Oρφικά Μυστήρια – Θρακικές Λαογραφικές Εορτές

Με αφορμή τις πρόσφατες εορταστικές εκδηλώσεις της αποκριάς στην Ξάνθη, αξίζει να αναφερθούμε στα Ορφικά Μυστήρια και στη σχέση τους με τις Θρακικές Λαογραφικές Εορτές, καθώς επίσης, στη σχέση του Θεού Διονύσου με τους σημερινούς Ροδοπαίους Πομάκους, τους γνωστούς ….. “Γκροσδίλιδες”.

Η Θράκη (Γη του Ορφέα), ως μια ευρύτερη περιοχή, και η Ροδόπη, ειδικότερα, ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων στο επίκεντρο σπουδαίων πολιτισμικών και πολιτιστικών γεγονότων.

Με αφορμή τις πρόσφατες εορταστικές εκδηλώσεις της αποκριάς στην Ξάνθη, αξίζει να αναφερθούμε στα Ορφικά Μυστήρια και στη σχέση τους με τις Θρακικές Λαογραφικές Εορτές, καθώς επίσης, στη σχέση του Θεού Διονύσου με τους σημερινούς Ροδοπαίους Πομάκους, τους γνωστούς ….. “Γκροσδίλιδες”.

Η Θράκη (Γη του Ορφέα), ως μια ευρύτερη περιοχή, και η Ροδόπη, ειδικότερα, ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων στο επίκεντρο σπουδαίων πολιτισμικών και πολιτιστικών γεγονότων. Αποτελεί την κοιτίδα της μουσικής, με τον Όμηρο να αναφέρει τη Θράκη ως το ναό των Θεών της μουσικής και την αφετηρία της λατρείας των Μουσών. Τόσο ο Απόλλωνας (Θεός της μουσικής) όσο και ο Πάνας (Θεός των ποιμένων), αλλά και ο Διόνυσος (Θεός του κρασιού), λατρευόταν ιδιαιτέρως στην περιοχή αυτή. Σε αυτό συνηγορεί η παρουσία του Ναού προς τιμή του Διονύσου στα Άβδηρα (όπου τελούνταν τα γνωστά ‘Διονύσια’), με το μαντείο του Απόλλωνα, καθώς και το μαντείο του Διονύσου στις κορυφές της Ροδόπης. Λέγεται, ότι το σημερινό Πομάκικο χωριό Μάνταινα, πήρε το όνομα του από μαντείο που υπήρχε στην περιοχή.

Ο Θρακικής καταγωγής, Ορφέας (ο μεγαλύτερος μουσικός της Ελληνικής μυθολογίας), ο οποίος πήρε το χρίσμα από τον Απόλλωνα, ο ιδρυτής μιας μυστηριακής λατρείας και διαφόρων ιερών τελετών, τοποθετείται χρονολογικά εκεί από όπου ξεκίνησε ο ελληνικός πολιτισμός (είναι τόσο αρχαίος όσο και οι ρίζες του ελληνικού πολιτισμού). Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο Ορφισμός δάνεισε πολλά στοιχεία στο Βουδισμό και σε άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες.

Ο Ολύμπιος Ορφέας (κατά άλλους ημίθεος, λυράρης, κιθαρωδός, εξημερωτής, εκπολιτιστής ακόμα και θεός) ίδρυσε στην περιοχή της Θράκης ένα τελεστήριο μυστηρίων και δίδαξε τη λατρεία του Διονύσου. Ως ιδρυτής μίας μονοθεϊστικής θρησκείας, του Ορφισμού (που κέντρο λατρείας είχε το θεό Διόνυσο),  περιστρέφει το δόγμα του γύρω από την απελευθέρωση και την αναζωογόνηση. Στη μυστηριακή αυτή θρησκεία, κύριο ρόλο κατείχαν οι τελετές εξαγνισμού και μύησης. Ο μύστης μεταλάμβανε άρτο και οίνο (που αντιπροσώπευαν τη Δήμητρα και το Διόνυσο), ως μέσο αναζωογόνησης της ύλης και πνευματικής κάθαρσης.

