ΤΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

Εισαγωγή

 

Εισαγωγή

 

Η μακεδονική ηγεμονία δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την κοινή πορεία και την ειρήνη που είχε υποσχεθεί με την συμμαχία της Κορίνθου, ενώ η μάχη της Ιψού το 301 π.Χ. έδωσε τέρμα στις προσπάθειες για την διατήρηση της ενότητας της μεγάλης αυτοκρατορίας που κληροδότησε στους Έλληνες ο Αλέξανδρος. Η αυτοκρατορία διαμελίζεται οριστικά και δημιουργούνται τα ανεξάρτητα βασίλεια των διαδόχων του. Τα νέα κράτη που δημιουργήθηκαν ήταν το βασίλειο της Αιγύπτου υπό τους Πτολεμαίους, το βασίλειο της Συρίας υπό τους Σελευκίδες, το βασίλειο της Περγάμου υπό τους Ατταλίδες και το βασίλειο της Μακεδονίας. Εκτός από αυτά, δημιουργήθηκαν και άλλα μικρότερα από Έλληνες ή ντόπιους ηγεμόνες, όπως το ημιανεξάρτητο βασίλειο της Βακτριανής, το βασίλειο των Πάρθων, της Αρμενίας, του Πόντου, της Βιθυνίας, της Καππαδοκίας και της Γαλατίας.

Τότε, και για τρεις περίπου αιώνες, πραγματοποιείται η μεγάλη έξοδος του Ελληνισμού από τα μητροπολιτικά του όρια, δημιουργώντας νέα μεγάλα πολιτιστικά και εμπορικά κέντρα, όπως η Αλεξάνδρεια, η Πέργαμος, η Αντιόχεια, κ.ά., με αποτέλεσμα την αναζωογόνηση της Ανατολής και τον εξελληνισμό των λαών της. Παράλληλα όμως πραγματοποιούνται μακροχρόνιοι και εξαντλητικοί πόλεμοι μεταξύ των διαδόχων του Αλεξάνδρου, οι οποίοι εξασθένησαν τα δημιουργηθέντα νέα κράτη, οδηγώντας τα στην κατάκτησή τους από τους Ρωμαίους. Αυτά υπήρξαν και τα δύο κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ελληνιστικών χρόνων[1]· η παρακμή της κυρίως Ελλάδας και η ακμή της Ελλάδας της Ανατολής και των βασιλείων που προήλθαν από την διαίρεση της μεγάλης αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Όλα αυτά τα νέα κράτη, τα οποία προέκυψαν από την διαμοίραση της αυτοκρατορίας, ήσαν μοναρχικά και μάλιστα απολυταρχικά, ενώ τα παλαιά αβασίλευτα κράτη της Ελλάδας έγιναν υποτελή των παλαιών και νέων μοναρχιών, ευνοώντας την δημιουργία νέων πόλεων και συμπολιτειών.

 

Μοναρχίες

 

Κατά την ελληνιστική περίοδο οι πόλεις – κράτη, που κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. δέσποζαν πολιτικά και πνευματικά στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, έχασαν πλέον την δύναμη τους, εντάχθηκαν σε μεγάλα κράτη, η αυτονομία τους περιορίσθηκε, ενώ ταυτόχρονα ενισχύθηκε η μοναρχία. Η μορφή αυτής της μοναρχίας εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα της εξουσίας του μακεδονικού βασιλείου, η οποία είχε ήδη προετοιμαστεί από τον 4ο π.Χ. αιώνα από τους Έλληνες φιλοσόφους και ρήτορες, οι οποίοι επέκριναν το δημοκρατικό πολίτευμα και κατέκριναν επέκριναν τον θεσμό της πόλης. Συν τοις άλλοις, η νέα αυτή μοναρχία δέχθηκε και τις έντονες πολιτισμικές επιρροές από τις αντίστοιχες περισσότερο μοναρχικές ηγεμονίες της Ανατολής, δημιουργώντας έτσι την ελληνιστική μοναρχία.

