ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ (Βορειοηπειρωτικο-Τσάμηδες)

Η έκταση των ελληνοαλβανικών σχέσεων σε βάθος χρόνου, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, είναι τεράστια.

Η έκταση των ελληνοαλβανικών σχέσεων σε βάθος χρόνου, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, είναι τεράστια.

Αποτελεί μια κύρια και βασική παράμετρο του όλου “Βαλκανικού προβλήματος”, το οποίο εμπεριέχεται στο ασταθές, ευρύτερο και πολυσύνθετο “ανατολικό ζήτημα”. Γεγονότα όπως, Βορειοηπειρωτικό, Σκοπιανό, Αιγαίο, Κυπριακό, Κόσοβο – Κοσοβάροι, μουσουλμανικό βαλκανικό τόξο, συγκέντρωση μουλάδων στην Αγιά Σοφιά, με αίτημά τους, να γίνει τζαμί κ.λ.π., επιβεβαιώνουν ότι, το “ανατολικό ζήτημα” όχι δεν έχει επιλυθεί, αλλά, τουναντίον, επικίνδυνα έχει μεταλλαχθεί. Εχουν “γνώση οι φύλακες;” Τολμάμε να ειπούμε όχι, μετά τον οικονομικό μαρασμό, στον οποίο έχει περιέλθει η πατρίδα μας, τον οποίο τόσο έντονα ζούμε τώρα.

Δε θα επιδιώξουμε να επεκταθούμε, διότι αυτό δεν είναι δυνατό, στην πλήρη ανάπτυξη των υπόψη ελληνοαλβανικών σχέσεων, λόγω έκτασης και όγκου τους, αλλά μόνο ακροθιγώς, θα εκθέσουμε, στοιχεία αυτών, όπως πιο κάτω:

Κατά τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο το 1912 – 1913, μετά την πτώση των δύο τελευταίων οχυρών (Ιωάννινα – Ανδριανούπολη), της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας, όλο σχεδόν, το ευρωπαϊκό τμήμα της, πλην της Αλβανίας, που παραμένει το τελευταίο έρεισμα του σουλτάνου, έχει περιέλθει στους βαλκάνιους νικητές (Ελληνες, Σέρβους, Βουλγάρους, Μαυροβουνίους).

Προκειμένου, Αυστροουγγαρία και Ιταλία, να αποτρέψουν την κάθοδο στις ακτές της Αδριατικής, Σερβίας και Ελλάδας, πρωτοστατούν και επιτυγχάνουν την ίδρυση αυτόνομου αλβανικού κράτους, 3/16 Δεκεμβρίου 1912.

Εάν δεν είχαν καταληφθεί τα Ιωάννινα, 21 Φεβρουαρίου 1912, από τον ελληνικό στρατό, υπήρχε σχέδιο παραχωρήσεώς τους από ιταλούς – αυστριακούς στην Αλβανία.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου βαλκανικού πολέμου ο ελληνικός στρατός προελαύνει στη βόρεια ήπειρο και μέχρι 5 Μαρτίου 1913, έχει απελευθερώσει από τον τουρκικό ζυγό Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Χειμάρα, Αγίους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή, Κλεισούρα. Δεν ολοκληρώνεται η απελευθέρωσης όλης της Β. Ηπείρου που φθάνει μέχρι του Γενούσου (Σκούμπη) ποταμού, διότι επικειμενου του δευτέρου Βαλκανικού πολέμου, κατά των βουλγάρων, Ιούνιος 1913, επιβαλλόταν η συγκέντρωση του όγκου του ελληνικού στρατού, στο μέτωπο της Μακεδονίας – Θεσσαλονίκης. (Αυτή υπήρξε η πρώτη απελευθέρωσης της Β. Ηπείρου)

Η ατιμία των Μεγάλων Δυνάμεων φθάνει στο έσχατο όριό της. Θέτουν ωμά στον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο το μεγάλο δίλημμα Νησιά Αιγίου ή Β. Ηπειρος. Ο Βενιζέλος διατάσσει την εκκένωση της Β. Ηπείρου, από τον ελληνικό στρατό που ολοκληρώθηκε έως τα μέσα Απριλίου 1914, κλείνοντας προς τα νησιά.

