ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΚΡΥΜΕΝΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ

Στις μέρες μας τα παιχνίδια των παιδικών μας χρόνων, αυτά που παίζονταν στους μαχαλάδες χωρίς μπαταρίες, αποτελούν παρελθόν. Οι νέες τεχνολογίες έφεραν και νέα παιχνίδια. Άλλα λιγότερο, άλλα περισσότερο δαπανηρά, ηλεκτρονικά, ταυτόσημα με τους καιρούς που διανύουμε.

Μόνο που η πόλη μας, η πόλη με τα χίλια χρώματα, έμεινε προσηλωμένη στο παρελθόν.

Στα πλαίσια των Θρακικών Λαογραφικών Εορτών, επινοήθηκε κάποτε το παιχνίδι του χαμένου, ή κρυμένου θησαυρού.

Στις μέρες μας τα παιχνίδια των παιδικών μας χρόνων, αυτά που παίζονταν στους μαχαλάδες χωρίς μπαταρίες, αποτελούν παρελθόν. Οι νέες τεχνολογίες έφεραν και νέα παιχνίδια. Άλλα λιγότερο, άλλα περισσότερο δαπανηρά, ηλεκτρονικά, ταυτόσημα με τους καιρούς που διανύουμε.

Μόνο που η πόλη μας, η πόλη με τα χίλια χρώματα, έμεινε προσηλωμένη στο παρελθόν.

Στα πλαίσια των Θρακικών Λαογραφικών Εορτών, επινοήθηκε κάποτε το παιχνίδι του χαμένου, ή κρυμένου θησαυρού.

Ο θησαυρός ήταν ένα ταψί σάμαλι, ένα μαλί της γριάς, ένα σουβλάκι, ένα μπουκάλι ουΐσκυ, ένα πακέτο τσιγάρα.Σύλλογοι, μεμονομένοι καρναβαλιστές, παρέες, έπαιρναν μέρος στο παιχνίδι.Ο νικητής κέρδιζε ένα από τα προαναφερόμενα δώρα.Αυτό ήταν και το κίνητρο.

Επειδή το ξανθιώτικο καρναβάλι και οι Θρακικές Λαογραφικές Εορτές είναι μιά φορά το χρόνο, επενόησαν οι αρμόδιοι τρόπους να γίνεται αυτό το παιχνίδι συχνότερα.Να έχουν να λένε και οι επισκέπτες.

Εκεί στην Ξάνθη νιώσαμε όλοι παιδιά.

Πήραμε μέρος στο παιχνίδι του κρυμένου θησαυρού.Θέμα στο παιχνίδι του χαμένου θησαυρού μπορεί να είναι το γραφείο τουριστικής προβολής – ενημέρωσης, της Νομαρχίας.

Της Αντιπεριφέρειας στα μετέπειτα ελληνικά.Πώς παίζεται.Κάποτε την εποχή των παχέων αγελάδων, υπήρχε σε κάποια γωνιά της κεντρικής μας πλατείας ένα γραφείο όπου οι επισκέπτες έβρισκαν έντυπο και ηλεκτρονικό υλικό για την πόλη, το Νομό.Υπήρχαν και πινακίδες που καθοδηγούσαν τους επισκέπτες να επισημάνουν τον χώρο.Αργότερα, ήρθε η εποχή των ισχνών αγελάδων.

Ο χώρος εκείνος έγινε κοινωνικό ιατρείο.Πάραυτα, οι πινακίδες έμειναν, να μας θυμίζουν τα περασμένα μεγαλεία,και διηγόντας τα να κλαίμε, όπως λέει και ο Διονύσιος Σολωμός.

Οι επισκέπτες της πόλης αναζητόντας το περίπτερο της ενημέρωσης, έβρισκαν γιατρό να τους μετρήσει την πίεση.Η περιπλάνηση συνεχίζονταν, γιατί ο Δήμαρχος της πόλης δεν θα ξανακατέβαινε υποψήφιος στις επόμενες εκλογές, οπότε, χέσε μέσα Πολυχρόνη, που δεν γίναμε ευζώνοι.Άλλο θέμα στο παιχνίδι του χαμένου θησαυρού ήταν η σήμανση, η πληροφόρηση για τους δρόμους.

Εδέησε ο Κύριος και άνοιξαν οι δρόμοι για την Βουλγαρία.

Έλληνες και Βούλγαροι πήγαιναν και έρχονταν.Μόνο που να. Οι Βούλγαροι που έκαναν το λάθος να εισέλθουν στην κεντρική μας πλατεία, κοιτάζοντας την πυξίδα, γιατί πινακίδες δεν είχε πουθενά, τραβούσαν προς βορρά. Έβγαιναν στην παλιά πόλη, ενώ πρόθεσή τους ήταν να πάνε στο Ζλάτογκραντ.Καλά πάτε τους έλεγαν όταν περνούσαν μπροστά από το λαογραφικό μουσείο.

Τέτοιο κτίσμα πανομοιότυπο, η οικογένεια που το έκτισε, είχε και στη Φιλιππούπολη.Μας περνούσαν γενεές δεκατέσσερις, αλλά μάθαιναν ποιός έκανε το σημερινό εθνογραφικό μουσείο της Φιλιππούπολης.Άνθρακες ο θησαυρός, πάει το ταψί με το σάμαλι.

Πάει και το μαλλί της γριάς.Με κάτι τέτοια, η πόλη πήρε όνομα.Μικροί, μεγάλοι, μικρομεγάλοι, όλοι ήθελαν να πάνε στην Ξάνθη, να πάρουν μέρος στο κυνήγι του χαμένου θησαυρού.Κάποια ηλιόλουστη μέρα, μήνα Οκτώβριο του 2013, πήραν μέρος στο κυνήγι του χαμένου θησαυρού, ο Δήμαρχος και ο Αντιπεριφερειάρχης.

Ο ένας βρέθηκε στο γραφείο του άλλου, χωρίς να το πάρει χαμπάρι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.Ένας πλανώδιος Νιγηριανός όταν τους είδε, σήκωσε στον ουρανό τα χέρια, φωνάζοντας: ΑΛΛΑΛΟΥΜ.

Στέλιος Αρσενίου

Σχετικά Άρθρα

Back to top button