Ο ουσιαστικότερος λόγος νομιμοποίησης των νέων καθεστώτων υπήρξε η απουσία αντιδράσεων και αντιπολιτεύσεων. Οι ανατολικοί λαοί δέχθηκαν την ελληνιστική μοναρχία εύκολα επειδή η νέα εξουσία συγγένευε αρκετά με την πατροπαράδοτη δική τους. Εξάλλου υπήρξαν και πολλές συγκλήσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν λόγω της αποδοχής από τους Έλληνες των συνηθειών και των συμπεριφορών των αυτοχθόνων, αλλά και χρησιμοποίησης, αργότερα, πολλών ντόπιων αρχόντων στην κεντρική εξουσία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι Έλληνες βασιλείς, οι οποίοι κλήθηκαν να κυβερνήσουν ντόπιους πληθυσμούς, πολυπληθέστερους από τους Έλληνες έποικους, πολιτεύθηκαν με σύνεση και συγκαταβατικότητα· επέδειξαν σεβασμό στους θεούς και τις λατρείες των κατεκτημένων λαών, υιοθέτησαν τις παραδόσεις τους και τα έθιμά τους, παραχώρησαν διάφορα προνόμια και γενικά ακολούθησαν πολιτική προσεταιρισμού των ιθαγενών ηγετικών κυρίως στοιχείων.

Η διαδοχή της εξουσίας ήταν κληρονομική, ενώ ο πρωτότοκος γιος και διάδοχος του βασιλιά συνήθως συγκυβερνούσε, για να εξοικειωθεί με την εξουσία και να επέλθει στη συνέχεια ομαλά η διαδοχή. Ο βασιλιάς είχε την πλήρη εξουσία του κράτους, εξέδιδε δε βασιλικά διατάγματα και αποφάσεις που δημοσιοποιούνταν σε όλο το βασίλειό του, αλλά και σε όλες τις πόλεις που εξουσίαζε. Για την ομαλή λειτουργία της κρατικής μηχανής υπήρχαν αξιωματούχοι με συγκεκριμένες αρμοδιότητες, ενώ ο ίδιος ο βασιλιάς και το περιβάλλον του περιστοιχίζονταν από διάφορους τιτλούχους αυλικούς, αλλά και δούλους, οι οποίοι μεριμνούσαν για την ασφάλεια του μονάρχη και της οικογένειάς του, για την μόρφωση των βασιλοπαίδων και την εθιμοτυπία του παλατιού. Η εικόνα του μονάρχη ενισχύθηκε και με την δημιουργία πρωτευουσών πόλεων των βασιλείων, όπως η Πέλλα για τους Μακεδόνες, η Πέργαμος για τους Ατταλίδες, η Αντιόχεια για τους Σελευκίδες και η Αλεξάνδρεια για τους Πτολεμαίους, με σκοπό την προβολή του μεγαλείου της ισχύος και της δόξας της βασιλείας του. Σ’ αυτές τις πρωτεύουσες, οι οποίες ήσαν σε προνομιακές θέσεις, διετέθησαν πολλά χρήματα, πραγματοποιήθηκαν εξαιρετικά οικοδομικά έργα, αναπτύχθηκαν σημαντικά οι τέχνες και τα γράμματα, καθιστώντας τες πραγματικές πρωτεύουσες του ελληνιστικού κόσμου.

 

Πόλεις

 

Παρά την εδραίωση της μοναρχίας, το πολιτειακό σύστημα της πόλης – κράτους κατάφερε να επιβιώσει και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, με διαφορετική μορφή όμως. Η μεγάλη έκταση της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, αλλά και το μέγεθος των ελληνιστικών βασιλείων που ακολούθησαν, υπήρξε ο κύριος λόγος της υποχώρησης της δυναμικής των παλαιών πόλεων – κρατών και η σταδιακή προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα που άρχισαν να δημιουργούνται με τις μοναρχίες. Τότε εμφανίσθηκαν τέσσερις κυρίως κατηγορίες πόλεων· οι λεγόμενες αυτόνομες πόλεις[2] που βρίσκονταν στον ηπειρωτικά αλλά και στον νησιωτικό χώρο και οι οποίες διατήρησαν σε γενικές γραμμές την παραδοσιακή τους λειτουργία· οι πόλεις που είχαν ενταχθεί σε κάποια συμπολιτεία, χάνοντας εν μέρει την αυτονομία τους αλλά ενισχύοντας την λειτουργία τους· οι παλαιές ελληνικές πόλεις που είχαν εξάρτηση από τους μονάρχες των ελληνιστικών βασιλείων, διατηρώντας σε γενικές γραμμές τις παλαιές δομές και λειτουργίες τους· και τέλος οι νέες πόλεις που ιδρύθηκαν είτε από τον Αλέξανδρο είτε από τους διαδόχους του, οι οποίες βρίσκονταν κάτω από την αυστηρή επιρροή και τον βασικό έλεγχο των ελληνιστικών βασιλείων και των ηγεμόνων τους.

