Αφροδίτη & Αλέξανδρος

«….Αλέξανδρε, τι έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;

Έπρεπε να βρω τον εαυτό μου. Έπρεπε να της δώσω να καταλάβει ποιος ακριβώς είμαι, για να μη νομίσει ότι ήρθε ένας Αθηναίος για να το παίξει ωραίος! Το μεγάλο μου όπλο ήταν το χιούμορ. Το χιούμορ που απέρρεε και από ένα γνωμικό που μου είχε διδάξει ο γέροντάς μου που έλεγε, «ο άνθρωπος είναι χαριτωμένος, όταν φέρεται σαν άνθρωπος!»

Συνήλθα από τις σκέψεις αυτές και είπα…

«….Αλέξανδρε, τι έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;

Έπρεπε να βρω τον εαυτό μου. Έπρεπε να της δώσω να καταλάβει ποιος ακριβώς είμαι, για να μη νομίσει ότι ήρθε ένας Αθηναίος για να το παίξει ωραίος! Το μεγάλο μου όπλο ήταν το χιούμορ. Το χιούμορ που απέρρεε και από ένα γνωμικό που μου είχε διδάξει ο γέροντάς μου που έλεγε, «ο άνθρωπος είναι χαριτωμένος, όταν φέρεται σαν άνθρωπος!»

Συνήλθα από τις σκέψεις αυτές και είπα…

–         Δε μιλώ, γιατί περνούν κάποιες σκέψεις από το μυαλό μου και προσπαθώ να τις βάλω σε κάποια σειρά!

–         Τί σκέφτεσαι;

–         Χμ!… σκέφτομαι ότι η ζωή είναι πολύ άδικη!

–         Αλέξανδρε, τι πεσιμισμός είναι τώρα αυτός; Αλλιώς σε φανταζόμουν!

–         Δεν είμαι πεσιμιστής! Όλοι με θεωρούν ρεαλιστή.

–         Τότε γιατί μιλάς για αδικία;

–         Το είπα αυτό, διότι θα μπορούσε π.χ. να ζεις στην Αθήνα.

–         Και τι θα γινόταν;

–         Είναι βέβαιο ότι θα σε είχα προσέξει και θα προσπαθούσα με κάθε τρόπο να σε πείσω να γίνεις το κορίτσι μου!

–         Έλα, βρε Αλέξανδρε, αυτό είναι πολύ εύκολο! Πώς κάνεις έτσι;!

–         Δηλαδή…;

–         Θα έρθω απλά στην Αθήνα!

Λέγοντάς το αυτό η Αφροδίτη έσκασε στα γέλια.

Δεν ήταν δύσκολο, με αυτά που είπε, να καταλάβω ότι και η Αφροδίτη είχε χιούμορ, που το εξέφραζε με ένα σπινθηροβόλο βλέμμα και μ’ ένα υπέροχο νάζι στις κινήσεις της.

Συνέχισα… 

–         Τώρα πάει… !»

 

Η διατυπωμένη αμεσότητα από μία φωνή,

λιτή και καθαρή, ευαίσθητη και αυτούσια,

μέσα από ατμοσφαιρικές περιγραφές,

καταφέρνει από τις πρώτες γραμμές να σε κάνει να βυθιστείς βαθιά μέσα στην καρδιά του βιβλίου.

Ο Μάριος διαθέτοντας την τέχνη να ενσαρκώνει με λέξεις την μνήμη, όπου η νοσταλγία είναι περισσότερο προσμονή παρά αναπόληση, στέκεται όρθιος,

διασώζοντας την τρυφερότητα,

την βαθιά αγάπη, την ομορφιά,

σε αυτήν την κοινωνία της κόπωσης και της εξευτελιστικής διαδικτυακής υποταγής,

που η οικειότητα γίνεται συνεχές χάιδεμα πλήκτρων,

εγκλωβίζοντας τους χρήστες στο διάχυτο κλίμα του χαβαλέ και της φλυαρίας.

Δύναμή του είναι η ειλικρίνεια και η σατιρική του διάθεση.

