Άρθρα

Η εδραίωση του ερντογανισμού: Ή, γιατί κατάφερε να κερδίσει ο Ερντογάν (και αυτές) τις εκλογές;

Ανάλυση του Νίκου Χριστοφή, Αναπληρωτή Καθηγητή Τουρκικής Ιστορίας & Πολιτικής, Κέντρο Τουρκικών Σπουδών, Shaanxi Normal University, Σιάν, Κίνα

Τούρκοι και ξένοι αναλυτές επεσήμαναν πως οι πρόσφατες διπλές εκλογές –βουλευτικές και προεδρικές– τον περασμένο Μάιο στην Τουρκία είχαν τη μορφή δημοψηφίσματος· ενός δημοψηφίσματος που θα καθόριζε είτε την εδραίωση ενός πολιτικού, οικονομικού και πολιτιστικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από την προσωπικότητα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είτε την αλλαγή κατεύθυνσης προς ένα δημοκρατικό σύστημα, στο οποίο το παλιό κεμαλικό κόμμα, έχοντας επιτέλους ολοκληρώσει τον ιδεολογικό του μετασχηματισμό, θα μετατρεπόταν σε δύναμη έλξης για αλλαγή.

Η οικονομική κακοδιαχείριση και η ανεπαρκής ανταπόκριση της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) αναφορικά με τους καταστροφικούς σεισμούς του Φεβρουαρίου έκανε το κυβερνών κόμμα ιδιαίτερα ευάλωτο απέναντι στους τρεις συνυποψηφίους του Ερντογάν, ιδιαίτερα έναντι του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, που ηγούνταν του αντιπολιτευτικού συνασπισμού. Ωστόσο, τα εκλογικά αποτελέσματα ανέδειξαν νικητή για μία ακόμα φορά τον Ερντογάν και τον συνασπισμό της Λαϊκής Συμμαχίας (Cumhur İttifakı), με 52%, έναντι του αντιπολιτευόμενου συνασπισμού της Εθνικής Συμμαχίας (Millet İttifakı), ο οποίος απέσπασε 48%, διαψεύδοντας οποιαδήποτε ελπίδα αλλαγής του πολιτικού σκηνικού. Τα αποτελέσματα απέδειξαν πως, αν και οριακά, η πλειοψηφία των Τούρκων πολιτών εξακολουθεί να εμπιστεύεται τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και την κυβέρνηση, μετατρέποντας, μάλιστα, τον ίδιο τον Ερντογάν, αρχικά πρωθυπουργό και στη συνέχεια Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον μακροβιότερο ηγέτη της Τουρκικής Δημοκρατίας, ξεπερνώντας ακόμα και τον ίδιο τον ιδρυτή της, Μουσταφά Κεμάλ.

Πράγματι, τόσο σε συμβολικό επίπεδο, αφού η Δημοκρατία της Τουρκίας κλείνει φέτος έναν αιώνα ζωής με πρόταγμα ένα εκκοσμικευτικό πρόγραμμα, όσο και σε πρακτικό, το ΑΚΡ, και ο ίδιος ο Ερντογάν, κατάφερε να ξεπεράσει τον Μουσταφά Κεμάλ και το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (CHP) σε διάρκεια διακυβέρνησης. Αυτό που κάνει περισσότερο ενδιαφέρουσα τη σύγκριση είναι πως στην περίπτωση του CHP και του Μουσταφά Κεμάλ αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της μονοκομματικής περιόδου, δηλαδή μεταξύ 1923-1946, όταν, ουσιαστικά, απαγορευόταν η λειτουργία άλλων κομματικών σχηματισμών, ενώ στην περίπτωση του Ερντογάν και του ΑΚΡ η πρωτοκαθεδρία του είναι αποτέλεσμα συχνών δημοκρατικών, πλουραλιστικών εκλογών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό συμμετοχής.

Ο ερντογανισμός, που χαρακτηρίζεται από έναν ριζοσπαστικό συντηρητισμό ο οποίος στοχοποιεί συνεχώς, από τη μία, τον αγώνα των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων για αναγνώριση και ισότητα δικαιωμάτων και, από την άλλη, χρησιμοποιεί έναν εκδικητικό εθνικισμό εναντίον των κουρδικών διεκδικήσεων, αλλά και οποιουδήποτε εμμένει στο εγχείρημα του δυτικού εκσυγχρονισμού, φαίνεται να έχει εμπεδωθεί στη συλλογική συνείδηση μιας μεγάλης μερίδας των πολιτών, ενώ ως πολιτικό δόγμα φαίνεται σταδιακά να αντικαθιστά τον κεμαλισμό στη συνείδηση του κόσμου. Η αξιοσημείωτη παγίωση των εκλογικών αποτελεσμάτων των τριών τελευταίων προεδρικών αναμετρήσεων (2014, 2018 και 2023), αλλά και του δημοψηφίσματος του 2017 (51,5%-52,5% έναντι 48%), αποδεικνύουν ακριβώς αυτό. Δεν είναι τυχαίο που αρκετοί μελετητές κάνουν χρήση του όρου «δημοκρατορία» (demokratür), δηλαδή τον συνδυασμό εκλογικών νικών με αυταρχικό πρόγραμμα, για να περιγράψουν το καθεστώς Ερντογάν.

Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: πώς συνεχίζει να κερδίζει τις εκλογικές αναμετρήσεις ο Ερντογάν και το κόμμα του, ιδίως αν λάβει κάποιος υπόψη τις αυταρχικές και παράλογες οικονομικές πολιτικές του ισχυρού άνδρα της Τουρκίας των τελευταίων ετών;

*****

Από την ίδρυση του, το 2001, το AKP πέρασε από πολλά στάδια. Ιδρύθηκε ως η μετριοπαθής πτέρυγα του κινήματος του Εθνικού Οράματος (Milli Görüş) του Νετζμεντίν Ερμπακάν και αυτοπαρουσιάστηκε ως ένα συντηρητικό, «θρησκευτικό-δημοκρατικό» κόμμα, το οποίο ακολουθούσε το ευρωπαϊκό πρότυπο της χριστιανοδημοκρατίας. Παρά τις ειλικρινείς διαβεβαιώσεις της πρώτης περιόδου της νέας, τότε, κυβέρνησης σχετικά με την αναγνώριση δικαιωμάτων, την επιδίωξη της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την επίλυση κρίσιμων εθνικών ζητημάτων, όπως το Κουρδικό και το Κυπριακό, από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, και ιδίως από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, η τουρκική κυβέρνηση σημειώνει μια σταδιακή στροφή προς τον αυταρχισμό. Με άλλα λόγια, αυτό που αρχικά έμοιαζε να είναι ένα πολλά υποσχόμενο μεταρρυθμιστικό κίνημα αντικαταστάθηκε από μια σκοτεινή εικόνα ανελεύθερων πολιτικών εξελίξεων, που χαρακτηρίζονται από την υφαρπαγή της εξουσίας από τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, την απώλεια της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και τη χειραγώγηση των εκλογών.

Από το 2011 και έπειτα, ο Ερντογάν άρχισε να κάνει χρήση της εκλογικής του κυριαρχίας για να υπονομεύσει, ουσιαστικά, το κράτος δικαίου και την ίδια τη δημοκρατία. Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση έκτοτε σημειώνεται μια σταδιακή, αλλά αξιοσημείωτη, μείωση ελευθεριών και κατάλυσης του κράτους δικαίου, καθώς κρίσιμοι τομείς του κράτους έχουν περιέλθει στον έλεγχό του. Τα δικαστήρια γέμισαν με αντιφρονούντες, οι κρατικοί θεσμοί πολιτικοποιήθηκαν, ενώ έχει μετατρέψει τον τεράστιο όγκο των ιδιωτικών και δημόσιων ΜΜΕ σε φερέφωνα του ίδιου και του κόμματός του. Δεν είναι τυχαίο πως όχι μόνο τα φτωχά στρώματα των πόλεων αλλά και αρκετές επιχειρήσεις εξαρτώνται από τον ίδιο τον Ερντογάν για να αποκτήσουν πρόσβαση σε δημόσιους πόρους.

Για παράδειγμα, το 2023, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, η πρόσβαση στα ΜΜΕ ήταν απίστευτα άνιση. Εκτός από κάποια αντιπολιτευτικά μέσα, η τηλεόραση μετέδιδε τις δηλώσεις του Ερντογάν ενώ, ταυτόχρονα, απέκλειε τον Κιλιτσντάρογλου από τη διαδικασία. Το κρατικό κανάλι TRT, αν και υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να ήταν αμερόληπτο και να παρέχει ίσο τηλεοπτικό χρόνο σε όλους τους υποψήφιους, έδωσε 32 ώρες τηλεοπτικό χρόνο στον Ερντογάν ενώ στον αντίπαλό του 32 λεπτά, με ερωτήσεις οι οποίες ήταν εμφανώς δυσανάλογες σε δυσκολία με αυτές που φιλικά προσκείμενοι δημοσιογράφοι έκαναν στον Ερντογάν.

