“ΟΧΙ”

Επτά δεκαετίες μετά το Έπος τού 1940, ας ανατρέξουμε σε ένα κείμενο που γράφτηκε πριν από δέκα δεκαετίες και ας αναρωτηθούμε: τέσσερις δεκαετίες μανιώδους αυτοκαταστροφής δεν είναι αρκετές; Τώρα σιωπή… Ας μιλήσουν οι “νεκροί”, αφού οι “ζωντανοί” έχασαν την φωνή τους…

“Οι λίγοι και οι μετρημένοι παθαίνονται γιά τις αμαρτίες των πολλών, παλιές και νέες, και τις φορτώνονται όλες γιατί δε φοβούνται ξένα βάρη, δε φοβούνται καμμιάν ευθύνη, και αντί να κοιμούνται, κουνιούνται και τολμούν.

Επτά δεκαετίες μετά το Έπος τού 1940, ας ανατρέξουμε σε ένα κείμενο που γράφτηκε πριν από δέκα δεκαετίες και ας αναρωτηθούμε: τέσσερις δεκαετίες μανιώδους αυτοκαταστροφής δεν είναι αρκετές; Τώρα σιωπή… Ας μιλήσουν οι “νεκροί”, αφού οι “ζωντανοί” έχασαν την φωνή τους…

“Οι λίγοι και οι μετρημένοι παθαίνονται γιά τις αμαρτίες των πολλών, παλιές και νέες, και τις φορτώνονται όλες γιατί δε φοβούνται ξένα βάρη, δε φοβούνται καμμιάν ευθύνη, και αντί να κοιμούνται, κουνιούνται και τολμούν. Άμα νοιώσουν, πεισθούν και πιστέψουν πως πρέπει να γίνει κάτι, το αναλαμβάνουν οι ίδιοι, γιατί θεωρούν τον εαυτό τους υποχρεωμένο να το κάνουν, και ποτέ δεν περιμένουν πρωτοβουλία από τους άλλους.

Και αφού αποφασίσουν και το αναλάβουν, δε θα σταματήσουν πιά, ως το θάνατο. Στιγμές ολιγοψυχίας θα νοιώσουν, ίσως, και κούραση και λύπη και αηδία, αλλά επειδή προβλέπουν πως το έργο τους μπορεί και τη ζωή τους να πάρει, δυσκολίες δε βλέπουν, εμπόδια δε γνωρίζουν και τίποτα δε θα τους σταματήσει. Και αν στο δρόμο τους τύχουν εμπόδια τέτοια, που ζητούν τη ζωή ενός ανθρώπου, θα δώσουν τη ζωή τους. […]

Τίποτε δεν είναι αδύνατο. Τα δυνατά από τα αδύνατα τα ξεχωρίζει μία ψιλή-ψιλή γραμμή. Μα είμαστε τόσο κολλημένοι κάτω, στα εύκολα, τόσο μουδιασμένοι, που δε μπορούμε να πηδήξουμε από πάνω από την ψιλή γραμμή. Λίγο χρειάζεται περισσότερη δύναμη γιά να πηδήξουμε, εκείνο το λίγο μάς λείπει των περισσοτέρων. Από την ιδέα ως την πράξη δεν είναι, πάρα λίγη δύναμη, ένα μούδιασμα τα ξεχωρίζει. […]

Δεν περιμένω τίποτε από την πρωτοβουλία των άλλων και ξέρω πως πρέπει να κάνω πάντα εγώ όσα θα ήθελα να έκαναν οι άλλοι και πως πρέπει να κάνω τώρα εκείνο που συλλογίζομαι τώρα. […]

Αν μπορούσα να καταστρέψω μόνος μου το κράτος το Ελληνικό, θα το έκανα αμέσως. Τι χρησιμεύει ένα κράτος Ελληνικό που, αντί κάθε άλλη εξωτερική πολιτική, διορίζει προξένους στην Ανατολή και πρέσβεις στη Δύση και τους ξεπροβοδίζει με τη μονάκριβη ευχή και οδηγία “Προσέχετε να μην γεννάτε ζητήματα”.

Αν το κράτος δε νοιώθει τι μπορεί και τι πρέπει να κάνει, δεν αξίζει να ζει. […]

Ο καθένας πρέπει να ξέρει ότι σ’ αυτόν έλαχε να σώσει το έθνος του, έτσι θα προσπαθήσουν πολλοί και θα το σώσει όποιος μπορέσει. […]

Δε με μέλει αν βάλω σε δύσκολη θέση μία κυβέρνηση που δε τη σέβομαι, δεν είμαι καμωμένος γιά την κυβέρνηση ή γιά το κράτος, έγινα γιά το έθνος, και το ξέρω επειδή γι’ αυτό ίσα-ίσα πονώ. Γιά την κυβέρνηση μού έρχεται σιχαμός και καταφρόνια. Άμα συλλογίζομαι την κυβέρνηση, ξαναπέφτω, μαργώνω, μαραίνομαι.

Σηκώνομαι, ξανοίγω και ανθοβολώ άμα νοιώθω τον Ελληνισμό. Σ’ όποια γωνιά τού Ελληνισμού και αν βρεθώ, θα πασχίζω πάντα να δυναμώνω, να ξυπνώ, να ζωντανεύω την ψυχή μου, και ας γίνει ό,τι γίνει” (Ίων Δραγούμης, “Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα”, 1914).

 

Αθανάσιος Τσακνάκης

Σχετικά Άρθρα

Back to top button