Ο «Μανωλιός» ακόμη μάς δουλεύει…

Στην αρχή υπήρχε το μηδέν και το τίποτε. Μέσα σε αυτό το απόλυτο τίποτε, «κάποιοι», ίσως ονειροπαρμένοι, διέκριναν κάτι, ένα αντικείμενο, ένα «άγνωστης ταυτότητας», αλλά όχι κατ’ ανάγκη «ιπτάμενο», αντικείμενο. Αυτό το αντικείμενο ας το ονομάσουμε «συλλογικότητα», γιά να ικανοποιήσουμε με αυτόν τον τρόπο και τις σύγχρονες λεκτικές εκφάνσεις των διαχρονικών αριστερόστροφων εξαερώσεων. Αυτή η «συλλογικότητα» αμφιταλαντευόταν εμφανώς και διαρκώς: έγερνε μιά προς το κέντρο και μιά προς τ’ αριστερά. Γιατί έγερνε; Κανείς δεν ξέρει. Μάλλον από συνήθεια.

Στην αρχή υπήρχε το μηδέν και το τίποτε. Μέσα σε αυτό το απόλυτο τίποτε, «κάποιοι», ίσως ονειροπαρμένοι, διέκριναν κάτι, ένα αντικείμενο, ένα «άγνωστης ταυτότητας», αλλά όχι κατ’ ανάγκη «ιπτάμενο», αντικείμενο. Αυτό το αντικείμενο ας το ονομάσουμε «συλλογικότητα», γιά να ικανοποιήσουμε με αυτόν τον τρόπο και τις σύγχρονες λεκτικές εκφάνσεις των διαχρονικών αριστερόστροφων εξαερώσεων. Αυτή η «συλλογικότητα» αμφιταλαντευόταν εμφανώς και διαρκώς: έγερνε μιά προς το κέντρο και μιά προς τ’ αριστερά. Γιατί έγερνε; Κανείς δεν ξέρει. Μάλλον από συνήθεια. Εξαιτίας αυτής τής συνήθειας, όμως, έλαβε και το πρώτο, το προσωρινό, όνομά της. Τότε, οι προαναφερθέντες «κάποιοι» την επονόμασαν και «φορέα» – ιατρικός όρος – οπότε μας προέκυψε ο «φορέας τής κεντροαριστεράς». Ε, τι να κάνουμε, όλα γιά τους ανθρώπους είναι…

 

Στην συνέχεια, ο «φορέας» διοργάνωσε εκλογές σε «δύο γύρους», αλλά «χωρίς πίττα», γεγονός που αμέσως κατέστησε σαφή τον «προοδευτικό» χαρακτήρα του. Μετά από μία ειρηνική σύγκρουση πασίγνωστων τιτάνων των μεγαλυτέρων πολιτικών επιτυχιών τού νεώτερου «ελληνισμού», ο «φορέας» ανέδειξε την επικεφαλής του. Σιδεροκέφαλη, λοιπόν, και καλοστέριωτη!

 

Και ενώ όλα φαίνονταν να βαίνουν καλώς, όπως συμβαίνει με καθεμιά παρόμοια, χαρωπή και ανυστερόβουλη «πρωτοβουλία» τού «κυρίαρχου» λαού μας, ο «φορέας» ξαφνικά αποφάσισε να αλλάξει όνομα, ίσως επειδή το προαναφερθέν δεν υπεδείκνυε σαφώς το πραγματικό πολιτικό υπόβαθρο και παρελθόν του. Κάπου εδώ, όμως, άρχισαν τα δύσκολα. «Κίνημα Αλλαγής». Γιά σταθείτε, τώρα! Αυτές οι «λέξεις» δεν είναι καινούργιες. Θυμίζουν ένα κόμμα, ένα σύνθημα… Θεός φυλάξοι! Έρχονται όντως από το μακρινό και ομιχλώδες παρελθόν μας. Μας οδηγούν πολύ πίσω, κάπου στις αρχές τής δεκαετίας τού 1980, όταν ο ευκολόπιστος – κατά τον Διονύσιο Σολωμό – ελληνικός λαός έριξε στην ιερή γη του τον μαύρο σπόρο τού αγκαθωτού θάμνου τής «σοσιαλιστικής» μετεξέλιξής του, ενός θάμνου που μόνον εδώ και δέκα περίπου χρόνια απέδωσε στην ελλαδική κοινωνία τούς αληθινούς καρπούς του. Αναρωτιέμαι: μέσα στο πλήθος των φρικαλέων δεινών, που πληγώνουν πισώπλατα τον ελληνισμό, ήταν ανάγκη να ανακαλέσουμε στις μνήμες μας την εποχή τής «φωτεινής βιτρίνας», πίσω από την οποία κρυβόταν επιτυχώς το «μαγαζάκι τού τρόμου»; Έλεος! Από πού αναβλύζει τόση μοχθηρία;

 

Ενώ, λοιπόν, ο δυστυχισμένος λαός μας – «κατὰ ἄγνοιαν ἢ ἐθελοντὶ» συνυπεύθυνος γιά την σημερινή κατάστασή του – ελπίζει, ο ταλαίπωρος, σε κάποιο «Κίνημα Απαλλαγής», οριστικής ή έστω μακροχρόνιας, ο «Μανωλιός» τής Ιστορίας, αδίστακτος και προκλητικός, σαδιστικός και αμετανόητος, στήνει καινούργιες πικρές φάρσες στον ήδη βεβαρυμμένο καθημερινό βιοπορισμό μας. «Τί πολλῶν ῥημάτων χρεία;». Ο «Μανωλιός» ακόμη μάς δουλεύει… Και εμείς ακόμη τού το επιτρέπουμε… Καλά να πάθουμε!

 

«Μηδέποτε μηδὲν αἰσχρὸν ποιήσας ἔλπιζε λήσειν. Καὶ γὰρ ἂν τοὺς ἄλλους λάθῃς, σεαυτῷ συνειδήσεις»: Ποτέ μην ελπίσεις να λησμονήσεις το αισχρό, που έχεις πράξει, διότι, ακόμη και αν λησμονηθεί από τους άλλους, θα το γνωρίζει η συνείδησή σου (Ισοκράτης, «Πρὸς Δημόνικον», 16).

 

Αθανάσιος Τσακνάκης

01/12/2017

 

 

Σχετικά Άρθρα

Back to top button