Τάσος Συμεωνίδης

«Κι οι Θερμοπύλες και η Γραβιά,

 απύθμενοι αιώνες, οι περήφανοι χειμώνες,

Θεοί και Παρθενώνες

κι ο Όμηρος,

πόσο ξένοι;»

 

Στην Πόλη-Αγορά της Ξάνθης όπου η Ιστορία δεν κουράστηκε ποτέ,

να τις στέλνει εισβολείς, κατακτητές και βίαιους κουρσάρους,

το παλίμψηστο της μνήμης,

βρίσκει χώρο για την φωνή των ποιητών.

«Αν τον χρόνο αφήσουμε,

όπως παλιά να κυλά,

«Κι οι Θερμοπύλες και η Γραβιά,

 απύθμενοι αιώνες, οι περήφανοι χειμώνες,

Θεοί και Παρθενώνες

κι ο Όμηρος,

πόσο ξένοι;»

 

Στην Πόλη-Αγορά της Ξάνθης όπου η Ιστορία δεν κουράστηκε ποτέ,

να τις στέλνει εισβολείς, κατακτητές και βίαιους κουρσάρους,

το παλίμψηστο της μνήμης,

βρίσκει χώρο για την φωνή των ποιητών.

«Αν τον χρόνο αφήσουμε,

όπως παλιά να κυλά,

Ποιος ξέρει,

Η δεύτερη ανάγνωση,

Τρόπος ζωής ίσως,

Πιο εύκολα να γίνει»

Ο ποιητής βουτηγμένος στην προσωπική του αισθητική,

σκύβει ευλαβικά και αφουγκράζεται τις ανάγκες των εικονικών καιρών.

Με κόπο και ευθύνη,

ψηλαφεί με το βλέμμα του τα στραγγισμένα μας πρόσωπα,

αφήνοντας ένα βαθύ αποτύπωμα.

Παραμερίζοντας μέσα στο καθημερινό διάβα του ηλίου,

με την κάθε ευκαιρία,

την γοητεία του μικροβιολογικού του σύμπαντος,

τραβάει από την τσέπη του τον αγαπημένο του στυλό

για να μονομαχήσει με τις λέξεις.

«Όταν αρχίζουν οι σκέψεις

να στριμώχνονται στο κεφάλι σου,

να τις βγάλεις,

να τις γράψεις στο χαρτί.

Παρακαταθήκη,

για όσους σε ακολουθήσουν.

Υποθήκη,

για όσους σε υποπτεύονται.

Πιστοποίηση,

για όσους σε κατηγορήσουν.

Αποθήκη,

για όσους σε αγνοήσουν.

Θεμέλιο,

γι’ αυτόν που θα συνεχίσει»

 

Στο δεύτερο αυτό ποιητικό του βιβλίο

ο Τάσος Συμεωνίδης καταπιάνεται με τις αξίες και τις σημασίες στιγμών

του γίγνεσθαι.

Πρόκειται για μια αίσθηση διάρκειας.

Για μια αίσθηση καθοριστική.

Το άγγιγμα.

«και οι λέξεις που έμελλε ν’ ακούσεις, χαρμόσυνες,

βλέπεις εμείς,

τρυπούσαμε το χρόνο και βλέπαμε μέσα του,

δεν είμαστε θνητοί,

γι’ αυτό σε ξεγελάσαμε εύκολα.

Σε κάναμε δική μας, μ’ ένα φιλί στο μάγουλο,

και μια υπόσχεση του αέρα»

Στην γραφή του διακρίνω την υπομονή, την τόλμη, το ζύγιασμα.

Συγγραφική δεξιοτεχνία δοκιμασμένη,

σε συνδυασμό με την πύκνωση των σκέψεών του.

«Και η πόρτα κλειδωμένη,

το κλειδί λίγοι το ‘χουνε,

κι απ’ αυτούς,

οι μισοί στην τσέπη το ‘βαλαν γι’ αργότερα»

Ο ποιητής αναμετράτε με την ίδια του τη ζωή, με επώδυνη ειλικρίνεια.

Οι τροπικότητες του έρωτα στην εκστατική τους στιγμή,

του σταματάνε τον χρόνο

και του λούζουν τα πάντα με φως.

«Πόσο πολύ οι κωμωδίες σε κορόιδεψαν,

στο χαμόγελο βλέπω το ψεύτικο.

Δεν πίστεψες τότε,

την πόρτα έκλεισες πίσω σου χωρίς αντίο,

και το γκαρσόν θυμάμαι,

είστε καλά δεσποινίς;»

Πλούσια συναισθηματικά κοιτάσματα με τα οποία ο ποιητής αποτολμά το μεγάλο άλμα της φυγής προς το σωτήριον φως.

Διάθεση για ποίηση χαμηλών τόνων σε ονειρικά τοπία,

μέσα από απρόσμενους οδούς,

που σε προκαλεί να την ανακαλύψεις.

Εξακολουθεί να ξαφνιάζει στην αναμέτρησή του με την καθημερινότητα.

Δεν επιβάλει, υποβάλει.

«Λίγο φως στη χαραμάδα, της Ανάστασης λαμπάδα

πρωτεργάτης στον αγώνα,

με φωνές και δακρυγόνα.

Νίκη.

Πέσανε τα κάστρα.

Περπατώ με ράσα, άσπρα,

όμως σάπισαν τα μήλα,

και ξεράθηκαν τα φύλλα»

Τώρα που η Πόλη  χάνει τις ανάσες της με την φυματική θεσμική συνείδηση,

ο λόγος του ποιητή αποτελεί οξυγονοθεραπεία  για την ενίσχυση της πρόσληψης πνευματικού στοιχείου.

«πρόσεχε,

μην βαρεθεί το αύριο και φύγει.

Στην προκυμαία ένας καπετάνιος

και μια μηχανή αναμμένη,

η θυσία έγινε και ο άνεμος ούριος θα ’ναι»

 

Με εκτίμηση

Μιχάλης Σπανίδης

Εκδότης-Βιβλιοπώλης

 

Isbn:978-960-6653-97-1/σχήμα:14χ21/σελίδες:112/τιμή:3,00

 

 

Σχετικά Άρθρα

Back to top button