Ηδη όμως από την 17 Απριλίου 1914 η Β. Ηπειρος κηρύχθηκε αυτόνομη από τον Γ. Χρηστάκη – Ζωγράφο και αναλαμβάνει δι’ ιδίων ενόπλων δυνάμεων, την αποτίναξη της επιβληθείσαν αλβανικής δουλείας. Συνάπτονται σκληρές φονικές μάχες μεταξύ των βορειοηπειρωτών ιερολοχιτών και του υπό ιταλών και αυστριακών, καθοδηγούμενου αλβανικού στρατού που κατέληξαν (στη δεύτερη απελευθέρωση της Β. Ηπείρου), καταληφθείσης και της περιοχής Βερατίον. Μεταξύ αυτονόμου Β. Ηπείρου και Αλβανίας, υπογράφεται το πρωτόκολλο ΚΕΡΚΥΡΑΣ (17 Μαϊου 1914) με το οποίο αναγνωρίζεται η ελληνικότητα της Β. Ηπείρου. Το πρωτόκολλο ΚΕΡΚΥΡΑΣ, λόγω της εκρήξεως του Α’ Παγκοσμίου πολέμου δεν εφαρμόζεται.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις για να προσεταιριστούν την Ιταλία, της επιτρέπουν να καταλάβει τη νήσο Σάσωνα και Αυλώνα, υπό την προϋπόθεση, να συγκατατεθεί, όπως η Ελλάδα επανακαταλάβει τη Β. Ηπειρο.

Τον Οκτώβριο του 1914, με εντολή της τριπλής συνεννοήσεως η Ελλάδα καταλαμβάνει και πάλι ακόμη μια φορά τη Β. Ηπειρο και έτσι αναγνωρίζεται επισήμως, η ελληνικότητα αυτής. Βασική προϋπόθεση όμως ήταν η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο παρά το πλευρό της “Συνεννοήσεως”. (Αυτή είναι η τρίτη απελευθέρωση της Β. Ηπείρου)

Επακολουθεί, δυστυχώς ο επάρατος εσωτερικός (εθνικός) διχασμός και Ιταλοί και Γάλλοι, προκειμένου να διασφαλίσουν τις από Αδριατικής προς Μακεδονικό μέτωπο, συγκοινωνίες τους, καταλαμβάνουν τη Β. Ηπειρο (1916) και καταλύουν τις ελληνικές αρχές.

Μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Οκτώβριος 1918) η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των νικητών, προδικάζει πλέον την οριστική παραχώρηση της Β. Ηπείρυ στην Ελλάδα. Λυσσώδης και αδιάλλακτη υπήρξε η αντίδραση των Ιταλών, οι οποίοι τελικά κάμπτονται και επέρχεται η συμφωνία “ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ – ΤΙΤΟΝΙ” (Ιούλιος 1919), δια της οποίας η Ιταλία συγκατατίθεται για την παραχώρηση της Β. Ηπείρου στην Ελλάδα.

Ακόμη και η ιδια η Αλβανία αναγνωρίζει την ελληνική απαίτηση με το πρωτόκολλο “ΚΑΠΕΣΤΙΤΣΑΣ” (1920). Η Ελλάδα έχει εμπλακεί στη μικρασιατική περιπέτεια και χωρίς φίλους και συμμάχους, αναγκάζεται να αποδεχθεί τις εις βάρος της Β. Ηπείρου δυσμενείς αποφάσεις. Ετσι με πρωτοβουλία της δόλιας Ιταλίας, την 3 Νοεμβρίου 1921, εκδίδεται, άδικη απόφαση για την Ελλάδα, η οποία κατ’ ανάγκη, δέχεται ως σύνορά της με την Αλβανία, τα καθορισθέντα, μέχρι σήμερα, με το πρωτόκολλο Φλωρεντίας του 1913.

Με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου η αυτοκρατορική Αυστροουγγαρία διαλύεται. H Αυστρία στερείται έξοδο της στην Αδριατική θάλασσα και η Ιταλία θέτει υπό τον απόλυτο έλεγχο της την Αλβανία. Ετσι τον Απρίλιο του 1939 αποβιβάζει στρατεύματα στην Αλβανία και προετοιμάζει την άνανδρη εισβολή της στην Ελλάδα, στις 28 Οκτωβρίου 1940. Ο ελληνικός στρατός αντεπιτίθεται και απελευθερώνει τη Β. Ηπειρο (Αυτή είναι η τέταρτη φορά απελευθέρωσης της Β. Ηπείρου).

Μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, μαζί με τους συνεργάτες τους δοσίλογους τσάμηδες, από την Ηπειρο (Σεπτέμβριος 1944), υπήρχε δυνατότητα να απελευθερωθεί, για Πέμπτη φορά, η Β. Ηπειρος, από τα πανίσχυρα αντάρτικα ένοπλα τμήματα ΕΛΑΣ – ΕΔΕΣ.

