Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ & Η ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ *

Η επικράτηση συγκεκριμένων κανόνων στην εμφάνιση ανδρών και γυναικών κατά την αρχαιότητα δεν μπορεί να ερμηνευτεί χωρίς αναφορές στις αισθητικές αντιλήψεις αλλά και στις πολιτικές και κοινωνικές επιδιώξεις της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας. Οι νομοθεσίες του Σόλωνα στην Αθήνα και του Λυκούργου στην Σπάρτη περιόριζαν σημαντικά την πολυτέλεια και την επίδειξη, προβάλλοντας το ιδανικό της λιτότητας και του μέτρου. Και σε άλλες πόλεις υπήρχε ανάλογη νομοθεσία.

Η επικράτηση συγκεκριμένων κανόνων στην εμφάνιση ανδρών και γυναικών κατά την αρχαιότητα δεν μπορεί να ερμηνευτεί χωρίς αναφορές στις αισθητικές αντιλήψεις αλλά και στις πολιτικές και κοινωνικές επιδιώξεις της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας. Οι νομοθεσίες του Σόλωνα στην Αθήνα και του Λυκούργου στην Σπάρτη περιόριζαν σημαντικά την πολυτέλεια και την επίδειξη, προβάλλοντας το ιδανικό της λιτότητας και του μέτρου. Και σε άλλες πόλεις υπήρχε ανάλογη νομοθεσία.

Βασικό ανδρικό ένδυμα των αρχαίων Ελλήνων ήταν ο χιτώνας, ο οποίος ήταν ένα μονοκόμματο πουκάμισο, φορεμένο κατάσαρκα, με ζώνη στην μέση. Ο καθημερινός χιτώνας έφτανε συνήθως μέχρι το γόνατο, ενώ ο επίσημος ήταν μακρύτερος. Για να προφυλάγονται από το κρύο, στα ομηρικά χρόνια φορούσαν ένα μάλλινο ένδυμα, την χλαίνα, που τύλιγε το σώμα. Αργότερα ονομάσθηκε ιμάτιο. Υπήρχε επίσης και η χλαμύδα, που στηριζόταν με μία πόρπη στον ώμο και, σε αντίθεση με το ιμάτιο, κυμάτιζε ελεύθερα.

Κύριο γυναικείο ένδυμα των αρχαίων Ελληνίδων, από τα ομηρικά χρόνια έως τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα, ήταν ο πέπλος, ο οποίος στερεωνόταν  στον ώμο με περόνες και έφερε στην μέση ζώνη. Από τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα καθιερώθηκε ο λινός (ιωνικός) χιτώνας και το ιμάτιο, που ήταν περίπου τα αντίστοιχα ανδρικά ενδύματα. Εξακολουθούσαν όμως να φορούν και πέπλο, κυρίως οι Σπαρτιάτισσες.

Τα υλικά κατασκευής των υφασμάτων, που συνήθως τα ύφαιναν οι γυναίκες μόνες τους, ήταν το λινάρι και το μαλλί.

Από καπέλα, ανδρικά ήταν ο πέτασος (πλατύγυρο), η κυνή (δερμάτινος σκούφος) και ο πίλος (κωνικό καπέλο), ενώ γυναικεία ήταν η θολία (πλατύγυρο).

Ανδρικά υποδήματα ήταν τα σανδάλια (με σόλα και λουριά), και οι εμβάδες (υποδήματα σαν μπότες). Τα γυναικεία ήσαν κομψά και ποικίλα, όπως περσικά, λακωνικά, κ.ά. Οι ηθοποιοί φορούσαν κοθόρνους.

Συμπληρώματα της γυναικείας αμφίεσης ήσαν τα κοσμήματα, τα ενώτια (σκουλαρίκια), τα περιδέραια, τα βραχιόλια, τα οποία τα τοποθετούσαν σε ειδικά κουτιά, τις πυξίδες, ενώ απαραίτητο αξεσουάρ ήταν και το ριπίδιο (βεντάλια).