Με αυτά τα όπλα στην συγγραφική του φαρέτρα,

χτίζει αριστοτεχνικά το πρώτο του μυθιστόρημά,

που διακρίνεται από αφηγηματική και στοχαστική δύναμη.

Η γραφή του σύνθετη και πολυεπίπεδη,

αποπνέει αλήθεια και γνήσιο συναίσθημα.

Ο συγγραφέας πετυχαίνει με τον τρόπο αυτό,

να μπορούν οι αναγνώστες  να συγχρονιστούν με τους ήρωες του

και να συμμερισθούν τις ψυχικές τους διαθέσεις.

( Ο Μάριος Κουτσουρίδης είναι γέννημα θρέμμα  της Ξάνθης, στην οποία γεννήθηκε πριν 68 χρόνια. Από τα παιδικά του χρόνια λάτρεψε την κολύμβηση και το 1962 κατέκτησε το πρώτο του μετάλλιο, ενώ ανακηρύχτηκε δεύτερος πρωταθλητής Βορείου Ελλάδος, στο αγώνισμα100 μ.πεταλούδα.

Την αγάπη του προς την κολύμβηση την συνέχισε το 1972 αναβιώνοντας τον διαλυμένο τότε Κολυμβητικό Όμιλο, τον οποίο στην συνέχεια   υπηρέτησε με πάθος για 27 ολόκληρα χρόνια ως πρόεδρος, αλλά και ως πρόεδρος του Εθνικού Αθλητικού Κέντρου Ξάνθης . Στην πολυετή αυτή ενασχόλησή του,  τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις από την πολιτεία και τους τοπικούς παράγοντες,  για την προσφορά του στην κολύμβηση.  

Το 1964 ασχολείται με δύο ακόμη πράγματα που αγάπησε πολύ. Την  τέχνη του πατέρα του –μαγειρική- και την κιθάρα. Στην ιστορική «Κληματαριά», δεξιώθηκε αναρίθμητες προσωπικότητες , αλλά και απλούς ανθρώπους  και το αρχείο του είναι πλημμυρισμένο, από δεκάδες συγχαρητήρια έγγραφα. Στην κιθάρα  Τον απορροφά το  Νέο Κύμα, και  επιλέγει τον Κώστα Χατζή, τον οποίο, ως καλός φίλος , παρακολουθεί πιστά από τότε.

Το 1971 παντρεύτηκε την Βασιλική Παναγιωτίδου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, τον Νίκο και τον Παναγιώτη. Την επόμενη χρονιά -1972- ιδρύει την  πρώτη καφετερία στην Ξάνθη,  δίνοντας τον τίτλο «Ξάνθεια».

Αρχίζει αμέσως  να  προσφέρει τις υπηρεσίες του σε πολλά   Σωματεία και   Συλλόγους της Ξάνθης, ως πρόεδρος. Διετέλεσε ακόμη  Α’ αντιπρόεδρος του Ε.Β.Ε. Ξάνθης και Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Ξάνθης.

Το 2000 μετά από μια περιπέτεια  με την υγεία του, γράφει το πρώτο βιβλίο του, «Για ένα Νέο τρόπο Ζωής». Ως συνταξιούχος  πλέον συνεχίζει το γράψιμο και εκδίδει  την πολυσέλιδη  αυτοβιογραφία του με τίτλο «Αναμνήσεων  ρινίσματα».

Τον ρώτησα: «Μάριε,  μετά από το «Αφροδίτη & Αλέξανδρος» τι;…

Μου απήντησε: «Με την Αφροδίτη είμαι ακόμη  τόσο ερωτευμένος…., που πάω να γράψω κάτι για την νέα μου αγάπη, την  Αντιγόνη και συνέχεια γράφω Αφροδίτη»!… )

 

Με εκτίμηση

Ο εκδότης

Μιχάλης Σπανίδης

 

 Σχήμα:14χ21/Σελίδες:491/isbn:978-618-5206-13-0      

 

Σχετικά Άρθρα

Back to top button