Δυστυχώς, όμως, δεν επικράτησε το εθνικό συμφέρον, αλλά η εμφύλια σύγκρουση για την κατάκτηση της εξουσίας και την εξυπηρέτηση του αποκαλούμενου διεθνισμού, ο οποίος δούλεψε επ’ ωφελεία των αλβανών, στην περίπτωση αυτή και όχι των ελλήνων (Β. Ηπειρος).

Το Σεπτέμβριο του 1946 στη συνδιάσκεψη ειρήνης των Παρισίων με πρόταση του υπουργού εξωτερικών της σοβιετικής ένωσης Μολότωφ το θέμα της Β. Ηπείρου παραπέμφθηκε στο συμβούλιο εξωτερικών των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων.

Εκτοτε το θέμα παραμένει εκκρεμές. Ο ελληνισμός της Β. Ηπείρου υπέστη και υφίσταται εξοντωτικά μαρτύρια.

Η Αλβανία που συγκροτήθηκε σε κράτος το 1912, με την υποστήριξη Ιταλίας και Αυστροουγγαρίας, δεν ξέφυγε μέχρι σήμερα από το σύνδρομο της υποταγής και εξάρτησης της από προστάτες. Ετσι από την Ιταλία και Αυστρία, περιέρχεται στη σφαίρα επιρροής μόνο της Ιταλίας μέχρι το 1943 και συνέχεια της Γερμανίας το 1943 – 1944, του κομμουνιστικού μπλοκ Ρωσίας – Κίνας, μέχρι της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού και τέλος της Τουρκίας, όπως απέδειξε η πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν στην Αλβανία.

Ο πρωθυπουργός Εντι Ράμα της Αλβανάις μετά την επίσκεψη Ερντογάν, αποσταθεροποιητικά για την περιοχή, υψώνει σημαίες και λάβαρα αλυτρωτισμού, για “Τσάμηδες”, για “Μεγάλη Αλβανία”, για σχέδια αρπαγής της περιουσίας των ομογενών ελλήνων Β. Ηπείρου κ.λ.π.

Ο Εντι Ράμα, ενώ ομιλεί απαξιωτικά για τους υποψηφίους και εκπροσώπους των βορειοηπειρωτών, αναβαθμίζει τη συνεργασία του με το ανθελληνικό κόμμα των “τσάμηδων” και του προέδρου αυτού Σπετίμ Ιντρίζι, τον οποίο και διορίζει αντιπρόεδρο της αλβανικής βουλής.

Μέσα από μια σειρά ενθεληνικών, ύπουλων, άτιμων, προδοτικών και καιροσκοπικών θέσεων και πράξεων, εχθρών και δήθεν “φίλων” της Ελλάδας παραχωρήθηκε η Β. Ηπειρος στην Αλβανία, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, καίτοι, αυτή απελευθερώθηκε τέσσερις φορές, ήταν δυνατό και Πέμπτη, από ελληνικά στρατεύματα.

Η Αλβανία κάτω από ένα πλέγμα ενοχής για τα όσα υπέστησαν οι ομογενείς της Β. Ηπείρου από τα ανελεύθερα καθεστώτα της, ειδικά αυτού του Εμβέρ Χότζα, επί κομμουνιστιοκρατίας, αναζητεί “άλλοθι” και αντίβαρο και αυτό είναι οι “τσάμηδες” που αποτελούν την αιχμή του δόρατος του αλβανικού αλυτρωτσμού και επεκτατισμού σε βάρος της Ελλάδας.

Η περιοχή, που κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ονομάζεται “Τσαμουριά” εκτεινόταν προς νότον μέχρι τις εκβολές του Αχέροντα, προς βοράν μέχρι Βουθρωτού και προς ανατολάς μέχρι των υπωρειών Τομάρου (Ολύτσικα) και περιλαμβάνει σήμερα τις επαρχίες Παραμυθιάς, Πάργας, Φιλιατών και Μαργαριτίου. Ο πληθυσμός μέχρι τον 17ο αιώνα είναι κατά πλειοψηφία χριστιανικός. Ο εκμουσουλμανισμός και ο εξαλβανισμός είναι μεταγενέστεροι. Οι τσάμηδες δεν είναι αλβανικό φύλο ή αλβανικό φυλή. Είναι ένα νοθογενές συνονθύλευμα πληθυσμών, ακαθορίστου φυλετικής προέλευσης, που κατοικούσαν στην περιοχή τσαμουριάς.