Οι Θρακικές Λαογραφικές Εορτές, με αποκορύφωμα τον εορτασμό της αποκριάς, σκιαγραφούν το πολιτισμικό και πολιτιστικό ορίζοντα της ευρύτερης περιοχής, όπως αυτός διαμορφώθηκε μέσα στο πέρασμα των χρόνων και αποτελούν έναν βασικό δείκτη πολιτιστικής ανάπτυξης.

Οι εμπνευστές της ιδέας αυτής (Ιατρός Στ. Στάθης, Καθηγητής Β. Ασημομύτης, Οδοντίατρος Γ. Κυριαζόπουλος, Διευθ. Δημ. Βιβλ. Στ. Ιωαννίδης, Δικηγόρος Στ. Βογιατζόπουλος, Καπνέμπορος Γ. Παπαναστασίου και άλλοι), το 1966 προχώρησαν στη διεξαγωγή των πρώτων Θρακικών Λαογραφικών Εορτών στην Ξάνθη, μέσα από την καθιέρωση λαϊκών γιορτών κατά τη διάρκεια της αποκριάς (Οκταήμερης διάρκειας κατά την τελευταία εβδομάδα της αποκριάς).

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ηπειρωτικής καταγωγής, Καπνέμπορος, Γ. Παπαναστασίου, ήταν αυτός που συνέβαλε ουσιαστικά στη δημιουργία του θεσμού των εκδηλώσεων για την παλιά πόλη. Διέμενε στην παλιά πόλη της Ξάνθης και διακρινόταν για την υψηλή πνευματική του στάθμη. Ήταν αυτός, που για λογαριασμό του δή-μου Ξάνθης, οργάνωσε στην Αθήνα την αγορά και δωρεά του αρχοντικού Κουγιουμτζόγλου, από την Κα Άννα Καλούδη, με σκοπό τη δημιουργία ενός Λαογραφικού Μουσείου σε αρχοντικό της παλιάς πόλης. Θεωρούσε ότι η κίνηση αυτή θα  συνέβαλε τα μέγιστα στην προβολή της Ξάνθης, ως ένας δεύτερος πνευματικός πόλος μετά την Μητρόπολη. Συμμετείχε από το 1950 ως το 1974 στη δημιουργία όλων των πολιτιστικών φορέων της Ξάνθης (Δημοτική Βιβλιοθήκη, Φ.Ε.Ξ., Στέγη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών, Θρακικές Λαογραφικές Εορτές κτλ).

Αποκορύφωμα όλων των ενεργειών του ήταν η σκληρή δουλειά στην Αθήνα, σε στενή συνεργασία με τον Σ. Ιωαννίδη, τον Μητροπολίτη Αντώνιο και το Δήμο Ξάνθης (βλέπε σχετικές επιστολές του), για τη σύσταση του μεγαλύτερου ιδρύματος στη Θράκη, του Δημοκριτείου. Το Διεθνές Δημοκρίτειο Ίδρυμα, το οποίο ιδρύθηκε “καταρχήν το 1973, γνώρισε μέχρι το 1995, μεγάλη δόξα, με συμμετοχή σε διεθνή δρώμενα και μεγάλη πνευματική-ιστορική και εθνική προσφορά.

Τα τελευταία χρόνια, για άγνωστους λόγους, υποβαθμίστηκε σε κρίσιμο βαθμό, από κάποιους, η δράση του και έπεσε σε “χειμερία νάρκη”. Λόγω της μεγάλης του προσφοράς για τη Θράκη, οι πραγματικά πνευματικοί συμπολίτες μας, πρέπει να δραστηριοποιηθούν και να συμβάλουν στην “ανάνηψή” του, με απώτερο σκοπό την ανάδειξη του και πάλι, σε ανάλογο επίπεδο με εκείνο του Ιπποκρατείου Ιδρύματος της Κω.