Μέσω του απόλυτου ελέγχου των ΜΜΕ, ο Ερντογάν άσκησε επιθετική πολιτική στους αντιπάλους του με επίκεντρο δύο βασικά ζητήματα της τουρκικής πολιτικής. Τα πυρά του Τούρκου προέδρου επικεντρώθηκαν αρχικά στο ΡΚΚ και τον τρομοκρατικό του χαρακτήρα, σύμφωνα με τις ΗΠΑ, την ΕΕ, και φυσικά, την Τουρκία. Μέσω της επίθεσης στο ΡΚΚ, και των Κούρδων γενικότερα, στοχοποιούσε τον συνασπισμό της αντιπολίτευσης πως διατηρεί σχέσεις με την τρομοκρατική οργάνωση. Σε αρκετές από τις προεκλογικές του συγκεντρώσεις, μάλιστα, έδειξε και ένα βίντεο που απεικόνιζε τους ηγέτες του PKK να τραγουδούν το τραγούδι της εκστρατείας του Κιλιτσντάρογλου.

Το δεύτερο στοιχείο που εργαλειοποίησε ο Ερντογάν ήταν αυτό της ταυτότητας και το δικαίωμα των «μη προνομιούχων», δηλαδή των θρησκευόμενων μουσουλμάνων, να εκπροσωπούνται επαρκώς και, γιατί όχι, να κυριαρχήσουν στη χώρα. Με άλλα λόγια, εργαλειοποίησε το δίπολο ισλαμισμός – κοσμικότητα ώστε να προκαλέσει τo ισλαμικό αίσθημα μιας ολοένα και πιο συντηρητικής τουρκικής κοινωνίας, αφού ο Κιλιτσντάρογλου ηγείται της κεμαλικής παράταξης, οι κοσμικές πολιτικές της οποίας θεωρούνται από τους ισλαμιστές αντιισλαμικές. Ο καταγγελτικός λόγος του Ερντογάν εναντίον του αυταρχικού κοσμικού χαρακτήρα του κεμαλισμού δεν είναι κάτι νέο, αλλά τα τελευταία χρόνια αποκτά μία ακόμα διάσταση: το CHP κατηγορείται πως είναι αναφανδόν κατά του Ισλάμ και υποστηρίζει την κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ, κάτι που, όπως λένε, αντιβαίνει στις αρχές του σουνιτικού Ισλάμ και του τουρκικού λαού. Όπως υποστηρίζει το ΑΚΡ, η παρουσία των υποστηρικτών του CHP στις προσευχές δεν είναι ειλικρινής, αλλά αποσκοπεί στο να επηρεάσει τον κόσμο ώστε να «κατακτήσουν» εκ νέου τις κάλπες.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν πρέπει κάποιος να παραβλέψει και τη βία που ασκήθηκε κατά της αντιπολίτευσης κατά την προεκλογική εκστρατεία, αλλά και την ίδια την ημέρα των εκλογών, με τις δυνάμεις ασφαλείας να στέκονται ουσιαστικά άπραγες ενώ οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης, ακτιβιστές και τα γραφεία των αντιπολιτευόμενων κομμάτων δέχονταν επιθέσεις. Ενώ ο κύριος στόχος ήταν, κατά βάση, το μοναδικό μη δεξιό φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP), δεν έλειψαν οι επιθέσεις και σε άλλους πολιτικούς, όπως στον αντιπρόεδρο του CHP στο Έρζερουμ, ο οποίος υπέστη πολλαπλά τραύματα. Ο Εκρέμ Ιμάμογλου, δήμαρχος Κωνσταντινούπολης με το CHP, υπήρξε επίσης θύμα μιας στοχευμένης επίθεσης, με σκοπό να πληγεί η προσωπικότητά του. Καθώς θεωρούταν από πολλούς, ενδεχομένως και από τον ίδιο τον Ερντογάν, το μεγάλο φαβορί για τις προεδρικές εκλογές, τουρκικό δικαστήριο, κατόπιν εντολής κυβερνητικών κύκλων, ξεκίνησε ποινική έρευνα ποινική υπόθεση εναντίον του Ιμάμογλου, με την κατηγορία ότι δυσφήμησε την Ανώτατη Εκλογική Αρχή (Yüksek Seçim Kurulu, YSK). Στα τέλη του περασμένου έτους καταδικάστηκε και έτσι στερήθηκε τη δυνατότητα να συμμετάσχει ως υποψήφιος στις εκλογές, με τον Ερντογάν να καταφέρνει να εξουδετερώσει έναν ακόμη από τους αντιπάλους του.