Τον 18ο αιώνα ασπάστηκαν το μουσουλμανισμό, όχι με τη βία, αλλά από συμφεροντολογία για να μη χάσουν τα τσιφλίκια τους που ήταν οι πιο εύφορες περιοχές της Ηπείρου (Παραμυθιάς και Μαργαριτίου).

Οι τσάμηδες είχαν ασταθή εθνική συνείδηση ενώ οι χριστιανοί κάτοικοι ακραιφνή ελληνική. Οι τσάμηδες είναι σουνίτες μουσουλμάνοι, όπως οι κάτοικοι μουσουλμάνοι της Αλβανίας, της Τουρκίας και οι τζιχαντιστές. Αρχισαν να ομιλούν την αλβανική μετά την κυριαρχία των αλβανών (επί Αλή Πασά) στις περιοχές της τσαμουριάς. Παρά την αλβανοφωνία τους είχαν συενίδηση τουρκική και όχι αλβανική. Κάιτοι η συνθήκη της Λωζάννης (1923) προέβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών χωρίς να γίνεται μνεία σχετικά με την καταγωγή των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων, οι τσάμηδες εξαιρέθηκαν.

Ο Πάγκαλος έκανε το τεράστιο πολιτικό λάθος να εξαιρέσει της ανταλλαγής, τους τσάμηδες. Μία σοβαρή απειλή όπως αποδείχθηκε στα σύνορα της Ελλάδας, που υπήρχε τρόπος να εξαλειφθεί, συνεχίζει να υπάρχει.

Σύμφωνα με απογραφή του 1928 οι χριστιανοί του Νομού Θεσπρωτίας ήσαν 44.668 και οι τσάμηδες 16.661. Η επιδέξια ιταλική προπαγάνδα κατορθώνει να “πείσει” τους τσάμηδες ότι δεν είναι τούρκοι αλλά αλβανοί. Η Ιταλία ήθελε να χρησιμοποιήσει τους τσάμηδες σαν λόγχη κατά της Ελλάδας. Προς τούτο τέκνα τσάμηδων φοιτούν σε ιταλικά πανεπιστήμια και στρατιωτικές σχολές.

Όταν κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος (28 Οκτωβρίου 1940) τρία αλβανικά τάγματα στελεχωμένα με τσάμηδες εισέβαλαν στη Θεσπρωτία με τους ιταλούς και επιδόθηκαν σε βιαιοπραγίες και εμπρησμούς. Μετά την κατάρρευση του μετώπου (Απρίλιος 1941) οι ιταλοί παρέδωσαν τη Θεσπρωτία στο έλεος των τσάμηδων που κατάργησαν και διέλυσαν τις ελληνικές αρχές και επιδόθηκαν στο πλήρη αφελληνισμό της περιοχής. Ιδρύουν την αλβανική φασιστική νεολαία (Μιλίτσια) την εθνική αλβανική επιτροπή (ένα είδος κυβέρνησης) και 14 τάγματα ένοπλων στρατιωτών και προβαίνουν σε φοβερά και αποτρόπαια εγκλήματα σε βάρος των ελλήνων κατοίκων της περιοχής.

Πιο κάτω αναφέρονται ενδεικτικά μερικά από τα ομαδικά εγκλήματα των κακούργων και αιμοδιψών τσάμηδων.

Στις 19 Φεβρουαρίου 1942 δολοφοενείται στην πλατεία Ηγουμενίτσας ο νομάρχης Θεσπρωτίας Γεώργιος Βασιλάκος με τους συνεργάτες του.

Στις 27 Ιουλίου 1943, σε επιδρομή στα χωριά Φαναρίου πυρπολήθηκαν 519 κατοικίες και 800 κάτοιοι εξετελέσθηκαν (231 ήταν γυναίκες που προηγουμένως βιάστηκαν). 500 άτομα συνελήφθησαν και στάλθηκαν όμηροι στα Ιωάννινα και 24 χωριά ερημώθηκαν.

Αποκορύφωμα όμως της θηριωδίας των τσάμηδων ήταν η εκτέλεση των 49 επιφανεστέρων κατοίκων της Παραμυθιάς που μετά την εκτέλεσή τους αφού σκυλεύτηκαν έμειναν, για μεταθανάτιο τιμωρία τους, άταφοι, μέχρι που επενέβη ο νεαρός μητροπολίτης Ιερόθεος για την ταφή τους.