Κατά το Στεφ. Ιωαννίδη (βλέπε Τουριστικός Οδηγός Ξάνθης, 1969), καθιερώθηκαν ως γιορτές Πανθρακικής κλίμακας, οργανωμένες από το δήμο Ξάνθης, οι οποίες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος, “αποσκοπούσαν στην αναπαράσταση – αναβίωση των πλούσιων παραδόσεων και εθίμων της περιοχής και των περιοχών εκ των οποίων κατάγονται οι πρόσφυγες κάτοικοι της Ξάνθης”.

Τα καλλιτεχνικά αυτά γεγονότα, επιχειρούν να αναπαραστήσουν  δρώμενα από την αρχαιότατη εποχή της Θράκης (Διονυσιακά, Ορφικά κτλ) μέχρι και τα λαογραφικά έθιμα του πρόσφατου παρελθόντος (Πιτεράδες, Χούχουτοι, Κούκεροι κτλ). Η αναπαράσταση και η ερμηνεία αυτών γίνεται μέσα από ομιλίες, παραστάσεις, παρελάσεις αρμάτων (όπου αναπαρίστανται σκηνές από έθιμα της Θράκης), επιδείξεις λαογραφικών συγκροτημάτων, καθώς και εκθέσεις λαογραφικών ειδών.

Πιστεύουμε ότι η απομάκρυνση τα τελευταία χρόνια από την αρχική πορεία και σκοπιμότητα, με “διασκεδαστικού” και μόνο χαρακτήρα δρώμενα, οδήγησε στην υποβάθμιση των Λαογραφικών Εορτών.

Επιπρόσθετα, στόχος των εκδηλώσεων αυτών ήταν “να προβληθεί το παλαιό τμήμα της πόλεως, με την ιδιάζουσα αρχιτεκτονική και ρυμοτομία”, καθώς και η πλούσια σε παράδοση και εθνικοαπελευθερωτικές δράσεις, ιστορία του (με επίκεντρο το Μητροπολιτικό Μέγαρο και τη Δημογεροντία).

Το γεγονός αυτό, συνέβαλε καθοριστικά στην προετοιμασία των δεύτερων Λαογραφικών Εκδηλώσεων, από το δήμο Ξάνθης, αυτών της Παλιάς Πόλης, για το σκοπό των οποίων οργανώθηκε το Λαογραφικό Μουσείο1 (αγορά και δωρεά Κα Καλούδη – Κουγιουμτζόγλου).

Οι γιορτές της “Παλιάς Πόλης” ξεκίνησαν τα αμέσως επόμενα χρόνια (1972-73) με επίκεντρο τη Μητρόπολη, ως πνευματικό κέντρο, και το Λαογραφικό Μουσείο, το οποίο την ίδια χρονιά εγκαινιάστηκε με τη φροντίδα της Ε. Καλαϊτζή (προϊσταμένη Πρόνοιας Ξάνθης) και Β. Τριανταφυλλίδου (διευθύντρια Οικοκυρικής σχολής Ξάνθης).

Οι δύο προαναφερόμενες αξιόλογες κυρίες της εποχής, προσέφεραν αφανώς, πάρα πολλά στην Ξάνθη. Ήταν αυτές που κατά κύριο λόγο, οργάνωσαν και προετοίμασαν τα πρώτα εγκαίνια του Λαογραφικού Μουσείου (ακολούθησαν και άλλες τελετές εγκαινίων από διάφορους κατά καιρούς τοπικούς παράγοντες).