Η χρήση της Δικαιοσύνης προς ίδιον όφελος φυσικά δεν περιορίζεται σε αυτήν την περίπτωση, αλλά είναι κάτι που κάνει κατ’ εξακολούθηση ο Ερντογάν για να παραγκωνίσει τους εχθρούς του. Για παράδειγμα, τον Ιούνιο του 2021 ένας εισαγγελέας κινήθηκε εναντίον του HDP. Πέντε χρόνια πριν, ο χαρισματικός ηγέτης του κόμματος, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, είχε συλληφθεί και οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου παραμένει ακόμα, παρά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το 2018, πως κρατείται παράνομα. Η υπόθεση εναντίον του HDP εξασθένισε οποιαδήποτε εκλογική προοπτική είχε το κόμμα. Τέλος, το γεγονός ότι η YSK αρνήθηκε τη συμμετοχή αντιπροσώπων του κόμματος στα τοπικά εκλογικά κέντρα που επιβλέπουν την ψηφοφορία και την καταμέτρηση, οι θέσεις αυτές πήγαν στο ΑΚΡ, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο νοθείας.

Γίνεται αντιληπτό πως ο ερντογανισμός ως «δόγμα» στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον αυταρχικό του χαρακτήρα. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι δεν γίνονται εύκολα αντιληπτοί, αλλά, παρόλα αυτά, διατηρούν τη δημοτικότητα του Ερντογάν στο ακέραιο.

Η τουρκική κυβέρνηση, εκτός από τη χρήση προγραμμάτων πρόνοιας για να οικοδομήσει δεσμούς εμπιστοσύνης με τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, ενσωμάτωσε στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα της κρατικά καπιταλιστικά εργαλεία. Για παράδειγμα, μείωσε τα επιτόκια και αύξησε την παραγωγή σε βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας, όπως στον κατασκευαστικό τομέα, ενώ ταυτόχρονα έκανε χρήση των επενδυτικών ταμείων και προσέφερε επιλεκτικά κίνητρα σε ορισμένους τομείς, όπως η ασφάλεια και η άμυνα. Μέσω αυτού του οικονομικού μοντέλου, αυξήθηκε ο έλεγχος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των εξαρτημένων καπιταλιστών και των εργατών τους από το κράτος.

Από την άλλη, η εξωτερική πολιτική του ΑΚΡ, η οποία έχει ως στόχο να εδραιώσει την Τουρκία ως μεγάλη δύναμη στο διεθνές πολιτικό σκηνικό και, ως τέτοια, να λειτουργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής», συμπληρώνει το όραμα της «Νέας Τουρκίας» του Ερντογάν. Αν και φαίνεται απίθανο κάτι τέτοιο να συμβεί, οι υποστηρικτές του Ερντογάν τον παρουσιάζουν ως τον ισχυρό ηγέτη που κινεί τα νήματα ή, ακόμα, και ως τον προφήτη που θα εγκαθιδρύσει τη μεγάλη ισλαμική αυτοκρατορία ξανά, απόψεις που ισχυροποιούν τη συνοχή της εκλογικής βάσης του κόμματος.

Τέλος, ένας από τους βασικότερους παράγοντες εδραίωσης του ερντογανισμού είναι ο κοινωνικοπολιτικός χαρακτήρας του και η ικανότητά του για μαζική οργάνωση, μέσω ενός ισχυρού δικτύου από φιλανθρωπικά ιδρύματα, επαγγελματικές οργανώσεις, συλλόγους νέων και συνδικάτα. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και τα κοινωνικά δίκτυα του συμμάχου του από το 2015, του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), μέσω του οποίου η κυβέρνηση αύξησε την πρόσβασή της στον στρατό, αλλά και ο τομέας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και οι εργατικές σουνιτικές γειτονιές. Μέσω, άλλοτε μιας «αριστερής τριτοκοσμικής» κι άλλοτε μιας συντηρητικής, εθνικιστικής και ισλαμικής ρητορείας, ο Ερντογάν καταφέρνει να απευθύνεται σε όλες τις «μη προνομιούχες» ομάδες, οι οποίες αποκτούν μια αίσθηση δύναμης, σταθερότητας, αλλά και υλικά προνόμια, κάτι που αποτυπώνεται σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις.

Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πώς θα εξελιχθεί ο ερντογανισμός ή προς ποια κατεύθυνση, ιδίως λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης και της υποτίμησης της λίρας. Ένα είναι όμως σίγουρο, εάν η αντιπολίτευση δεν ανασυγκροτηθεί και δεν διαμορφώσει τη δική της, ιδιαίτερη πολιτική ατζέντα, ο ερντογανισμός θα ηγεμονεύει για πολλά ακόμα χρόνια.

* Το παρόν κείμενο βασίζεται στην τοποθέτηση του Ν. Χριστοφή στην εκδήλωση «Πού βαδίζει η Τουρκία μετά τις προεδρικές εκλογές του 2023», που διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σπουδών (ΙΔΟΣ) στις 29 Μαΐου 2023.

 

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button