Οι νέες αυτές ελληνιστικές πόλεις, εκτός από την διατήρηση του ελέγχου των νεοαποκτηθεισών περιοχών και την εκμετάλλευση των νέων εμπορικών ευκαιριών που παρουσιάζονται, χρησιμοποιήθηκαν και ως βασικό μέσο εξελληνισμού των ασιατικών λαών, αλλά και ως όργανο για την διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Τότε, οι πόλεις διαθέτουν σημαντικό πληθυσμιακό δυναμικό, ευνοείται η αστυφιλία και προσφέρουν στους κατοίκους τους πλούτο και ανέσεις. Οι πόλεις έγιναν πλέον χώροι πολυεθνικοί και πολυπολιτισμικοί, αλλά και χώροι μικτών κοινωνιών, όπου οι ντόπιοι λαοί υιοθέτησαν στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού και τα ενσωμάτωσαν στον δικό τους, παρουσιάζοντας έτσι νέες τοπικές μορφές τέχνης. Πάντως, παρά την ύπαρξη αυτοχθόνων πληθυσμών, πολλές από αυτές τις πόλεις προσπάθησαν να διατηρήσουν την πάτρια ελληνική παράδοση, ως ξεχωριστοί θύλακες του ελληνικού πολιτισμού μέσα σε έναν κόσμο βαρβάρων. Τέλος, η μορφή της διοίκησης και οι θεσμοί των πόλεων αυτών βασίστηκαν στα παραδοσιακά ελληνικά πρότυπα, προσπαθώντας να διατηρήσουν την ελληνική τους ταυτότητα, αποκλείοντας συχνά τις τοπικές επιρροές, ενώ η ίδρυσή τους και η ανάπτυξή τους ενδυνάμωνε την οικονομία και την ασφάλεια όλης της περιοχής.

Σπουδαίες πόλεις υπήρξαν η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Πέργαμος, αυτόνομες πόλεις υπήρξαν η Αθήνα, η Σπάρτη και η Δήλος, αλλά και η Ρόδος, η οποία υπήρξε η μόνη πόλη που ξεφεύγει από την μοίρα των ελληνιστικών πόλεων, χάριν κυρίως της γεωγραφικής της θέσης και της δύναμης του στόλου της, απολαμβάνοντας πραγματική αυτονομία.

 

Συμπολιτείες

 

Κατά τις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα, διάφορες ελληνικές αυτόνομες πόλεις, οι οποίες κατά το παρελθόν είχαν όχι σημαντικό ρόλο στα ελληνικά πράγματα, για να αντιμετωπίσουν κυρίως τις επιδρομές των Γαλατών και αργότερα τις επιβουλές της Μακεδονίας, ενώθηκαν και αποτέλεσαν ισχυρές ενώσεις ή ομοσπονδίες ή συμπολιτείες όπως ονομάσθηκαν. Το πολιτειακό αυτό σύστημα αναπτύχθηκε, κατά την ελληνιστική περίοδο, σε περιοχές όπως η Αχαΐα, η Αρκαδία, η Βοιωτία και η Αιτωλία, όπου προϋπήρχε σχετική παράδοση ομοσπονδιακής οργάνωσης και δεν είχε εδραιωθεί εκεί ο θεσμός της πόλης – κράτους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, με την αποδυνάμωση του θεσμού της πόλης – κράτους, οι συμπολιτείες προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την μοναρχία, διαφυλάσσοντας συγχρόνως την αυτονομία τους και τα πολιτικά τους δικαιώματα. Δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία των ίδιων των πόλεων που τις αποτελούσαν, είχαν ενιαία κεντρική διοίκηση και κάθε πόλη είχε τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τις άλλες.