 

Παλιά πόλη Φιλιππουπόλεως και αρχοντικό

Κουγιουμτζόγλου, σημερινό Εθνογραφικό μουσείο

Αποτέλεσαν πρότυπο  για τη δημιουργία

της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης

 

Ο Διόνυσος ή Βάκχος όπως αλλιώς ονομάζεται, ήταν ο θεός του κρασιού και του κεφιού, της ζωής και της αναπαραγωγής. Ήταν ο προστάτης του αμπελιού και του κρασιού, σύμβολα της χαράς και του κεφιού. Είχε μεγάλη ‘δράση’ στη Θράκη και για αυτό το λόγο, διεξάγονταν προς τιμήν του, οι Διονυσιακές γιορτές. Κατά τη διάρκεια των γιορτών αυτών (στα μέσα του μηνός “Ανθεστηριώνος”), οι Σάτυροι χορευτές φορούσαν στεφάνι από κισσό και μάσκες, ντυνόταν με δέρματα ζώων και επηρεασμένοι από την οινοποσία, περιφερόταν στους δρόμους χορεύοντας.

Κατά τη διάρκεια των τελετών Ορφισμού (γνωστές και ως Ορφικά μυστήρια), οι μύστες ερευνούσαν μέσα από τις θεατρικές και αλληγορικές τους παραστάσεις, το: “ποιοί είμαστε, από πού ερχόμαστε και που πάμε…”. Εικάζεται ότι ο Διόνυσος ανακάλυψε το κρασί όταν δοκίμασε το γλυκό καρπό της αμπέλου (αυτοφυές φυτό στα βουνά της Ροδόπης), όπως και του ρόδου του τριαντάφυλλου (Πομάκικα: trandafel ή gioul = Γκιούλ). Από το τελευταίο, λέγεται ότι πήρε το όνομά της η οροσειρά της Ροδόπης. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα από τα πρώτα επαγγέλματα των αρχαίων Ροδοπαίων ήταν του κυνηγού (Πομάκικα: avci), του ποιμένα (Πομάκικα: oftzar) και του αμπελουργού (Πομάκικα: grosdil).

Μέχρι σήμερα, κυρίως οι γυναίκες, αλλά και οι άνδρες, στη Θράκη, φέρουν το όνομα: Τριανταφυλλιά (Πομάκικα: Γκιουλσούμ) ή Τριαντάφυλλος (Πομάκικα:  Γκιούλ), ρίζα του οποίου είναι το Ελληνικό “Γιούλι”.

Πολλοί Ροδοπαίοι, χριστιανοί  και μουσουλμάνοι Πομάκοι, φέρουν μέχρι σήμερα το επώνυμο , “Ροδόπουλος” και αντίστοιχα “Ροδοπλού”, ως δηλωτικό της καταγωγής τους. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι  Βούλγαροι (συνήθως εκβουλγαρισθέντες γηγενείς Θρακιώτες), για τους οποίους αισθάνομαι δέος και βαθύ σεβασμό, αγωνίζονται με πείσμα να αποδείξουν, ότι οι σημερινοί Βούλγαροι είναι συνεχιστές του Ορφέα, του Διονύσου και της Θρακικής παράδοσης.

Αρκετοί σημερινοί Πομάκοι, φέρουν το επώνυμο “Γκροσδίλ”, δηλαδή, “Σταφυλάς”. Είναι οι τελευταίοι ντόπιοι, επαγγελματίες αμπελουργοί της περιοχής, οι οποίοι, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των γεροντότερων, καλλιεργούσαν την άμπελο και ασκούσαν την οινοποιεία στα Πομάκικα βουνά της Ροδόπης.

Το επάγγελμα του οινοποιού ήταν και είναι ακόμα και σήμερα, πολύ διαδεδομένο στην περιοχή αυτή από τους μη μουσουλμάνους κατοίκους, αλλά και τους χριστιανούς – πομάκους (πχ του Βόλακα της Δράμας και της σημερινής Βουλγαρίας), εξαιτίας του γεγονότος ότι στους μουσουλμάνους απαγορεύεται  η οινοποσία.