* * *

Όπως μας λέει ο Ξενοφών στον «Οικονομικό» του (10, 2 – 3), ο Ισόμαχος συλλογίζεται και μετά απευθύνεται στην σύζυγό του:

  • Κάποτε, όταν την είδα να έχει πασαλειφθεί με μπόλικο φτιασίδι για να κάνει τα μάγουλά της πιο άσπρα απ’ ό,τι ήταν, και με μπόλικο κοκκινάδι για να κάνει πιο κόκκινο το χρώμα των χειλιών της και φορούσε παπούτσια πιο ψηλά για να φαίνεται ψηλότερη, της είπα: Πες μου γυναίκα, πότε θα φαινόμουν πιο αξιαγάπητος σύντροφος· όταν σου παρουσίαζα την περιουσία που έχω πραγματικά και δεν καυχιόμουν πως έχω περισσότερα απ’ όσα στην πραγματικότητα έχω … ή αν προσπαθούσα να σε ξεγελάσω, … παρουσιάζοντάς σου νομίσματα κάλπικα για αληθινά και περιδέραια απ’ έξω χρυσά και από μέσα ξύλινα και φορέματα που ξεθωριάζουν για πολύτιμα;

* * *

Με την αυτήν την ενδυμασία και κυρίως από την προσεκτική παρατήρηση του ιματίου ενός Αθηναίου, παρουσιάζονταν διαφόρων ειδών συμβολικές πληροφορίες. Κατ’ αρχήν, δηλωτικά του γένους χαρακτηριστικά υπήρχαν άφθονα, όπως το στυλ των πτυχώσεων, η ποιότητα και το είδος του υφάσματος, το χρώμα και η διακόσμησή του, η γραμμή και το σχήμα του. Διαφορετικών στυλ ιμάτια αποτελούσαν οπτικά διακριτικά διαφορετικών ειδών κοινωνικής ταυτότητας. Κάποια μάλιστα σηματοδοτούσαν και την ηλικία αυτού που τα φορούσε, ενώ άλλα πιο διακριτά χαρακτηριστικά έδειχναν την κοινωνική του τάξη. Επίσης, οι ιδιαίτερα περιοριστικοί τρόποι που φορούσαν οι άνδρες τα ιμάτιά τους καταδείκνυαν τις συμπεριφορές τους για την αρετή του πολίτη και την δημοκρατία που επικρατούσαν τότε.

Στην Αθήνα οι «γυναικονόμοι» επέβλεπαν την τήρηση των κανονισμών των σχετικών με τα φορέματα των γυναικών, ώστε να αποφεύγονται οι υπερβολές. Ο κοινωνικός έλεγχος για τους άνδρες, αν και σε επίπεδο εθιμικού δικαίου, δεν ήταν λιγότερο αυστηρός. Π.χ. το μήκος του χιτώνα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για δυσμενή σχόλια· ένας χιτώνας υπερβολικά κοντός συνιστούσε απρέπεια, ενώ ένας υπερβολικά μακρύς, που σέρνονταν στο έδαφος, θεωρούνταν στοιχείο επίδειξης, αμφίβολης αρετής αλλά και θηλυπρέπειας.

Έτσι, μία ανδροκρατούμενη κοινωνία, όπως η αρχαιοελληνική, μπορούσε να υιοθετήσει δύο μέτρα και δύο σταθμά ως προς την ανδρική εμφάνιση, εφ’ ενός ενθαρρύνοντας την γυμνότητα, ιδίως των εφήβων και των νεότερων ανδρών, σε οιονεί θεσμοθετημένες περιστάσεις και χώρους, και αφ’ ετέρου επιβάλλοντας έναν αυστηρό ενδυματολογικό κώδικα, ιδιαίτερα ως προς τον συνδυασμό του ιματίου και του χιτώνα. Για τους αρχαίους Έλληνες η ανθρώπινη γυμνότητα ήταν εξίσου ελκυστική με την ομορφιά των ποικιλόχρωμων υφασμάτων τους.