Στον Ασπρο Μύλο της Ηγουμενίτσας μαζί με το νομάρχη Γ. Βασιλάκο εκτελέστηκαν 45 εργάτες. Δεν αναφέρονται μεμονωμένες περιπτώσεις δολοφονίας ιερέων, δασκάλων, προκρίτων και απλών γεωργών – χωρικών. Τα όσα διέπραξαν οι τσάμηδες  την περίοδο 1941 – 1944 σε βάρος του υπόλοιποι πληθυσμού, ναρκοθέτησαν κάθε δυνατότητα συμβίωσης. Μεταξύ γερμανοτσάμηδων και των αναρτικων ομάδων του ΕΔΕΣ, από τα τέλη του Ιουνίου 1944 έγιναν σκληρές μάχες, όπως των Αγίων Θεοδώρων Παραμυθιάς (27 και 30 Ιουνίου 1944) με σοβαρές απώλειες των γερμανών και τσάμηδων. Την 17η Αυγούστου 1944 η μάχη της Μενίνας επί της οδού Ηγουμενίτσα – Ιωαννίνων (νεκροί 24 και 40 τραυματίες αντάρτες και 87 νεκροί, 48 τραυματίες και 109 αιχμάλωτοι γερμανοτσάμηδες).

Μετά τις μάχες αυτές οι τσάμηδες με τις οικογένειές τους διέσχισαν μαζικά τα σύνορα και πέρασαν στην Αλβανία. Τους καταδίωκε το αθώο αίμα των θυμάτων τους.

Σε ειδικό δικαστήριο δοσιλόγων με την υπ’ αριθμ. 344/29 Μαϊου 1945, 1.930 τσάμηδες καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου σε θάνατο. Ουδεμία απόφαση εκτελέστηκε γιατί όπως πάνω αναφέρθηκε οι τσάμηδες είχαν διαφύγει μέσω Κοσνισπόλεως στην Αλβανία.

Με την προϋπόθεση ότι τα εγκλήματα των τσάμηδων έχουν παραγραφεί λόγω παρελεύσης 20ετίας αυτοί δε διατρέχουν κανένα κίνδυνο να εισέρχονται, εκ του ασφαλούς, νομίμως ή παρανόμως, στον τόπο των φρικτών εγκλημάτων τους.

Τίθεται το ερώτημα. Τέτοια εγκλήματα παραγράφονται; Οι ηρωϊκοί νεκροί από του τάφου τους αγανακτούν και λένε “ΚΡΙΜΑ”, διότι οι σημερινοί έλληνες χωρίς εθνικό ανάστημα είναι δέσμιοι συναλλαγής και ανοχής με ελληνοκτόνους εγκληματίες τσάμηδες, βοεβόδες, κομιτατζήδες κ.λ.π.

Ας ξυπνήσουμε από εθνικό λήθαργο, λόγω της οικονομικής κρίσης και ας σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Ας ιδούμε, κάποτε, τον ήλιο της Ελλάδας ν’ ανατέλλει και να μη δύει στα τάρταρα του σκότους. Ας νοιώσουμε υπερηφάνεια και όχι θλίψη και κατήφεια. Στις σχολιαζόμενες ελληνοαλβανικές σχέσεις οι αλβανοί έκαναν εγκλήματα και εμείς λάθη, λάθη…

Φτάνει πια, οι εχθροί καραδοκούν και ελλοχεύουν και εμείς συζητούμε, ανεχόμαστε, ξεχνάμε και κάνουμε συνέχεια μόνο μνημόσυνα, αναμένοντες μαζοχιστικά νέες εθνικές συμφορές για νέα μνημόσυνα.

Ας το βάλουμε καλά στο μυαλό μας ότι κάποτε, χάριν του εθνική μας γοήτρου πρέπει να δράσουμε χωρίς καθυστέρηση, οι καιροί δεν περιμένουν (οι καιροί ου μενετοί). Στα “χαστούκια” που δεχόμαστε ας δώσουμε και εμείς, αμυνόμενοι κανένα “χαστούκι” διπλωματικό ή άλλο ότι…

 

Βοηθήματα

– Ο βορειοηπηρωτικός αγώνας της ΔΙΣ / ΓΕΣ.

– Αλβανοί – Αρβανίτες – Ελληνες του Σαράντου Καργάκου

– Εφημερίδα “Πρώτο Θέμα” 31-5-2015

Σχετικά Άρθρα

Back to top button