Τεκμήρια της δραστηριότητας αυτής, στην περιοχή της Ροδόπης, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι και σήμερα, αποτελούν τα πέτρινα αρχαία ευρήματα από πατητήρια  και αποστακτήρα σταφυλιών, τόσο στην κεντρική Ροδόπη όσο και στην περιοχή Κύρτζαλι, γνωστό από την αρχαιότητα ως Περπερικόν (ή Υπερπεράκιο), αρχαία Ελληνική πόλη σκαλισμένη σε βράχο (σπάνιο λίθινο μνημείο). Πολλές περιοχές της Ορεινής Πομακικής Ξάνθης, κυρίως μεταξύ Εχίνου και Μελιβοίων, φέρουν μέχρι και σήμερα το όνομα “Λόζενο”, το οποίο σημαίνει αμπελώνας. 

Στις παραπάνω φωτογραφίες (από το προσωπικό αρχείο του Ι.Α.) απεικονίζονται βράχοι

ειδικά διαμορφωμένοι σε πατητήρια και αποστακτήρια σταφυλιών, σε περιοχές της Ροδόπης

 

Στις περιοχές αυτές, οι αρχαίοι Θράκες παράλληλα με την παραδοσιακή ποιμενική απασχόληση τους, ασκούσαν και τη δραστηριότητα της αμπελουργίας και της οινοποιείας, την οποία συνεχίζουν να ασκούν μέχρι σήμερα οι χριστιανοί Ροδοπαίοι και παραροδοπαίοι κάτοικοι, μιας και η άμπελος είναι ευλογημένη από τη Χριστιανική εκκλησία “Κύριε, Κύριε, ευλόγησον την άμπελον ταύτην…”. Η “αμπελόεσσα γη” όπως την αποκαλούσε ο Όμηρος, φράση με προϊστορία χιλιάδων ετών, αποδίδει  μέχρι και σήμερα, επιτυχώς, την εικόνα για τη φύση στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Η εκκλησία αναφέρει “εγώ είμι η άμπελος η αληθινή, και ο πατήρ μου ο γεωργός έστι”, αποδίδοντας μεταφορικά μέσα από το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, τη ‘σύνδεση’ με το θεό.

Όσο προχωρούσε ο εκμουσουλμανισμός στην περιοχή και λόγω απαγόρευσης της οινοποσίας από τη μουσουλμανική θρησκεία2, τόσο λιγόστευαν οι αμπελοκαλλιεργητές μεταξύ των Ροδοπαίων Πομάκων. Οι τελευταίοι καλλιεργητές ήταν οι “Γκροσδίλιδες” (σταφυλάδες) από το Δημάριο  Ξάνθης και διατήρησαν τη δραστηριότητά τους αυτή ως τα τελευταία μετα-πολεμικά χρόνια. Από εκεί και έπειτα οι “μερακλίδες” πομάκοι κάνουν το ποτό τους από αγριόφρουτα του βουνού (άγρια αχλάδια, μήλα, κράνα, σταφύλια κ.λ.π. ) σε ειδικά διασκευασμένα βαρέλια, το γνωστό σε όλους μας μέχρι και σήμερα, “Ράγκιουλ”. Κάποιοι μάλιστα καταφεύγουν ακόμα και σήμερα  στο γιατρό τους και παίρνουν τη “συμβουλή” και την έγκρισή του, να πίνουν καθημερινά μεσημέρι και βράδυ πριν το φαγητό ένα ποτηράκι από το γνωστό γλυκόπιοτο Σαμιώτικο κρασί, τη μαυροδάφνη, ως φάρμακο για την αντιμετώπιση της… “ανορεξίας” και της γενικής “καταβολής”.