Αντίθετα με τους δούλους, ο γενειοφόρος πολίτης με το ιμάτιο και με ένα μετρημένο κοντό κούρεμα περιέφερε, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής του, την αρρενωπότητά του, την ενηλικιότητά του και την θέση του ως πολίτη, ενώ τα νεαρά κορίτσια και οι γυναίκες έδειχναν την θηλυκότητα και την ηλικία τους με πιο μακριές κομμώσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι νεαρές κοπέλες έφεραν απλούς χιτώνες και είχαν συνεχώς τα μακριά μαλλιά τους σηκωμένα από το πρόσωπο και πιασμένα πλεξούδα, ενώ τα μακριά μαλλιά των αγοριών πριν από την εφηβεία, αντίθετα με εκείνα των ομολόγων τους εφήβων, κρέμονταν ελεύθερα και καμιά φορά κατσαρωμένα σε μικρές μπούκλες. Οι κομμώσεις δήλωναν την κοινωνική θέση της γυναίκας· οι παντρεμένες είχαν μαλλιά μαζεμένα σε ψηλούς κότσους, οι ανύπαντρες άφηναν ελεύθερα τα μαλλιά τους, οι νεαρές είχαν αλογοουρές, ενώ οι εταίρες είχαν περίτεχνα χτενίσματα με πλεξίδες γύρω από το κεφάλι τους. Όλες χρησιμοποιούσαν κορδέλες, μπούκλες ή κοσμήματα για να στολίσουν το κεφάλι τους. 

* * *

Διαβάζουμε σε έναν μίμο του 3ου αιώνα, τον 7ο του Ηρώνδα: Η σκηνή διαδραματίζεται σε ένα μαγαζί ενός τσαγκάρη, ο οποίος ήταν, όπως και πολλοί συνάδελφοί του, και έμπορος υποδημάτων. Μπαίνουν στο κατάστημα δύο πελάτισσες και ο υποδηματοποιός Κέδρων τρέχει αμέσως να τις εξυπηρετήσει. Τις βάζει να καθίσουν, βρίζει τους δούλους του και παρουσιάζει τα διάφορα σχέδια και μοντέλα της συλλογής του, επαινώντας, σαν καλός έμπορος που ήταν, τα πλεονεκτήματά τους.

  • Κέδρων: Κοιτάξτε σ’ όλα αυτά τα είδη. Σικυώνα, Αμβρακία, καναρινί, μονόχρωμα, πράσινο – παπαγαλί, πέδιλα, παντούφλες, ιωνικές, ψηλές, ελαφριές, σε χρώμα καραβίδας, αργίτικα σανδάλια, άλικα, σε ανδρικό σχέδιο, για το περπάτημα. Πέστε μου η κάθε μια σας τι επιθυμεί η ψυχή της.
  • Πελάτισσα: Αυτό το ζευγάρι που έπιασες τώρα, πόσο μου το πουλάς; Μα μην μας ζητήσεις την μάνα μας και τον πατέρα μας και μας κάνεις να πάρουμε δρόμο.
  • Κέδρων: Εκτίμησέ τα εσύ η ίδια και πες μου την τιμή τους. Να πεις όμως μία τιμή τέτοια που να βγάζει το ψωμί του ο εργάτης.
  • Πελάτισσα: Τι γκρινιάζεις; Γιατί δεν λες καλύτερα την τιμή, όποια και αν είναι;
  • Κέδρων: Κυρία μου αυτό το ζευγάρι κοστίζει μία μνα (δηλαδή 100 δραχμές, υψηλό ποσό της εποχής). Κοίταξέ το και από επάνω και από κάτω. Και η ίδια η Αθηνά να ερχόταν να το αγοράσει, δεν θα της έκοβα ούτε μία δεκάρα.
  • Πελάτισσα: Βλέπω Κέδρωνα γιατί το μαγαζί σου είναι γεμάτο από καλά και ακριβά πράγματα. Φρόντιζέ τα καλά λοιπόν.

Κάπως έτσι συνεχίζεται, με τον ίδιο ευτράπελο τρόπο, το παζάρεμα των υποδημάτων, όπως συμβαίνει μέχρι και σήμερα … εδώ και αιώνες.

Σας ευχαριστώ.

 

* Εισήγηση στις 6.4.2014 στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αβδήρων κατά την επίσκεψη των φοιτητών της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ε.Α.Π. με διδάσκοντα τον καθηγητή του Δ.Π.Θ.Andrew Farrington.

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΙΧ. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Πρόεδρος Δικαστικών Επιμελητών

Εφετείου Θράκης

Σχετικά Άρθρα

Back to top button