Οι ισχυρότερες αυτών ήσαν η Αιτωλική και η Αχαϊκή, οι οποίες είχαν την ίδια περίπου οργάνωση. Την ανώτατη εξουσία είχε η Γενική Συνέλευση των πόλεων, στην οποία έπαιρναν μέρος οι πολίτες όλων των ομόσπονδων πόλεων, Στην συνέλευση κάθε πόλη είχε ψήφο και όλες ίσα δικαιώματα[3], χωρίς να υπάρχει κάποια ηγεμονεύουσα πόλη, όπως παλαιότερα. Οι πόλεις της συμπολιτείας δέχθηκαν τα ίδια μέτρα, αλλά διατήρησαν την ανεξαρτησία τους και την αυτοδιοίκηση στις τοπικές τους υποθέσεις, ενώ αποφάσιζαν για θέματα άμυνας και σχέσεων με άλλες πόλεις και βασίλεια.

Οι συμπολιτείες αυτές υπήρξαν σημαντικότατες πολιτικές ενώσεις, αποδεικνύοντας την άμεση προσαρμογή των Ελλήνων στα νέα δεδομένα και τις νέες μεταβολές που δημιουργούνταν. Παρ’ όλα αυτά όμως, οι έριδες και οι αντιδικίες δεν εξαλείφθηκαν, ενώ και οι ίδιες οι συμπολιτείες θα εμπλακούν σε διαμάχες, με αποτέλεσμα, οι δύο μεγαλύτερες να μοιρασθούν τελικά σχεδόν όλη την Ελλάδα, να ακολουθήσει σύγκρουση, πολιτική διάσπαση και αποδυνάμωση, χωρίς να καταφέρουν στη συνέχεια να την διαφυλάξουν από την ρωμαϊκή κατάκτηση.

 

Επίλογος

 

Κατά την ελληνιστική περίοδο, το επικρατούν πολίτευμα υπήρξε η μοναρχία, το οποίο προέκυψε από το μεγάλο μέγεθος της αυτοκρατορίας και την παρακμή της πόλης – κράτους. Οι πόλεις, ως άλλο πολιτειακό σύστημα εκείνης της περιόδου, επικράτησαν για τον έλεγχο των πληθυσμών των μεγάλων περιοχών της αυτοκρατορίας και για την εκμετάλλευση των εμπορικών οδών, ενώ οι επιδρομές των Γαλατών και οι επιβουλές της Μακεδονίας κυρίως προκάλεσαν την ένωση ελευθέρων πόλεων και την δημιουργία των συμπολιτειών.

Η υποχώρηση του θεσμού της πόλης – κράτους και η επικράτηση της μοναρχίας είχε ως αποτέλεσμα την μείωση της δύναμης των πολιτών και των περιορισμό της συμμετοχής τους στα κοινά, ενώ οι νέοι θεσμοί που εμφανίζονται πλέον προκαλούν την μετάβαση της έννοιας του πολίτη της πόλης σε εκείνη του υπηκόου ή του πολίτη του κόσμου.

Ο Μέγας Αλέξανδρος κατακτώντας τον κόσμο θυσίασε την αρχαία Ελλάδα στο βωμό της ιστορίας και του πολιτισμού.

 

Υποσημειώσεις


[1] Ελληνιστικοί χρόνοι ή ελληνιστική περίοδος ονομάσθηκε από τον Γερμανό ιστορικό Δρόυζεν (Droyzen, 1800 – 1884) η μετά τον Αλέξανδρο περίοδος μέχρι την ολοσχερή κυριαρχία των Ρωμαίων (323 – 31 π.Χ.), όταν ο Ελληνισμός εξήλθε από τον ελλαδικό χώρο και επεκτάθηκε σε όλον τον αρχαίο κόσμο, λαμβάνοντας οικουμενικές διαστάσεις.

[2] «Αυτόνομοι και αυτοπόλιες» κατά τον Θουκυδίδη, Ε, 79.

[3] Η Αχαϊκή Συμπολιτεία είχε τον χαρακτήρα αληθινής δημοκρατικής πολιτείας κατά τον Πολύβιο, Β, 37, 9-11 & Δ, 1, 6-7.

 

* Εργασία στην Θ.Ε. «Ελληνική Ιστορία» της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ε.Α.Π. κατατεθείσα τον Νοέμβριο του 2012 στην διδάσκουσα καθηγήτρια Ελπίδα Βόγλη, λέκτορα του τμήματος ιστορίας & εθνολογίας του Δ.Π.Θ.

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΙΧ. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Πρόεδρος Δικαστικών Επιμελητών

Εφετείου Θράκης

 

Σχετικά Άρθρα

Back to top button