 

 

Φωτογραφία από φιάλη Ερυθρού

Ξηρού Οίνου, Πομακικής περιοχής

της σημερινής Βουλγαρίας

 

Η  εικόνα απεικονίζει Πομάκους… Γκροσδίλιδες της σημερινής Βουλγαρικής Ροδόπης με τις χαρακτηριστικές τους φορεσιές και τα πατροπαράδοτα τσαρούχια τους, όπως τους γνωρίσαμε, κυρίως, τη δεκαετία του 50, όταν πουλούσαν με γαϊδουράκια, παράλληλα με τα ξύλα, και τα κεχλιμπαρένια “παμίτια” τους. Οι Γκροσδίληδες γιορτάζουν το τέλος της οινοποίησης της σταφυλοσοδιάς τους, χορεύοντας το γνωστό Θρακιώτικο αντικριστό.

 

 

Πομάκος της δεκαετίας του 50, μπροστά

από το “τζεντζαρλί χάνι” (=χάνι της αλυσίδας).

Το χειμώνα πουλούσε ξύλα με τα γαϊδουράκια

και το φθινόπωρο παμίτια – σταφύλια

 

Ιωάννης Αγκόρτζας

 

1. Εκείνο όμως που μας οδήγησε στην επιλογή του αρχοντικού Κουγιουμτζόγλου ήταν μια ευχετήρια κάρτα προς το Δήμο Ξάνθης, το 1970, από ομογενή της Φιλιππούπολης, ο οποίος ζητούσε από το Δήμο να εκπληρωθεί η επιθυμία γνωστού συμπολίτη μας που απεβίωσε, προκειμένου να μεταφερθούν τα οστά του στην γενέτειρα Ξάνθη (όπως και έγινε). Η κάρτα απεικόνιζε το αρχοντικό που διατηρούσε ο Α. Κουγιουμτζόγλου στην παλιά πόλη της Φιλιππούπολης (για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, όπως και ένα τρίτο στην Κωνσταντινούπολη). Άξιο προσοχής είναι ότι παρατηρούνται πολλές ομοιότητες μεταξύ των παλαιών πόλεων Ξάνθης – Φιλιππούπολης. Οι ομογενείς της περιοχής, πέτυχαν από το κράτος της Βουλγαρίας, την επίσημη αναγνώριση της παλαιάς πόλης (κάποια χρόνια πριν από αυτήν της Ξάνθης) με αξιοποίηση όλων των αρχοντικών (κάτι που πρέπει να πραγματοποιηθεί και στην Ξάνθη). Επίσης, κοινό των δύο παλαιών πόλεων είναι ότι δημιουργήθηκαν και αναδείχθηκαν από μετανάστες, κυρίως Ηπειρώτες, κατά το διάστημα 1840-1890, λόγω των γνωστών θρησκευτικών (βίαιοι εξισλαμισμοί, διώξεις, εκτοπίσεις κτλ) και πολεμικών (εξεγέρσεις, αντιστασιακοί αγώνες κτλ) γεγονότων στην Ήπειρο. Η πληθυσμιακή σύνθεση μεταξύ των Ηπειρωτών και των άλλων ομογενών μετά το 1850 είναι περίπου ίδια με αυτήν της Ξάνθης. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τον ορεινό Πομακικό πληθυσμό μεταξύ Ηπειρωτών και γηγενών Ροδοπάιων, γεγονός που αποδεικνύεται από τα Ηπειρώτικα χαρακτηριστικά που έχουν κληρονομήσει οι ορεινές κατοικίες και τα  πολλά γεφύρια.

2. Μια ακόμη απόδειξη (τεκμήριο), του σταδιακού εκμουσουλμανισμού των Ροδοπαίων κατοίκων, πέρα των άλλων, είναι η μέχρι σήμερα ύπαρξη, σχεδόν σε όλα τα Πομακοχώρια (Εχίνος, Ωραίο, Γοργόνα κ.α.), εγκαταλελημένων χριστιανικών νεκροταφείων, τα λεγώμενα “Γκιαούρ Μεζαρλίκ” (= νεκροταφεία των απίστων)

Σχετικά Άρθρα

Back to top button