπειρία του θανάτου, σεξουαλική αγωγή, πώς βιώνουν το δικαστήριο. Διάβασα ωραίες ιδέες, όπως τι καλό θα ήταν μια αστυνομία από παιδιά. Στην εκπαίδευση, πόσο χρήσιμο είναι μια ώρα να παρουσιάζει κάθε παιδί ένα κατά τη γνώμη του επίκαιρο γεγονός.
Συμπέρανα ότι μεγαλώνω σημαίνει αποκτώ προκαταλήψεις. Λέμε ότι κάποιος ενηλικιώθηκε, αν ακολουθεί τα χούγια των μεγάλων. Σε αντίθετη περίπτωση είναι ανώριμος, παραμένει παιδί.
Χάρηκα που σε κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ το βιβλίο περιλαμβάνεται στη διδακτέα ύλη. Πόσο καλύτερος θα γίνει ο κόσμος μας αν ισχύσει αυτό που λέγει η συγγραφέας:
“Δε θα καταλάβεις πραγματικά έναν άνθρωπο μέχρι να σκεφτείς τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία – μέχρι να βάλεις τα παπούτσια του και να με περπατήσεις με αυτά”.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα και το έργο της
Η Νέλι Χάρπερ Λι (Nelle Harper Lee) γεννήθηκε στις 28 Απριλίου 1926, στο Μόνροουβιλ της Αλαμπάμα. Ήταν συμμαθήτρια στο δημοτικό με τον Τρούμαν, τον μετέπειτα διάσημο συγγραφέα του «Εν Ψυχρώ». Μετά την αποφοίτησή της από το Λύκειο το 1944, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αλαμπάμα, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές της.
Το 1950 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε να εργάζεται σε μία αεροπορική εταιρεία. Σύντομα αποφάσισε να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα που θα την έκανε διάσημη.
Τον Ιούλιο του 2015 εκδόθηκε το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Βάλε έναν φύλακα» («Go Set a Watchman» ο αγγλικός τίτλος), που αποτέλεσε λογοτεχνικό γεγονός, αλλά και σοκ για πολλούς από τους θαυμαστές της Λι και του έργου της. Στο δεύτερο βιβλίο, που διαφημίστηκε ως συνέχεια του πρώτου, ο ηλικιωμένος πλέον Άτικους εμφανίζεται να έχει ρατσιστικές απόψεις, απογοητεύοντας την ενήλικη πλέον Σκάουτ.
Για πολλά χρόνια η Λι έζησε ήσυχα μεταξύ Νέας Υόρκης και Μόνροουβιλ, όπου συγκατοικούσε με την αδελφή της, τη δικηγόρο Άλις Λι. Σε μεγάλη ηλικία υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και με μειωμένη πλέον όραση και ακοή έμεινε τα τελευταία χρόνια της ζωής της σε έναν οίκο ευγηρίας στη γενέτειρά της. Η Χάρπερ Λι πέθανε στις 19 Φεβρουαρίου 2016, σε ηλικία 89 ετών.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΙΟΥΛΙΟΣ 2019