Υπέρ τής Φιλαρμονικής

Περατώθηκαν και εφέτος, μέσα σε κλίμα γενικής αμηχανίας και αυξανόμενης απόγνωσης, οι καθιερωμένοι εορτασμοί γιά την απελευθέρωση τής Ξάνθης μας από την αλλοεθνή τυραννία, με αποκορύφωμά τους την Παρέλαση των σοβαρών πολιτιστικών και ανθρωπιστικών σωματείων τής πόλης μας, τής μαθητιώσας νεολαίας μας και επίλεκτων τμημάτων των Ενόπλων Δυνάμεων τής Πατρίδας μας.

Περατώθηκαν και εφέτος, μέσα σε κλίμα γενικής αμηχανίας και αυξανόμενης απόγνωσης, οι καθιερωμένοι εορτασμοί γιά την απελευθέρωση τής Ξάνθης μας από την αλλοεθνή τυραννία, με αποκορύφωμά τους την Παρέλαση των σοβαρών πολιτιστικών και ανθρωπιστικών σωματείων τής πόλης μας, τής μαθητιώσας νεολαίας μας και επίλεκτων τμημάτων των Ενόπλων Δυνάμεων τής Πατρίδας μας. Οι κάτοικοι τής Ξάνθης, των οποίων την εσωτερική – προς το παρόν – φωνή εξέφρασε πλήρως και σαφώς ο εξαίρετος εκφωνητής τής εκδήλωσης, τίμησαν σκεπτικά και υπομονετικά, με την αθρόα προσέλευσή τους, την τρισυπόστατη Ελπίδα τού βασανιζόμενου τόπου μας: τους άξιους θεματοφύλακες των εθνικών και πολιτισμικών παραδόσεών μας, την χαμογελαστή νεολαία μας και τον πανέτοιμο Εθνικό Στρατό μας.

Μία σημαντικότατη απουσία, ωστόσο, δεν κατόρθωσε – ευτυχώς! – να θαφτεί κάτω από το φαινομενικά πανηγυρικό κλίμα των εφετινών εορτών: αυτή τής Φιλαρμονικής τής πόλης μας. Πιστή – προς τιμήν της! – στις απολύτως ξεκάθαρες δηλώσεις της, και αναμφισβήτητα δικαιολογημένη, η Φιλαρμονική τής Ξάνθης απείχε από την Παρέλαση, ορθά αδιαφορώντας γιά τα κορκοδείλια δάκρυα όλων εκείνων των «ακριβοθώρητων» (ενίοτε και «δυσδιάκριτων» ή και «αόρατων»), που πριν από αρκετό καιρό την απαξίωσαν προπετώς με την προκλητική συμπεριφορά και την επαίσχυντη αμέλειά τους. Στερούμενη οποιασδήποτε ουσιαστικής φροντίδας εκ μέρους των τοπικών «αρχόντων», αδυνατώντας ακόμη και να συντηρήσει ή να επισκευάσει τα λιγοστά μουσικά όργανά της, αντιμετωπίζοντας δυσεπίλυτα προβλήματα με τον χώρο στέγασής της και μη λαμβάνοντας πλέον ούτε καν το ποσό των 600 ευρώ κατ’ έτος, ανά μουσικό, η άλλοτε βραβευμένη, τιμημένη, χειροκροτημένη (θυμάστε από ποιούς;) και διακεκριμένη Φιλαρμονική τής πόλης μας, ένα θρακικό πολιτισμικό στολίδι με ιστορία άνω των εκατό ετών, δεν επένδυσε μουσικά τα 92α Ελευθέρια τής Ξάνθης.

Μία αξιοθρήνητη απομίμηση τής αθηναϊκής κωμωδίας «Λεφτά υπάρχουν, αλλά λεφτά δεν υπάρχουν», που επί δύο έτη σημειώνει τεράστια εισπρακτική επιτυχία σε κάθε πόλη και χωριό τού ταλαίπωρου τόπου μας, ανέβηκε – επιτέλους! – και στο επαρχιώτικο θέατρό μας, και ας διατείνονται οι τοπικοί «θιασάρχες», μάταια και χωρίς να πείθουν σχεδόν κανέναν, ότι καμμία πολιτική ή κομματική ή ιδεολογική ταύτιση ή σχέση δεν έχουν με τον κεντρικό θίασο που (εν-) εδρεύει στο Κολωνάκι. Λεφτά, λοιπόν, υπάρχουν και, υπό τις παρούσες συνθήκες παρακμής και σήψης, πάντοτε θα υπάρχουν γιά την «μάσκα τού Καραγκιόζη», γιά τις «σουβλακοβραδιές» τής Παλιάς Πόλης, γιά τους καρνάβαλους, τα καρναβάλια και τα καρναβαλίκια, αλλά δεν υπάρχουν και, υπό τις παρούσες συνθήκες σχιζοφρένειας και παραφροσύνης, δεν θα υπάρξουν ποτέ γιά τον αυθεντικό πολιτισμό, ούτε γιά την μουσική, που εξημερώνει τα ήθη (ποιά ήθη;), ούτε γιά την αθάνατη καλλιτεχνική δημιουργία, ούτε γιά την λυτρωτική έμπνευση, ούτε γιά καμμία μορφή ύψιστης τέχνης, ούτε γιά κανένα είδος ψυχικής και πνευματικής ανάτασης και αρμονίας, ούτε, βέβαια, γιά την Φιλαρμονική μας, η οποία, στο κάτω-κάτω τής γραφής, δεν μετρά και πολλές ψήφους, ενώ αποτελείται από ερασιτέχνες (Έρως και Τέχνη), από φωτισμένους ανθρώπους που διαθέτουν το ασύλληπτο γιά τους μικρονοϊκούς σθένος να στερούνται μέχρι και το ψωμί (ναι, ναι, το ψωμί, σε καλλιτέχνες αναφέρομαι, όχι σε πολιτικάντηδες!) προκειμένου να υπηρετήσουν τις ψυχές μας και τις ψυχές των παιδιών μας.

Πολύ καλά, λοιπόν. Σε καλό δρόμο είμαστε, και είναι και κατηφορικός. Εμπρός, τώρα! Ας λοιδορήσουμε ακόμη περισσότερο τις Καλές Τέχνες, ας χλευάσουμε ακόμη περισσότερο την Μουσική Παιδεία, ας περιγελάσουμε ακόμη περισσότερο την Ψυχική Αρμονία, ας θάψουμε ολοένα και βαθύτερα, ολοένα και ταχύτερα, τον Ανθρωπισμό, και μετά, με ένα μισοδαγκωμένο σουβλάκι στο χέρι και με την γελοία μάσκα τού Καραγκιόζη στο πρόσωπο, ας αναρωτηθούμε υποκριτικά και θρασύδειλα πώς και πότε και γιατί «μας πήρε ο διάολος». Εμπρός!

 

 

Αθανάσιος Τσακνάκης

Καθηγητής Ξένων Γλωσσών – Συγγραφέας

Σχετικά Άρθρα

Back to top button